Το είδα στο Terrapepers και μου άρεσε…
«Δεν είναι νεκρό αυτό που αιώνια μπορεί να περιμένει κι έπειτα από το πέρασμα παράξενων αιώνων, ακόμη κι ο θάνατος μπορεί να πεθάνει…» Ποιος μπορεί να μιλήσει στ’ αλήθεια για το πεπρωμένο των ανθρώπων που…
«Δεν είναι νεκρό αυτό που αιώνια μπορεί να περιμένει κι έπειτα από το πέρασμα παράξενων αιώνων, ακόμη κι ο θάνατος μπορεί να πεθάνει…»
Ποιος μπορεί να μιλήσει στ’ αλήθεια για το πεπρωμένο των ανθρώπων που χάθηκαν και για τους άμετρους Χρόνους που άφησαν πίσω τους; Οι γνώσεις, τα όνειρα, η ροή της πληροφορίας, οι αναμνήσεις, τα οράματα, οι φαντασιώσεις, τα περιστατικά, οι εικόνες, τα πάντα, μπερδεύονται και φτιάχνουν το πιο περίτεχνο αραβούργημα που θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ ένας άνθρωπος με τη φτωχή του φαντασία. Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μέσα στην κοσμική δίνη του Χρόνου, που γεννά και καταστρέφει πρόσωπα και φωνές, μνήμες και ιστορίες; Όλα χάνονται και όλα έρχονται και όλα φεύγουν και όλα έρχονται και θα ξανάρχονται ξανά και ξανά. Τίποτε δε χάνεται. Κάποιος ατέρμων νους το θυμάται. Το ξαναζεί. Το αναπολεί. Το ονειρεύεται. Ταξιδεύει στη Μοναξιά του Χρόνου.
Ο Χρόνος είναι ψέματα. Η θέα από το παράθυρο του 2ου ορόφου στις 18:30΄ το απόγευμα στις 28 Φεβρουαρίου 1931, ίδια είναι με τη θέα μιας συννεφοκόκκινης κοιλάδας από την κορυφή ενός λόφου ονειρικού σε όνειρο της νύχτας της 14ης Δεκεμβρίου 1917, ίδια είναι με τη γκραβούρα που χάραξε το χέρι του Ντορέ σε σελίδα της Μπαλάντας του Αρχαίου Ναυτικού του Κόλλεριτζ, ίδια είναι με την ανάμνηση που έρχεται και ξανάρχεται για έναν κήπο παιδικό γεμάτο μικρά αγάλματα στο σούρουπο, για ένα πύργο στη φουρτουνιασμένη παραλία πριν από χρόνους αμέτρητους, ίδια είναι με τη θέα απ’ το παράθυρο του τραίνου που ταξιδεύει στο δειλινό της 6ης Μα@ου 1928 για μια πόλη μακρινή. Ίδια με αυτό που είδε ένα ζευγάρι μάτια στο δειλινό της 17ης Δεκεμβρίου 1922 στο Μάρμπλχεντ.
Ο Χρόνος είναι ψέματα. Όλα τα βιβλία γράφηκαν την ίδια στιγμή, μια ανείπωτη, απερίγραπτη στιγμή, που πλέει ατέρμονα στη θάλασσα της αιωνιότητας, που δεν άρχισε ποτέ και δεν τελείωσε ποτέ. Κανένας άνθρωπος δεν τα διάβασε. Ποτέ δεν παραδόθηκε η Ρώμη στους βαρβάρους, ποτέ δεν ξεψύχησε ο Πόε φτωχός και μεθυσμένος στη Βαλτιμόρη, γιατί το 1849 είναι ένας τόπος απρόσιτος που τον ονειρεύονται τα βιβλία, είναι ένας τόπος που ταξιδεύει ατέλειωτα στο παράξενο ημίφως του γαλαξία, το πρόσωπο του Ηράκλειτου είναι ζωγραφισμένο πάνω στο δίσκο της πανσελήνου, ήταν εκεί ακόμη και τότε που αυτός ονειρευόταν τις φωτιές μέσα στη νύχτα σε μια έρημη ελληνική εξοχή, αλλά και μέσα σ’ ένα καθρέφτη όταν κοιτάχτηκε μια κρύα νύχτα ενός αιωνόβιου χειμώνα ο Ρότζερ Μπέηκον.
Και μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα του Τζων Ντη, που του την έδωσε ένα απόγευμα ένας άγγελος που πετούσε έξω απ’ το παράθυρό του, ο ίδιος άγγελος που ονειρεύτηκαν ο Μπλέηκ κι ο Σβέντενμποργκ, εκείνος που διακρίνεται σε μια σταγόνα νερού που στάζει από τη βρύση ενός σπιτιού που χάθηκε στην άβυσσο του Χρόνου του 1966, αλλά δεν τον είδε κανείς, «άγγελε, που είσαι όλο χαρά, ευτυχία και φως μονάχα, ξέρεις την αδικία, τις θλίψεις, τα ντροπιάσματα, την άγνοια και την πλήξη;» γράφει ο Μπωντλαίρ γι’ αυτόν, αιώνες μακριά απ’ οπουδήποτε, έχοντας το ίδιο χαμένο βλέμμα που είχε για λίγο η Γκοζίμα στις 22:17’ μιας Κυριακής, όταν ο Νίτσε της φώναξε «σ’ αγαπώ», κι όταν την ίδια στιγμή ένα ελάφι στο Κεμπέκ κοιτούσε τις κορυφές των δέντρων που έπαιζαν με τον άνεμο μέσα στη νύχτα, τον ίδιο άνεμο που φύσηξε απ’ το ανοιχτό παράθυρο και κυμάτισε τις κουρτίνες μέσα στο δωμάτιο του Χάουαρντ Λάβκραφτ ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του 1937, κι αυτός δεν το ’ξερε ότι σε πέντε μέρες θα πεθάνει.
Άνθρωποι που χάθηκαν μέσα στους καιρούς.
Ένα άλογο που τρέχει αφηνιασμένο στα σοκάκια, ηλιοβασίλεμα λουσμένο μ’ αναμνήσεις, μια ερημική παραλία μ’ έναν ύποπτο άνεμο, ένα υπόγειο δωμάτιο και ψιθυριστές ιστορίες, κάποιος παίζει πιάνο σ’ ένα ψηλό σπίτι, κάποιος βαδίζει μόνος κι είναι νύχτα, ένα κορίτσι τρέχει προς το πανηγύρι, ένα εγκαταλειμμένο σπίτι που πρέπει να το εξερευνήσουμε, ένα όνειρο που το ξέχασα. Κάποιος βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και πυροβολεί τον Ιούλιο Βερν. Η Καρδιά του Σκοταδιού και η Ουλαλούμη. Ο Τζακ Λόντον βάζει το ρεβόλβερ στον κρόταφο, ένα τραγούδι από ένα μακρινό τόπο, κάποιος ουρλιάζει τα βράδια στις γειτονιές, ένας γέρος με τρελό μάτι ψάχνει στα σκουπίδια, ο Καμύ στρίβει τη γωνία για το δυστύχημα, ένας προδότης στο εκτελεστικό απόσπασμα, μια παρέα παιδιών κυνηγά μια γάτα, τα μάτια της κοιτούν με αγωνία τον ουρανό, ένας φτωχός ποιητής πουλάει στο καφενείο τα ποιήματά του για τον Λόρκα, κορίτσια που γελούν ανέμελα, ένα τηλέφωνο που χτυπά αλλά κανείς δεν το σηκώνει, ένας στρατιώτης στη σκοπιά σημαδεύει το φεγγάρι, από τον ουρανό κατεβαίνει η Νέα Ιερουσαλήμ, προσγειώνεται χωρίς κανείς να την δει.
Κάποιος βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και πυροβολεί τον Ιούλιο Βερν.
Η χαμένη αλληλογραφία του Λάβκραφτ, το χαμόγελο του συνταγματάρχη Τσέρτσγουορντ, ο Ρεμπώ λαθρέμπορος όπλων στην Αβησσυνία, μια θολή ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ρόμπερτ Τσέημπερς, ένας παλιός δίσκος του Ντοκ Γουάτσον του τυφλού βάρδου, η φυματίωση του Χανκ Γουίλιαμς, μια ταινία με τη θλίψη του Μπόρχες, παλεύει ο Χουντίνι με τις αλυσίδες στο βυθό ενός ποταμού, ο Μπέλα Λουγκόσι τρελάθηκε και πίστευε πως είναι ο Ντράκουλα, ένα σημείωμα που έγραψε ο Σκοττ μέσα σ’ ένα αντίσκηνο στην Ανταρκτική, ένα σκουριασμένο σπαθί που κάποτε το χάιδεψε ο Σαλαντίν, κι ένα όνειρο του Φραντς Κάφκα.
Ο Μέλβιλ στο Μόμπυ Ντικ γράφει σελίδες επί σελίδων για να περιγράψει την τρομερή λευκότητα της φάλαινας, ο Καρυωτάκης δίπλα στο κύμα κάπου στην Πρέβεζα οπλίζει το πιστόλι, κι ο Κουράνις ακόμη βασιλεύει στην Σεμελφαις και στην Σεράνιαν, κοιμάται ο Κθούλου κι ονειρεύεται στο βυθισμένο παλάτι του στο βυθό του Ειρηνικού, κι ένας ζωγράφος που ταξιδεύει από πίνακα σε πίνακα δεν έχει να πληρώσει το ρεύμα, φτωχός ο Βιλλιέ ντε Λιλ Αντάμ γράφει τα διηγήματά του πάνω στις χαρτοπετσέτες ενός καπηλειού, κανείς δεν είδε το απερίγραπτο βλέμμα του κύκνου που πέταξε πάνω από τις καλαμιές προς τα δυτικά χθες το βραδάκι.
Πριν την αρχή του Χρόνου ένας άνθρωπος γυμνός ανακαλύπτει την φωτιά και μια μάγισσα τραγουδά μέσα στις φλόγες μιας πυρράς που δεν την άναψε ακόμη η Ιερά Εξέταση. Ένα τραίνο παλιό παίζει ρυθμούς πάνω στις ράγες του σιδηρόδρομου και νανουρίζει το δεκανέα Χίτλερ σ’ ένα ταξίδι προς την Βιέννη, κι η Ιρλανδία είναι ελεύθερη, στην Ελλάδα κανείς δεν άκουσε ακόμη για τον Όμηρο, κι ο Γκυ ντε Μωπασάν γράφει την τελευταία γραμμή του Χόρλα, ένα πλάσμα αόρατο τον παρακολουθεί, κι ο καπνός από το τσιγάρο μου ίδιος είναι μ’ εκείνον που σκέπασε την βιβλιοθήκη στην Αλεξάνδρεια.
Ο Χρόνος είναι ψέματα. Κι ο Κόνγουεη ψάχνει ακόμα για τη Σάνγκρι-Λα. Βυθισμένα πλοία, μια λίμνη γαλήνια δίπλα σ’ ένα γαλάζιο βουνό, ένας μαυροντυμένος φίλος τραγουδά το Santa Lucia, η Ρώμη φλέγεται, χαράματα, ο Φίλιπ Ντικ γράφει το τελευταίο του διήγημα, ο ίδιος δεν το ξέρει, ο Λάβκραφτ ζεσταίνει νερό για τσάι, ο θάνατος βαδίζει αργά και έρχεται, όλο έρχεται, σε λίγο θα ‘ναι εδώ, ποιος ξέρει από ποια πόρτα θα μπει. Την τελευταία στιγμή πόθησε το χαμόγελο μιας γυναίκας, ένα κρασί που έπινε μαζί με φίλους καρδιακούς, τη μυρωδιά του χώματος μετά τη βροχή, ένα βιβλίο γαλλικής ποίησης, ακόμη κι ο Νερβάλ είναι νεκρός, στρώσαμε την κληρονομιά μας πάνω σε νεκρούς, που δεν το ήξεραν, ακόμη και την τελευταία στιγμή.
Πριν ξεψυχήσει, ο Έντγκαρ Πόε ψιθύρισε: «Κύριε, βοήθησε την φτωχή μου ψυχή»
Το Κοράνι γράφει: «Ο Κύριός σου δε σε εγκατέλειψε. Δε σε βρήκε ορφανό και σου έδωσε στέγη; Δεν σε βρήκε διψασμένο και σου έδωσε νερό;» Θυμήσου, Κύριε, τον Άρθουρ Μάχεν, που περπάτησε πάνω στους λόφους του ονείρου κι έγραψε κάποτε σε μια σελίδα ημερολογίου: «Ενώ εγώ βρίσκομαι εντελώς μόνος, μέσα στο μικρό δωμάτιό μου, χωρίς φίλους, έρημος. Συνειδητοποιώντας ως το βάθος της καρδιάς μου την ολοκληρωτική μου αδεξιότητα. Κι όσες φορές σκέφτηκα να δοκιμάσω να χειριστώ τον υπέροχο λόγο της Λογοτεχνίας, περιπλανιέμαι αμήχανος μέσα στον κόσμο της φαντασίας, χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Αναζητώ ψηλαφώντας το δρόμο μου, όπως ένας τυφλός, και χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, όπως ένας τυφλός. Κανείς δε με βοηθά, δεν έχω κανένα φίλο, κανένα να με συμβουλέψει, κανένα να με παρηγορήσει»
Οι Θεοί με μάτια πύρινα τριγυρνούν στην πόλη,
μια σκιά σ’ ένα παράθυρο αγναντεύει τους δρόμους,
άνθρωποι που εξαφανίστηκαν το βράδυ, καθώς γύριζαν στο σπίτι.
@Παντελής Γιαννουλάκης / περιοδικό Strange