1. Διαβάζοντας τον τίτλο της συνέντευξης του Γιάννη Αγγελάκα στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία [«αν δεν ξυπνήσουμε την αμφισβήτηση μέσα μας τελειώσαμε»], μια φράση έρχεται στο μυαλό: «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Το ότι η συνέντευξη ξεφεύγει από το πλαίσιο της καθαγιασμένης κοινοτυπίας που έχει επιλέξει ο τίτλος, δεν αλλάζει την εικόνα του πώς διαχειρίζονται τα ΜΜΕ τον δημόσιο λόγο. Από τα «θρίλερ» και τα «τσουνάμια» του δελτίου ειδήσεων μέχρι τα «you can be a star» και το «κάνε ό,τι γουστάρεις» της κουλτούρας της διατεταγμένης παραβατικότητας, ο χορός των κλισέ κρατεί μονότονος, όσο για την «αμφισβήτηση» αποτελεί δημοφιλή φιγούρα του.
Ο λόγος που, έχουμε, ίσως, πράγματι λήξει ως κοινωνία, είναι ακριβώς η αμφισβήτηση, γενικευμένη σε υστερία καχυποψίας που προσομοιώνει συνθήκες πρόωρης εκσπερμάτισης. Όταν η κάθε «αφήγηση» σερβίρεται πακέτο με τους λόγους για τους οποίους θα μπορούσε να είναι μια απάτη, η επιστροφή στην προ-κοινωνική κατάσταση πολέμου όλων εναντίον όλων γίνεται μονόδρομος.
Την πιθανότητα ενός άλλου δρόμου δείχνουν οι συγκεντρώσεις των “αγανακτισμένων”. Μεταφέροντας τις συνθήκες της διαδικτυακής ασυνεννοησίας στην αληθινή ζωή, φωτίζουν το πρόβλημα του κατακερματισμού κάνοντας ένα βήμα για την αντιμετώπισή του, αντιπαραθέτοντας στο homo homini lupus τη δυνατότητα μιας κουλτούρας φιλίας και δοτικότητας: Μπορούμε να συνυπάρξουμε με τις διαφορές μας, δεν χρειάζεται να κοιτάμε συνέχεια με μισό μάτι ο ένας τον άλλο. Φυσικά μια γιορτή σαν κι αυτήν θέλει το εξιλαστήριο θύμα της: η ομαδική σφαγή των πολιτικών είναι η θυσία στο βωμό της Ομόνοιας που στήθηκε στην πλατεία Συντάγματος. Οι κώδικες επικοινωνίας του πλήθους αφορούν στα βασικά, λέξεις, συναισθήματα, χειρονομίες.
Αν όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα κοινωνικό φαινόμενο που συγκινεί και προκαλεί το ενδιαφέρον, οι περιστάσεις στις οποίες είμαστε εγκλωβισμένοι απαιτούν πολιτική λύση. Πόσο εύκολο είναι να υπάρξει τέτοια;
- Με το σύνθημα «όλα στο φως» κινητήρια δύναμη της …ανοικτής κοινωνίας, ο δημόσιος ανήρ που θέλει να επιβιώσει πρέπει ανά πάσα στιγμή να αποδεικνύει ότι δεν είναι ελέφαντας. Ο λαός αντιμετωπίζει τον πολιτικό κόσμο με τον ιδιο τρόπο που αντιμετωπίζει τον λαό η εξουσία: ως a priori ένοχο.
Ουδείς διανοείται να θίξει την «αυθεντία» στο χώρο της επιστήμης ή της τεχνολογίας [η οποία τεχνολογία, παρεμπιπτόντως, παράγει ιδεολογία, ομογενοποιώντας πληθυσμούς ανά τον πλανήτη…]. Στο χώρο της πολιτικής ωστόσο, η καχυποψία ήταν ανέκαθεν κανόνας. Στα καθ’ ημάς, από την εποχή της εισόδου στη νομισματική ένωση, η καχυποψία δίνει τη θέση σε μια απάθεια που θα πάρει σύντομα μορφή κωματώδη, με τον πολίτη θεατή ενός παιχνιδιού που θά ‘λεγες ότι δεν τον αφορά.
Αίφνης το παιχνίδι διακόπτεται, χωρίς προειδοποίηση. Ο πολίτης “αγανανακτισμένος” από το ξαφνικό ξύπνημα, έρχεται αντιμέτωπος με μια κατάσταση που δείχνει μη αντιστρέψιμη. Η κατάσταση υποβάλλει το χαοτικό συναίσθημα και το όραμα ενός νέου ξεκινήματος, μια ειρηνικής [ή βίαιης] επανάστασης. Τα πολιτικά κόμματα και αυτά που συμβολίζουν [η “παλιά Ελλάδα”, ο “παλιός κόσμος” κλπ.] πρέπει να είναι τα πρώτα της θύματα.
Υπάρχει μια λεπτομέρεια: η γενικευμένη αμφισβήτηση είναι συχνά ο προθάλαμος της πιο άγριας συντήρησης. Η άρνηση είναι ευεπίφορη στην άρνηση, η απομυθοποιητική διαδικασία άπαξ και ξεκινήσει, είναι αμείλικτη. Με την απομυθοποίηση τελευταίο θύμα του εαυτού της, ο κύκλος ολοκληρώνεται. Και τότε χει έρθει η στιγμή του «όπισθεν ολοταχώς», των ΜΑΤ ή άλλων κατασταλτικών μέσων. Ποιος είπε ότι το κράτος φοβάται την μετωπική σύγκρουση;
Αν η αγχώδης, πάση θυσία διαφύλαξη της υπερκομματικής παρθενίας των «αγανακτισμένων» είναι η απαραίτητη θυσία για την συνύπαρξή τους, τελικός αποδέκτης της μούντζας είναι, πίσω από τα κόμματα, τα πρόσωπα των πολιτικών.
Όμως η πολιτική σκηνή της χώρας είναι, ακριβώς, αυτοί. Θα τα παρατήσουν, εν μια νυκτί, να πάνε όλοι στα σπίτια τους; Δύσκολο… Ακόμα κι αν ανατρέπονταν συσχετισμοί δυνάμεων και νέοι σχηματισμοί έρχονταν στο προσκήνιο, θα στελεχώνονταν από τους ίδιους πάνω κάτω επιτελείς. Και αν, εσχάτως, στα τηλεοπτικά πάνελ οι πολιτικοί παίζουν ρόλο αποδιοπομπαίου τράγου δίπλα σε «καθημερινύς ανθρώπους» που τους χλευάζουν και τους βρίζουν, οι άνκορμεν και οι παρουσιαστές είναι όργανα της ίδιας εξουσίας.
Της αληθινής εξουσίας, της ελίτ των τραπεζών και των πολυεθνικών, η οποία μένει ουσιαστικά στο απυρόβλητο. Πολιτικοί και «δημοσιογράφοι» είναι εκπρόσωποι όχι τόσο του λαού, όσο δικοί της. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να θυμόμαστε, ιδίως σε εποχές καταναλωτικής ευμάρειας.
Η πολιτική είναι ζωντανός οργανισμός, συνάρτηση του ατομικού με το δημόσιο συμφέρον, παιχνίδι ζωής που απαιτεί μυαλό σε μόνιμη εγρήγορση. Επιτρέπουν κάτι τέτοιο οι απανωτές κρίσεις πανικού που βιώνει η ελληνική κοινωνία; Όχι ακριβώς. Γι αυτό και όποια πολιτική εξέλιξη φέρνουν οι συγκεντρώσεις, οφείλεται στην επιβλητική παρουσία τους, ενώ το ενδεχόμενο μιας ακόμα προβοκάτσιας, μιας ακόμα τρομοκρατικής επίθεσης των ΜΑΤ, τις απειλεί με συρρίκνωση.
Αυτή θα είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη. Έστω σαν πλήθος ετερόκλητο, σαν virtual διαδήλωση, οι «αγανακτισμένοι» μπορούν να εκβιάσουν καταστάσεις. Κι άπαξ και η αστυνομική βία στο Σύνταγμα εξαπολύθηκε βάσει σχεδίου, έχουμε να κάνουμε όχι μόνο με αδίστακτους, αλλά και με απίστευτα ηλίθιους τελικά ανθρώπους, άξιους της μοίρας τους.
Γιατί την επόμενη φορά που ο λαός θα βγει στους δρόμους δεν θα είναι για να βρίσει, ούτε να μουντζώσει.
Σωκράτης Παπαχατζής
ΥΓ. Πέρα από την φανερή προσπάθεια τρομοκράτησης, η εξαπόλυση του διπόλου «ΜΑΤ – κουκουλοφόροι» θα μπορούσε να είναι ενταγμένη στο πλαίσιο ενός επικοινωνιακού σώου βίας για τα μάτια της Δύσης. Δίνοντας έμφαση στις αντίξοες συνθήκες, οι εικόνες του χάους σε όλα τα διεθνή Μέσα …περιποιούν τιμές στην κυβέρνηση για την προσήλωση στην ευρωπαϊκή αποστολή της. Προσφέρουν ταυτόχρονα ένα «ατού» για μελλοντικές διαπραγματεύσεις.
Βλακεία; Κυνισμός; Και τα δυο; Με ανθρώπους σαν κι αυτούς τίποτα δεν θα ‘πρεπε να μας εκπλήσσει.