Πλαστικά μπουκάλια, ξύλα, σίδερα, κονσέρβες, νάυλον σακούλες, περισσότερα πλαστικά μπουκάλια, περισσότερες νάυλον σακούλες, περισσότερα ξύλα.
Σίδερα, πρόκες, ξύλα, καφάσια, ψόφια ζώα, κόκκαλα, ακαθαρσίες… Περπατούσα στην άκρη της βρωμερής παραλίας του Νέου Φαλήρου έχοντας αριστερά μου τη βρωμερή θάλασσα του Σαρωνικού και δεξιά μου τη βρωμερή πόλη της Αθήνας.
Όλα τ’ αντικείμενα που βρίσκονται στα πόδια μου είναι αντικείμενα πεταμένα, από τους κατοίκους της Αθήνας.
Σκουπίδια αφημένα τις νύχτες μέσα σε πλαστικές σακούλες στις γωνίες των δρόμων από ημιάγριους βρωμο-ανθρώπους που βαριούνται να περιμένουν τον σκουπιδιάρη. Αντικείμενα πεταμένα από βάρκες και πλοία στη μεγάλη αυτή χαβούζα των Ελλήνων: τη θάλασσα.
Κοιτώ κι αναπνέω και η καταστροφή με κάνει να πονώ και να ντρέπομαι.
Πώς τα καταφέραμε, αναρωτιέμαι. Ακόμη θυμάμαι την εποχή που κάναμε μπάνιο στην παραλία του Νέου Φαλήρου, τότε που υπήρχε το «Κιόσκι» και κατέβαινε μέχρι εκεί το «πράσινο».
Καημένη χώρα, που έχασες την ταυτότητά σου και δεν ξέρεις πια ούτε τι κάνεις ούτε πού βαδίζεις!
Καημένη πατρίδα, που κατοικείσαι από μας τους αγροίκους ευρωπαιο- ανατολίτες, που δεν ξέρουμε πια ούτε από πού ερχόμαστε ούτε προς τα πού πάμε! “Ρε συ Νικολάκη”, ουρλιάζει απ’ το τρίκυκλο ο μάγκας “πέτα, ρε, τις σακούλες, ρε μαλ… να του δίνουμε…”
Ο Νικολάκης, στενός στη μέση, με τσόκαρο, ξυπόλητος και βρωμερός οπαδός πολιτικού κόμματος, επικεφαλής στις διαδηλώσεις για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, πετά τις σακούλες στην παραλία, καλυμμένος από το προστατευτικό σκοτάδι της νύχτας και μετά φεύγει με το τρίκυκλο για κάποιο μπουζουξίδικο για να ρυπάνη και να ρυπανθή με τους ήχους της βάρβαρης τούρκικης μουσικής που τον “φτιάχνει” ή που του “τη δίνει”.
Πιο πέρα, στην άσφαλτο, κινούνται τ’ αυτοκίνητά μας και τα λεωφορεία μας, όλα μηχανές που μολύνουν τον αέρα, αρρύθμιστα, αχρόνιστα, ανάποδα, ψυχρά και συφοριασμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, σε μια απρόσωπη πόλη που βρωμάει από το κεφάλι μέχρι τα νύχια.
Περπατώ και σκέφτομαι, γιατί όλες οι εφημερίδες και τα περιοδικά, και τα ραδιόφωνα, και οι τηλεοράσεις δεν λένε την αλήθεια: Ότι όλοι εμείς είμαστε υπεύθυνοι για τη χαβούζα που ζούμε, για την καταστροφή της χώρας μας, για τον βόθρο που φτιάξαμε από πλαστικό και σκόνη και τον γεμίσαμε μπετόν τσακίζοντας τα δέντρα, τα φυτά, τα λουλούδια.
Ασυνείδητοι, πουλημένοι, αμόρφωτοι, αμόρφωτοι και περισσότερο αμόρφωτοι, καταστροφείς, χτίστες εκτρωματικών «πολυκατοικιών», δολιοφθορείς του μέλλοντος της Ελλάδος σε συνεργασία με μια σκουριασμένη, άσχετη, λαδωμένη κρατική μηχανή, που δεν ακούει, δεν βλέπει, δεν μυρίζει, αλλά μόνο υπάρχει για να κινήται σαν μεγάλη κατσαρίδα πού και πού, έτσι επειδή την πείραξε το φως.
Περπατώ σε μια από τις “δαντελένιες” παραλίες σου, χώρα διαλυμένη, χώρα των αλλοπρόσαλλων απαιτήσεων, δηλώσεων, πολιτικοποιήσεων, τάσεων, αναλύσεων…
Χώρα, που, αντί να εργάζεσαι από τα άγρια χαράματα μέχρι τη μαύρη νύχτα, συζητάς στις πόρτες, στα καφενεία, στα πολιτικά γραφεία, σαν κυρά της γειτονιάς, χωρίς όμως να λες τίποτα.
Έτσι μου ’ρχεται να φωνάξω:
«Ρε συ, Νικολάκη, ρε… Μας πήρε ο διάολος ρέεε»…
Πού να καταλάβη και πού ν’ ακούση ο Νικολάκης! Που κυνηγάει μια τουρίστρια στην Πλάκα ή που συζητάει για τα υπέρ και τα κατά της Αλβανίας του Εμβέρ Χότζα ή της σοβιετίας του Λεονίντ Μπρέζνιεφ ή της λαμαρινόβιας της Ροζαλύν Κάρτερ.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ