Καθισμένοι ένα γύρω απ’ τη φωτιά που ‘καιγε στητή μέσα στην ακίνητη νύχτα προσπαθούσαμε, όλοι οι άνθρωποι της πόλης και του τσιμέντου, να εξηγήσουμε τι ήταν τούτο που μας βρήκε.
Προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε πώς, λίγα κούτσουρα που άναβαν, ένα κύμα που ‘σκαγε στην αμμουδιά κι ένα μαύρο σεντόνι γεμάτο εκατομμύρια τρύπες που κάλυπτε το θόλο απ’ τη μια άκρη στην άλλη κατάφερναν αυτό το θαύμα, άνθρωποι σκληροί και κουρασμένοι, απηυδισμένοι και γεμάτοι πίκρα να στέκουν εκεί, στην ακροθαλασσιά του νησιού και να ξαναζούν τις καλοκαιρινές νύχτες της νιότης τους, να τραγουδάνε όχι πιο δυνατά απ’ το κύμα και ν’ ακούνε πιο ήσυχα απ’ τη νύχτα.
Κάθε καλοκαίρι, αν η δουλειά το επιτρέπει, τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου κατά συνήθεια, μαζευόμαστε στο νησί από κάθε γωνιά της Ελλάδας για ν’ ανοίξουμε ένα λακκάκι στην άμμο, να μαζέψουμε λίγα κούτσουρα και να κάτσουμε γύρω στη μικρή φωτιά ν’ ακούσουμε το Νίκο να τραγουδάει τα τραγούδια του και να τον συνοδεύει ο αδερφός του ο Τίμων κι η κομπανία της πόλης.
Ξέρω ότι δε θα του αρέσει του Νικόλα Μωραϊτόπουλου που φανερώνω το μυστικό του έτσι που ‘χει διαλέξει να φύγει μακριά στη Στοκχόλμη κι εκεί να παίζει χρόνια τώρα και να τραγουδάει για τους ξενιτεμένους Έλληνες. Κι εμένα δε μου αρέσει γιατί ούτε «καλλιτεχνικός» συντάκτης είμαι ούτε που θέλω να γίνω αλλά, να… Αργά ή γρήγορα ο Νικόλας θα ‘ρθει στην πατρίδα του και τα τραγούδια του θα τ’ ακούσετε κι εσείς και θα δείτε πόσο δίκιο είχα.
Καθόμαστε λοιπόν γύρω στη φωτιά κι ο Νικόλας και ο Τίμωνας λένε τον Μηχανοδηγό και το Τραγούδι της Ειρήνης και τ’ άλλο για μια κοπελιά σε μια διαδήλωση και μετά κάνουν ένα πήδο και πάνε στην Ήπειρο και λένε τα Παιδιά της Σαμαρίνας μ’ όλους τους γενναίους στίχους και το Γιάννο μου το μαντήλι σου, και μετά άλλος πήδος και λένε τραγούδια της Σμύρνης και μετά το Τζιβαέρι και τον γέρο- Δήμο και μετά τραγούδια του Μοριά και της Ρούμελης και της Δωδεκανήσου κι άλλα της Ήπειρος και της Μακεδονίας και παλιά ρεμπέτικα και τραγούδια του Χατζιδάκη και του Θοδωράκη και πάλι δυο τραγούδια- μπαλάντες του Νικόλα και παίρνει ο διάολος, τη νύχτα που κατεβαίνει, κατεβαίνει, κατεβαίνει και κλείνει γύρω μας και δεν υπάρχουν παρά τα τραγούδια του Νικόλα και μια Ελλάδα που βρίσκεται σ’ όλων τις καρδιές αλλά που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.
Κάθε καλοκαίρι που τα μάγια της αμμουδιάς, της αυγουστιάτικης νύχτας, της θάλασσας του Αιγαίου και της φωνής και της κιθάρας του Νικόλα καταφέρνουν να μας κάνουνε πάλι ανθρώπους, ακούμε τα τραγούδια της πατρίδας μας και να η πίκρα για τα χαμένα χρόνια που γεμίζει το στόμα μας…
Όταν ήμαστε μικρά ο γέρο- Δήμος ήταν «φουστανέλα» και το Τζιβαέρι «βλάχικο». Όταν ήμαστε στο σχολειό μας μάθαιναν το φρερεζάκε ντορεμί και το κλειδί του σολ, που να το ‘χα τώρα αληθινό, να ζυγίζει δέκα κιλά, να το κοπανίσω στο κεφάλι αυτουνού που διάταξε το μάθημα της Ωδικής.
Κάθε καλοκαίρι καθόμαστε εκεί γύρω κι ακούμε τα λόγια των δημοτικών μας τραγουδιών και δεν μπορούμε ν’ αντέξουμε την ομορφιά και την αληθινή ποίηση που ‘βγαινε από τους περήφανους γέρους και τις γριές που δούλευαν σκυφτοί ολάκερη ζωή αντί να κάνουνε κριτική σε τζογλανοπαρέες στα παγωτατζίδικα και τις ντισκοτέκ και στα σαλόνια όπου υπάρχουν έπιπλα με σημασία.
Όλο το χρόνο οι περισσότεροι από την παρέα σκεφτόμαστε αυτές τις δέκα μέρες στο νησί. Χωμένοι μέχρι τ’ αυτιά στα οπτικο-ακουστικά σκουπίδια που εξαπολύονται από τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, μπουκωμένοι από τα σιρόπια των ελιτίστικων ξεσπασμάτων του ραδιοφώνου και των υπαίθριων θεάτρων όπου εκσφενδονίζεται μουσική με σημασία, περιμένουμε τον Αύγουστο σαν καθαρτήριο.
Κάτω απ’ το μύλο, δίπλα στα δίχτυα του Σταμάτη και τ’ Αλέκου, του Θόδωρου και του Ζαχαριά κάνουμε ένα γύρο γύρω απ’ το Νικόλα και τον Τίμωνα κι ακούμε για το Διγενή και τον Ερωτόκριτο και σκεφτόμαστε πώς αυτή η Ελλάδα θα μπορούσε να ήταν όμορφη χώρα αν δεν την είχαν πουλήσει τόσο πολύ στους Βαυαρούς και τους Φράγκους, τους Αμερικάνους και σ’ όσους έφεραν τις μουσικές τους και τις αρχιτεκτονικές τους, τις συνήθειές τους και τις ντισκοτέκ τους…
Κάτω απ’ το μύλο η ώρα είναι κοντά δύο το πρωί κι ο Νικόλας τραγουδάει Επιφάνεια Αβέρωφ κι από μακριά ακούγεται παραμορφωμένη απ’ τα μεγάφωνα κραυγή κάποιου Φράγκου που λέει «μπέιμπυ, μπέιμπυ, μπέιμπυ… άι λοβ γιου γιε, γιε, γιε…».
Φαντάζομαι τους νεαρούς νησιώτες που ξεμεσάζονται καθώς ο Νικόλας τραγουδά:
«…καλύτερα γνωρίζω τι αρνιέμαι, παρά τι ξεκινάω για να βρω…».
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ