Παύλος Κλιματσάκης
Αφορμώμενος από τη διαμάχη που ξέσπασε τις τελευταίες εβδομάδες γύρω από την προβολή μιας τηλεοπτικής σειράς σχετικά με την επανάσταση του 1821, θα ήθελα να έκφράσω κάποιες σκέψεις αναφορικά προς ένα ιδεολογικό πρόβλημα που μοιάζει να ταλανίζει την χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά και να υποδείξω τον τρόπο της υπέρβασής του. Το περί ου ο λόγος πρόβλημα συνιστά μια βασική διχοτομία στη σκέψη πολλών Ελλήνων που επηρεάζει και τις λεγόμενες πολιτικές του πεποιθήσεις. Πρόκειται για το δίλημμα της αντίθεσης ανάμεσα στον εθνισμό και στον διεθνισμό. Ο πρώτος συχνά συνδέεται με το πολιτικό χαρακτηρισμό «δεξιός», ενώ ο δεύτερος με τον πολιτικό χαρακτηρισμό «αριστερός». Επίσης, πολλοί συνδέουν τις έννοιες αυτές με τις εκφράσεις «συντηρητικός» και «προοδευτικός» αντίστοιχα, και ακόμα περαπέρα με τους όρους οικονομικής πολιτικής «φιλελεύθερος» και «σοσιαλιστής». Θα ισχυριστώ ότι η αναφερθείσα αντίθεση συνιστά ψευτοδίλημμα, και ότι οι Έλληνες μπορούμε και πρέπει να σκεφθούμε πέρα από αυτούς τους ιδεολογικούς φραγμούς. Μέσα από αυτά πιστεύω ότι θα φανερωθεί το νόημα της επανάστασης του ΄21 ως οικουμενισμός. Τέλος θα εξηγήσω πώς μπορούμε να ωφεληθούμε από αυτήν την επίγνωση.
Η νεοελληνική ψυχοπαθολογία
Έλαβα ως αφετηρία την αναφερθείσα τηλεοπτική εκπομπή, διότι η προβολή της παρακίνησε συζητήσεις και διαμάχες που αντανακλούν τον εν λόγω ιδεολογικό διχασμό. Πριν από την μεταπολίτευση η πολιτική διχοστασία δεξιάς-αριστεράς στην Ελλάδα ελάμβανε την αφορμή της κυρίως από το ερώτημα, εάν οι δεξιές ή οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις εγγυώνται την πρόοδο και την κοινωνική δικαιοσύνη. Πιθανόν ακούγεται περίεργο, αλλά σήμερα το ερώτημα με βάση το οποίο εκδηλώνεται η πολιτική διχοστασία δεν είναι το ίδιο. Στις δεκαετίες μετά την μεταπολίτευση και με τα νέα δεδομένα της σταδιακής ολοκλήρωσης της ευρώπαϊκής ένωσης και της προβαίνουσας παγκοσμιοποίησης, το πρόβλημα ελάμβανε όλο και περισσότερο τη μορφή της διένεξης ανάμεσα στον εθνισμό και στο διεθνισμό. Δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα πού αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά πολλές χώρες. Η δε μετακίνηση και μείξη πληθυσμών, είτε οικονομικών μεταναστών είτε άλλου είδους, καθιστούσε το ζήτημα της συμβίωσης και της λεγόμενης πολυπολιτισμικότητας όλο και πιο οξύ.
Στην Ελλάδα πάντως, και στο βαθμό που και αυτή μετά την μεταπολίτευση ανοίχθηκε περισσότερο στις έξωθεν επιδράσεις (η ουσία των οποίων μου συνίσταται από πολιτιστική άποψη στην μηδενιστική και παγκοσμιοποιητική νοοτροπία που επισύρουν), δημιουργήθηκαν δύο κύρια πολιτιστικά ρεύματα (με διάφορα βεβαίως παρακλάδια), οι οποίες εκδηλώθηκαν και ως πολιτικές τάσεις. Αρχικά ετέθη το ζήτημα της ταυτότητας μας, το οποίο υποκίνησε την αναζήτηση της στο παρελθόν και στην παράδοση, τόσο το αρχαιοελληνικό όσο και το βυζαντινό ή ορθόδοξο. Αυτές οι δύο πλευρές, αν και παρουσιάζονται ως αντίθετες, έχουν ως κοινή ουσία την αναζήτηση της ταυτότητας μας στο παρελθόν. Η πραγματική αντίθεση σε αυτές τις δύο κατευθύνσεις ήταν μια άλλη τάση που παρουσιάστηκε λίγο αργότερα, ο εκσυγχρονισμός. Αυτός αρνήθηκε την αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας στο παρελθόν, προς το οποίο αδιαφόρησε, και εστράφηκε προς το παρόν, το οποίο βεβαίως αντιπροσωπεύεται από τις ισχυρές και προοδευμένες χώρες του δυτικού κόσμου. Σε αυτό το σημείο τοποθετείται μια αναστροφή. Η στροφή προς τον σύγχρονο κόσμο και τις δυνάμεις που αυτός αντιπροσωπεύει, π.χ. ισχυρή οικονομία, τεχνολογία, ελευθερία του ατόμου κλπ., σήμαινε την άρνηση της παραδοσιοκρατίας, η οποία δεν φαινόταν να μπορεί να συνεισφέρει τίποτε στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Αντίθετα, ο έξω κόσμος παρουσιαζόταν ισχυρός και προοδευτικός, αλλά και φορτωμένος με τα θέλγητρα της ευζωίας. Ωστόσο, και επειδή το μηδενιστικό πνεύμα με το οποίο συνδέεται ο σύγχρονος τρόπος ζωής, ήταν εξίσου φανερό, η παραδοσιοκρατία δεν εξαφανίστηκε, αλλά μάλλον έβρισκε όλο και περισσότερους υποστηρικτές.
Στη χώρα μας η διχοστασία ανάμεσα στην αγάπη για την παράδοση και τον έρωτα για τον εκσυγχρονισμό προκάλεσε και προκαλεί μια βαθιά ψυχοπαθολογία, ένα σχιζοφρενικό φαινόμενο, αφού μοιάζουμε να αγόμεθα τόσο προς την μία όσο και προς την άλλη κατεύθυνση, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να αξιοποιήσουμε καμία. Τον τελευταίο χρόνο η εκσυγχρονιστική τάση δέχθηκε λόγω της οικονομικής κρίσης ένα μεγάλο χτύπημα, αφού εφάνηκε ότι και ο δυτικός «ισχυρός» κόσμος είναι υποκείμενος στην φθορά. Βέβαια, και επειδή η επέκταση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα ήταν κυρίως αποτέλεσμα της δικής μας υπαιτιότητας, δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα και η εθνικιστική μας ματαιοδοξία, αφού για μια ακόμα φορά και μάλιστα τώρα σε αυξημένο βαθμό, αποδειχθήκαμε ανίκανοι να ακολουθήσουμε τον δυτικό κόσμο σε ό,τι καλό έχει. Η εθνική μας ψυχοπαθολογία απέκτησε τώρα μια βαρύτερη μορφή, η οποία οφείλεται στο ότι είναι αδύνατο να συνδυάσουμε εντός μας το εθνικό μεγαλείο του παρελθόντος με την απίστευτη σύγχρονη κακομοιριά ή μάλλον ανικανότητα. Αυτό που όλοι αναρωτιούνται είναι: πώς καταντήσαμε έτσι;
Για να επιστρέψουμε για μια στιγμή στην αφορμή αυτών των σκέψεων, δηλαδή την τηλεοπτική σειρά για το 1821, θα παρατηρούσαμε ότι εκείνη η πλευρά που ονομάσαμε εκσυγχρονιστική, συνδέθηκε στην Ελλάδα για διάφορους λόγους με τον αριστερισμό, ενώ η άλλη πλευρά, εκείνη της παραδοσιοκρατίας, συνδέθηκε πολιτικά με την δεξιά, όποιες συνιστώσες και εάν έχει αυτή. Βέβαια, στην πράξη τόσο δεξιοί όσο και αριστεροί εναλλάσσουν τους ρόλους, και εκδηλώνονται ως διεθνιστές και εθνιστές ή πατριώτες, αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, το «δεξιά» και «αριστερά» είναι εν προκειμένω μάλλον μια πρόφαση για να παριστάνουμε τους διαφορετικούς και μάλιστα τους αντιμαχόμενους, ενώ στην πραγματικότητα ακολουθούμε την ίδια κατ’ ουσίαν νοοτροπία. Από οικονομική άποψη ένας δεξιός μπορεί λόγω οικονομικού φιλελευθερισμού να νοηθεί ως διεθνιστής, ενώ ένας αριστερός από πολιτική άποψη δεν θα αρνειτο, συνήθως, τον πατριωτισμό του.
Η ουσία του θεματός μας
Μια ακόμα παρατήρηση, προτού φτάσουμε στην ουσία του θέματός μας. Ένα ζήτημα που προκάλεσε αναστάτωση κατά την προβολή της σειράς είχε να κάνει με τον προβληματισμό σχετικά με τη συνέχεια της ελληνικής φυλής στο χρόνο, και σχετικά με το εάν η ελληνική επανάσταση έδωσε την αφορμή σχηματισμού αυτού που σήμερα ονομάζουμε ελληνικό έθνος και ελληνικό κράτος. Οι θιασώτες των δύο διαφορετικών απόψεων κονταροχτυπιούνται ιδεολογικά, αντιλαμβανόμενοι οι μεν τους δε μέσα από τις αναφερθείσες αντιθέσεις εθνιστές-διεθνιστές, εκσυγχρονιστές-παραδοσιοκρατές, δεξιοί-αριστεροί. Ωστόσο, ήδη και η πιο επιφανειακή εξέταση του αναφερθέντος διλήμματος σχετικά με τη συνέχεια της ελληνικής φυλής αποδεικνύει ότι πρόκειται περί ψευδοπροβλήματος, αφού βεβαίως και οι δύο πλευρές ισχύουν. Δηλαδή, η συγκεκριμένη πραγματικότητα συνίσταται όχι στις αφαιρέσεις που έχουν στα μυαλά τους οι εκατέρωθεν ιστορικοί, αλλά στο ότι αφενός οι Έλληνες βεβαίως και διατήρησαν την ιστορική τους συνέχεια, αλλά και ότι ταυτόχρονα μεταλλάχθηκαν και συνεχίζουν να μεταλλάσσονται. Με την επανάσταση του 1821 προέκυψε βεβαίως μια νέα ιστορική συνείδηση για τον ελληνισμό, η οποία μάλιστα επιδιώκει να αποκρυσταλλωθεί. Βεβαίως είμαστε Έλληνες, αλλά είμαστε και Νέο-έλληνες, διότι ζούμε σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες.
Πού καταλήγουν όμως αυτές οι παρατηρήσεις; Τί μπορούμε να μάθουμε από το ότι η αντίθεση εθνισμός-διεθνισμός είναι ψευδοπρόβλημα; Μπορούμε να μάθουμε και να κατανοήσουμε πολλά, εάν τα δούμε κάτω από το σωστό πρίσμα. Ας στραφούμε και πάλι στο παράδειγμα της επανάστασης του 1821. Αντί να κατατριβόμαστε με τις φλυαρίες των ιστορικών και των φιλολόγων, οι οποίοι από άλλη άποψη προσφέρουν σημαντική υπηρεσία στη γνώση, πρέπει να δούμε την ουσία του θέματος. Και ποια είναι αυτή η ουσία, θα αναρωτηθεί κανείς δικαιολογημένα. Ας δούμε καταρχήν τι δεν ανήκει στην ουσία του θέματος. Αυτό το οποίο καλούμαστε να κατανοήσουμε άραγε σε σχεση με την ελληνική επανάσταση είναι οι κάθε είδους συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε; Πρέπει, ας πούμε, να γνωρίσουμε το ιστορικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο τα εποχής; Και τι θα μπορούσε να μας διδάξει αυτή η γνώση; Μπορεί, για παράδειγμα, να μας διδάξει γιατί έλαβε χώρα η ελληνική επανάσταση, όπως θα ήθελαν οι εκσυγχρονιστές ιστορικοί; Μπορεί η διερεύνηση του ιστορικού υλικού αφετέρου να αποδείξει κάποια φυλετική συνέχεια, όπως θα ήθελαν οι παραδοσιοκράτες; Και τι νόημα πρέπει να αποδώσουμε σε αυτή; Πρόκειται για κάποιου είδους μεταφυσική ιδιότητα του ελληνικού έθνους;
Ποια είναι λοιπόν η ουσία του ζητήματος, η οποία δεν έρχεται στο φως ούτε από την εθνιστική-παραδοσιοκρατική ούτε και από την διεθνιστική-εκσυγχρονιστική θεώρηση του; Η ουσία έχει αφενός να κάνει με το στοιχείο εκείνο το οποίο αναδεικνύει το θεϊκό στοιχείο στον άνθρωπο και τους πρωταγωνιστές ως φορείς του, και αφετέρου αποκαλύπτει τη θεία πρόνοια στην ιστορία, και ως εκ τούτου το νόημα της ίδιας της ιστορίας. Θα αρχίσω από το δεύτερο: η επανάσταση είναι το ιστορικό γεγονός με τον οποίο αναγεννάται και επανατοποθετείται στο ιστορικό προσκήνιο το γένος των Ελλήνων. Αυτό το γεγονός δηλώνει ότι επανέρχεται στο προσκήνιο η ανάγκη της αναζήτησης του Αληθούς, καθώς η Ευρώπη εντωμεταξύ έμπαινε στην εποχή του μηδενισμού. Η Ελλάδα είναι επιφορτισμένη εξαιτίας της βαριάς πολιτιστικής της κληρονομιάς με το να «έλθει εις εαυτόν» και να διεκδικήσει εκ νέου την αλήθεια της γνώσης του όντος. Αυτός είναι ο κοσμοϊστορικός ρόλος της Ελλάδας, όχι να γίνει σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος (χωρίς αυτό να αποκλείει τα προτερήματα εκείνων των κρατών), αφού ο θησαυρός μας είναι πνευματικός και όχι υλικός. Η επανάσταση αποκαλύπτει περαιτέρω την ουσία του ανθρώπου, διότι δείχνει το υπερούσιο στοιχείο εντός των ηρώων. Ήρωες ήταν όλοι οι επαναστάτες, αν και κάποιοι διακρίθηκαν ιδιαιτέρως. Οι ήρωες του 1821, όπως και οι ήρωες του ΄40, καταδεικνύουν την αλήθεια της ανθρώπινης φύσεως, ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, καθώς είναι σε θέση να υπερβαίνει το φυσικό του στοιχείο, να γίνεται «υπερ φύσιν», θυσιαζόμενος.
Η επανάσταση μάς διδάσκει, περαιτέρω, ότι όποιος θέλει να είναι ελεύθερος, δεν πρέπει να φοβάται τον θάνατο, διότι διαφορετικά θα είναι αναγκασμένος να ζει στη σκλαβιά της αδυναμίας να υπερβεί τη αμεσότητα της υπάρξεώς του, και επομένως θα είναι νεκρός, αν και ζων. Οι επαναστάτες είχαν σαφή συνείδηση ότι εμάχοντο για την αγία πίστη του Χριστού, πρώτον, και την ελευθερία της πατρίδος, δεύτερον, και ότι αυτά τα δύο είναι το ίδιο. Είχαν, με άλλα λόγια σαφή συνείδηση της ελληνικότητάς τους και σε τι συνίσταται η ελληνικότητά τους. Είχαν δηλαδή την επίγνωση ότι τα ιδανικά τους ήταν οικουμενικά, όχι απλώς εθνικά. Δεν ενδιαφέρονταν, με άλλα λόγια να σώσουν τον ελληνισμό για να σώσουν τη συνέχεια της φυλής, αλλά γιατί το έθνος έχει οικουμενική σημασία. Η επανάσταση δεν ήταν βεβαίως αστική επανάσταση, αυτά είναι αστεία πράγματα, αλλά η επάνασταση ενός κόσμου, μιας συνείδησης που έχει σημασία για τη σωτηρία του οικουμενικού ανθρώπου. Ενόσω λοιπόν το μηδενιστικό σκοτάδι απλωνόταν σταδιακά πάνω από την Ευρώπη, αναγεννάται η έννοια της σωτηρίας του ανθρώπου. Αυτή η έννοια αποτελεί τώρα την καθοδηγητική αρχή που μπορεί να μας οδηγήσει να ξεφύγουμε από τις μιζέριες, στις οποίες καταπέσαμε, καταντροπιάζοντας εκείνους τους ηρωικούς ανθρώπους. Αλλά σε αυτό το ζήτημα πρέπει να επανέλθουμε.
Ο απολυτοποιημένος εθνισμός και ο απολυτοποιημένος διεθνισμός αποτελούν επομένως αφηρημένες προσεγγίσεις της πάντοτε συγκεκριμένης πραγματικότητας. Το αληθές είναι επίσης συγκεκριμένο, και το συγκεκριμένο έχει εν προκειμένω το νόημα ότι η διχασμένη νεοελληνική συνείδηση πρέπει να οδηγηθεί στη σύνθεση της παραδοσιοκρατικής και της εκσυγχρονιστικής πλευράς της, ώστε να καταστεί οικουμενική. Αυτό είναι το έργο που πρέπει να αναλάβουμε εμείς, οι απόγονοι εκείνων των ηρώων. Μέχρι τότε:
«αυτόν τον λόγο θα σας πώ, δεν έχω άλλον κανένα, μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του ΄21».
πηγή: antifono.gr
One comment
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ