Ακούω, στις πολύ καλή εκπμπή “Ανιχνεύσεις” της ΕΤ 2 τον Καθηγητή Βασαίλη Μαρκεζίνη να μι΄΄αει για την ευρωπαϊκή προπτική της “φίλης και γείτονος”. Διαβάστε λοιπόν τι έγραφα μερικά χρόνια πριν..
Σαν το τροπικό πτηνό κολίμπρι που μαγεύεται από τη κίνηση που κάνει το φίδι κόμπρα με αποτέλεσμα να το κάνει μία χαψιά έτσι και εγώ κάθε που ακούω έλληνα βουλευτή, υπουργό Εξωτερικών ή πρωθυπουργό να αναφέρεται στην «ευρωπαϊκή προοπτική» της Τουρκίας πέφτω σε έκσταση, νοιώθω μία καταληψία. Γιατί; Διότι η φράση «ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας» περιέχει μία παραισθησιογόνο ουσία, κάτι σαν το «χόρτο» δηλαδή, που με κάνει να βγάζω φτερααά (γι’ αυτό με τρία α). Όλη τη Τρίτη και για 12 ώρες (όσο διήρκεσε η επίσκεψη Ράϊς στην Αθήνα) κυκλοφορούσα «φτιαγμένος» αφού η φράση ακουγόταν στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις κάθε πέντε λεπτά. Μόνο σε μία τέτοια ουσία μπορώ να αποδώσω τη συμπεριφορά των ελλήνων επισήμων απέναντι στη «φίλη και σύμμαχό μας στο ΝΑΤΟ» αφού, ακόμα και ο πλέον άσχετος περί τα γεωστρατηγικά ξέρει ότι, μόνο ένα τμήμα της Τουρκίας (το «ευρωπαϊκό») έχει «ευρωπαϊκή προοπτική». Το νότιο τμήμα της χώρας θα γίνει Κουρδιστάν και θα απομείνει το κεντρικό που θα είναι μία «ξεδοντιασμένη» (αν ευοδωθούν τα σχέδια των αμερικανών) Τουρκία ανήμπορη να παίξει σοβαρό ρόλο στη περιοχή. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που, ο Τούρκος ΥΠ.ΕΞ Γκιούλ είπε στη Ράϊς ότι, οι ΗΠΑ πρέπει να μην επιτρέψουν τη δράση του PKK, το οποίο χαρακτήρισε «τρομοκρατικό». Ο γράφων πιστεύει ότι ποτέ η Τουρκία δεν θα επιτρέψει τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκεται ήδη σε πορεία σύγκρουσης με τις ΗΠΑ άρα και με την ΕΕ. Με λίγα λόγια όποιος πιστεύει ή βασίζει τη χάραξη της εξωτερικής του πολιτικής στην «ευρωπαϊκή προοπτική» της Τουρκία μάλλον βρίσκεται υπό την επήρεια ελαφριάς μορφής παραισθησιογόνων κι’ αυτό γιατί, μέχρι σήμερα, κάθε χώρα που ξεκίνησε ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ τις ολοκλήρωσε -με μεγαλύτερη ή μικρότερη καθυστέρηση- και κατέστη τελικά πλήρες μέλος της Ένωσης. Η περίπτωση της Τουρκίας παρουσιάζει μια σειρά από ιδιαιτερότητες. Ο τελικός στόχος των ενταξιακών διαπραγματεύσεων είναι να γίνει η Τουρκία πλήρες μέλος, υπάρχει (για πρώτη φορά σε ανάλογο κοινοτικό κείμενο) σαφής αναφορά ότι η όλη διαπραγμάτευση αποτελεί «open-ended process». Επίσης, η ΕΕ αναφέρει ρητά ότι διατηρεί το δικαίωμα να παγώσει ή να αναστείλει τις διαπραγματεύσεις, στην περίπτωση που η Τουρκία αρνείται να προσαρμοστεί στο κοινοτικό κεκτημένο. Η συγκεκριμένη ρήτρα αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την πορεία των σχέσεων Τουρκίας-ΕΕ εάν αναλογιστούμε ότι η Άγκυρα έχει αναλάβει την υποχρέωση να ανοίξει τα αεροδρόμια και τα λιμάνια της στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσα στο 2006. Η Τουρκία, ωστόσο, επιχειρεί να συνδέσει την εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσής της (εφαρμογή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Σύνδεσης με τα 25 κράτη-μέλη) προς την ΕΕ με την έμμεση αναγνώριση της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», χαρακτηρισμό που χρησιμοποίησε και η Κοντολίζα Ράις! Αν η στάση αυτή δε διαφοροποιηθεί, σύντομα θα φέρει την Άγκυρα αντιμέτωπη όχι μόνο με τη Λευκωσία και την Αθήνα, αλλά με ολόκληρη την ΕΕ.
Είναι ακόμα γνωστό ότι πολιτικές ηγεσίες σε αρκετές χώρες της Ένωσης (Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία κ.ά.) κάνουν ήδη δεύτερες σκέψεις για την προώθηση μιας «ειδικής σχέσης» με την Τουρκία, αντί της πλήρους ένταξης. Επίσης, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η κοινή γνώμη είναι αντίθετη με την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση, έστω και μετά από 10-15 χρόνια. Ακόμα και στη Βρετανία, θερμό υποστηρικτή της τουρκικής υποψηφιότητας, η κοινή γνώμη εμφανίζεται διχασμένη στο ζήτημα της τουρκικής ένταξης.
Ο Δρ Χριστόφορος Ψηλος, που διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμινγκχαμ, τη βοήθεια του οποίου ζήτησα για το θέμα αναφέρει ότι, «… πολιτισμικοί, οικονομικοί, πολιτικοί και θρησκευτικοί λόγοι ωθούν τις πολιτικές ελίτ της Ευρώπης σε δεύτερες σκέψεις όσον αφορά στην υποψηφιότητα της Τουρκίας. Η πραγματικότητα αυτή επηρεάζει τόσο την τουρκική πολιτική όσο και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η τουρκική κοινή γνώμη τις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ. Από τη μια, η νεο-ισλαμική κυβέρνηση του κ. Ερντογάν έχει χρησιμοποιήσει τον «παράγοντα ΕΕ» για να προωθήσει νομοθετικά μέτρα και πολιτικές δράσεις που περιορίζουν την ισχύ των αντιπάλων της κεμαλιστών. Μέχρι σήμερα, η κυβέρνηση του ΑΚΡ φαίνεται να ακολουθεί έναν υπόγειο πόλεμο τριβής με τους κεμαλιστές προκειμένου να εξασθενίσει, μέσω των οδηγιών της ΕΕ, τη θέση τους και να περάσει τη δική της πολιτική ατζέντα. Ωστόσο, την παρούσα στιγμή οι νεο-ισλαμιστές ηγέτες δε φαίνεται να έχουν ούτε τη βούληση ούτε τη δύναμη να προχωρήσουν στην πλήρη εναρμόνιση της Τουρκίας με το κοινοτικό κεκτημένο – δηλαδή σε ριζική μεταρρύθμιση των δομών και θεσμών του τουρκικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος….»
Βλέπουμε λοιπόν ότι, η ευρωπαϊκή προοπτική δεν είναι τόσο ευρωπαϊκή ακόμα και ανάμεσα στους …ευρωπαίους και οι μόνοι που δείχνουν (λόγω αδυναμίας και επαρχιωτισμού) πίστη σε αυτή είναι οι …Έλληνες!
Από την άλλη, το κεμαλικό στρατόπεδο, όταν νιώθει ότι απειλείται από κυβερνητικές δράσεις που εκπορεύονται από τα θεσμικά κέντρα των Βρυξελλών, χρησιμοποιεί την επιρροή του στη δημόσια ζωή και στα ΜΜΕ για να επιτείνει τον ευρωσκεπτικισμό της τουρκικής κοινής γνώμης. Δημόσιοι λειτουργοί και διαμορφωτές της κοινής γνώμης καταγγέλλουν την ΕΕ ως «κλειστό χριστιανικό κλαμπ» που συμπεριφέρεται ρατσιστικά απέναντι στους μουσουλμάνους, και δη τους Τούρκους. Επιπρόσθετα, τα συγκεκριμένα κέντρα φέρνουν στο προσκήνιο θέματα με ειδικό ψυχολογικό βάρος για τους Τούρκους, όπως το Κουρδικό ζήτημα και το Κυπριακό, με σκοπό να παρουσιάσουν την ΕΕ ως έναν οργανισμό που λειτουργεί ενάντια στα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας και υποστηρίζει τους εχθρούς της. Σαν αποτέλεσμα, η υποστήριξη των Τούρκων πολιτών προς την ΕΕ έχει σημειώσει τα τελευταία χρόνια σημαντική κάμψη (υπολογίζεται στο 58%, ενώ παλιότερα ήταν πάνω από 75%).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες αναφέρει ο Δρ Ψηλός«…η εμπλοκή της ΕΕ στην τουρκική πολιτική πραγματικότητα έχει προκαλέσει και πολιτικές παρενέργειες. Μία απ’ αυτές είναι η άνοδος του εθνικισμού. Μια εθνοκεντρική/εθνικιστική κοινωνία, όπως η τουρκική, δύσκολα μπορεί να συμφιλιωθεί με την αντίληψη ότι πανίσχυρα υπερεθνικά, πολιτικοοικονομικά κέντρα (όπως η ΕΕ) μπορούν να επεμβαίνουν στην εσωτερική πολιτική σκηνή ενός εθνικού κράτους και να επηρεάζουν το δημόσιο διάλογο και τις πολιτικές αποφάσεις. Για μια μουσουλμανική κοσμική χώρα η οποία αποτελεί εδώ και δεκαετίες «στρατιωτική δημοκρατία», η αποδοχή μιας τέτοιας πραγματικότητας καθίσταται ακόμη πιο δυσχερής. Με βάση αυτή τη συλλογιστική μπορεί να ερμηνευτεί η αύξηση του ρεύματος του ευρωσκεπτικισμού στην Τουρκία και η ενίσχυση των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων που το υποθάλπουν…»
Αν στα προηγούμενα προσθέσουμε και τη δράση του ακροδεξιού, υπερεθνικιστικού κινήματος της Εθνικιστικής Δράσης-ΜΗΚ («Γκρίζοι Λύκοι») του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, το οποίο δεν εκπροσωπείται στο Κοινοβούλιο αλλά, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις φέρεται να συγκεντρώνει το 17% του εκλογικού σώματος και να βρίσκεται δεύτερο στην πρόθεση ψήφου τότε βλέπουμε ότι, όσοι τυφλά επικαλούνται την ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος μάλλον έχουν κάνει χρήση πολιτικών και στρατηγικών παραισθησιογόνων που είναι 1000 φορές πιο επικίνδυνα από ένα αθώο joint. Εν αναμονή των εξελίξεων λοιπόν στο Ιράκ, στο Ιράν και στο Σουδάν παραμένω…