Τι
διάβολο, είπα δυνατά. Δεν έχεις ούτε ένα
χορό των Απόκρεω να θυμάσαι, ούτε ένα
κάλεσμα με τη μαμά στο σπίτι της Μπούλης
Αναμπουμπουμπούλας, ούτε μια τρέλα
νεανική… Τι διάβολο, επανέλαβα σιγότερα.
Όσο περνάει ο καιρός τόσο χειρότερος
γίνεσαι και τόσο περισσότερο μουλαρώνεις
κι αρνείσαι να εμφανιστείς, να γνωριστείς,
να προωθηθείς και, το χειρότερο, να
θυμηθείς.
Τι θα γίνει με σένα, είπα πάλι δυνατά κοιτώντας το πρόσωπό μου στο μικρό κομμάτι καθρέφτη που υπάρχει πάνω στο γραφείο. Ούτε στο 7 μείον 7 θέλεις να πας, ούτε στη Βουκουρεστίου περπατάς, ούτε καν στην τηλεόραση δεν είσαι.
Πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Φώναξα με απόγνωση μέσα στον καθρέφτη. Πρέπει τουλάχιστον να θυμηθείς κάτι. Να δείξεις πως κάποιον γνωρίζεις.
Ρετρό.
Θυμάμαι…
Γωνία Φωτομάρα και Ιγγλέση. Πάνω στο ύψωμα. Κλεισμένοι στο ισόγειο του σπιτιού μας, με τα παράθυρα ταμπουρωμένα, με τετράγωνες μπάλες νήμα. Στο φως της λάμπας πετρελαίου έφτιαχνα με χοντρό χαρτόνι Χατζηαβάτηδες και Βεζίρηδες και Καραγκιόζηδες που τους κόλλαγα μ’ αλευρόκολλα, ενώ έξω περπατούσε ελεύθερος ο Θάνατος.
Θυμάμαι…
Που τον παρακολουθούσα εκείνο το ηλιόλουστο κυριακάτικο μεσημέρι του Δεκέμβρη, καθώς κοιμόταν στην απέναντι πόρτα, τα πόδια του στο ένα πρεβάζι, το κεφάλι του στο άλλο. Και που η σφαίρα τον βρήκε ανάμεσα στα φρύδια κι έπεσε το κεφάλι του εμπρός και ποτέ δεν ξύπνησε πια.
Θυμάμαι…
Που είχα κολλήσει το μέτωπό μου στο παντζούρι και κοίταγα μέσα απ’ τις γρίλιες το θάνατο και ήρθε ο πατέρας μου και με κατέβασε πάλι στο ισόγειο και μου έδωσε χαρούπια γιατί φώναζα πως πείναγα και φοβόμουνα.
Θυμάμαι…
Τη νύχτα που μπήκε απ’ την πόρτα της αυλής. Ψηλός δυο μέτρα, με χωρίστρα στη μέση και μ’ ένα Μπρεν αγκαλιά κι αφήνοντας το πολυβόλο στο τραπέζι ανάμεσα στους καραγκιόζηδες και την ξυλοκοπτική μου, είπε: «Θες, μικρέ, κουφέτα;»- «Ναι», είπα εγώ.- «Τότε άνοιξε τις χούφτες σου».
Κι εγώ τις άνοιξα και μου ‘δωσε σφαίρες και ‘γω πέταγα απ’ τη χαρά μου γιατί την άλλη μέρα, κι αν το ύψωμα ήταν ήσυχο, θα έπαιζα με το Λευτέρη και το Μιχάλη και τον Ντίνο με τις σφαίρες από το Μπρεν και τα Τόμσον, και τους κάλυκες από τα πολυβόλα, και τους πιο μεγάλους από τις οβίδες.
Θυμάμαι…
Που μια νύχτα, που οι σφαίρες έπεφταν βροχή, ακούστηκε βουή μεγάλη και το παλιό σπίτι σείστηκε απ’ τα θεμέλιά του. Όταν ο πατέρας μου γύρισε από την αναγνώριση, μας ανακοίνωσε πως το μισό πάνω πάτωμα δεν υπήρχε πια, το ‘χε διαλύσει μια οβίδα απ’ το κανόνι ενός τανκ που περπάταγε στη λεωφόρο Συγγρού.
Θυμάμαι…
Που σκότωσαν τον αδελφό του Λευτέρη, που μας πυροβόλησαν με τη μάνα μου, καθώς μπαίναμε σπίτι μας με το ταψί με τις πατάτες στο χέρι. Που, κάθε Κυριακή, έξω απ’ τον Άγιο Παντελεήμονα τα παιδιά τρώγανε χαρούπια που τους τα ‘παιρναν οι γονείς τους οι φτωχοί.
Θυμάμαι που κάναμε ουρά κάπου στη Σταδίου να πάρουμε φαΐ μες στα ντενεκάκια μας. Θυμάμαι την Ούνρα, τους Νεοζηλανδούς, τους Εγγλέζους που ήρθανε μετά. Θυμάμαι τα Δημοτικά σχολεία και τις μπλε σκούρες ποδιές, τα Γυμνάσια που οι αίθουσές τους δεν είχαν τελειωμό και που οι δάσκαλοι δεν ήξεραν ποιος είσαι. Θυμάμαι τα παιχνίδια μέσα στον Ιλισσό από του Μετς μέχρι το Νέο Φάληρο, τις συμμορίες, τους πετροπόλεμους, το μικρό ήρωα, τις μάρκες των τσιγάρων, τις γκαζές και τους βώλους, τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια στους δρόμους της Πλάκας, τους περιπάτους κάτω απ’ την Ακρόπολη…
Να λοιπόν που έκανα κι εγώ το χρέος μου απέναντί σας… Θυμήθηκα.
Κι όσο περισσότερο θυμάμαι, τόσο περισσότερο μουλαρώνω και αρνούμαι να ενταχθώ , να εμφανιστώ, να υποκλιθώ.
Μόλις πριν από δύο μήνες μάλιστα, θυμήθηκα, μ’ αποτέλεσμα να χάσω –πάλι- τη δουλειά μου…
«Μα τι διάβολο», με ρώτησε ο φίλος μου. «Ούτε μια δεξίωση, ούτε μια Διεύθυνση, ούτε μια Εκπομπή;».
«Τίποτα» απάντησα εγώ. «Μόνο χαρούπια και άδεια τενεκεδάκια. Ούτε καν μια τρέλα νεανική».
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ