Aν πω ότι πρόκειται για μαρτύριο, οι «40 something» θα χαμογελάσουν ειρωνικά, οι 40-50 θα σταματήσουν για ένα-δυο λεπτά και μετά θα διώξουν τις κακές σκέψεις και μόνο οι άνω των 50 θα καταλάβουν πόσο μεγάλος είναι ο πόνος που αισθάνεται κανείς όταν απλώς θυμάται! Κάτι έγραψα στον προηγούμενο Αντίλογο μετά την επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη, αλλά φαίνεται ότι η «ασθένεια» δεν περνάει. Οι εικόνες από τους παλιούς φίλους (ή από τα παλιά αυτοκίνητα!) έρχονται όπου κι αν βρίσκεσαι, ακόμα και την ώρα που περιμένεις στα «φανάρια».

Όπως όταν βλέπεις ένα απ’ αυτά τα μουτράκια, που δεν είναι πάνω από 6, να σε πλησιάζει, να σε κοιτάει στα μάτια και να λέει: δώσε κάνα φράγκο, κύριος.

Τι μου θυμίζει αυτή η σκηνή; Εμένα! Και μια παρέα παγωμένων παιδιών να περπατάει στους δρόμους της Αθήνας τη δεκαετία του ‘40 και να παρακαλεί τους διαβάτες για λίγα χρήματα ή φαγητό. Όσα ήταν τυχερά έτρωγαν τον τραχανά ή τις χυλοπίτες που έφτιαχνε η μητέρα, αλλά ήταν και οι φίλοι που δεν είχαν. Γι’ αυτό ζητιανεύαμε! Κι αν μας έδιναν λίγα χαρούπια και κανένα κομμάτι μπομπότα, το έπαιρναν τα παιδιά που δεν είχαν ή το δίναμε στις δύο γιαγιές που έμεναν στο μικρό πεντακάθαρο πλινθόκτιστο της οδού Φωτομάρα και Ιγγλέση, κι αυτές μας φίλευαν λουκούμι που τους το ‘στελναν οι αδελφές τους απ’ τη Σύρο. Όμως οι φατσούλες των φαναριών δε θυμίζουν μόνο τις κακές στιγμές. Μόνο αν είχα μια φωτογραφία (στην οικογένειά μας δεν είχαμε την πολυτέλεια) θα βλέπατε ότι το κόψιμο ήταν λίγο-πολύ ίδιο: κούρεμα «γουλί» με μια «φράντζα» εμπρός, κοντά παντελόνια και γόνατα γεμάτα πληγές. Παιδιά του πολέμου, του μεγάλου πολέμου και του εμφύλιου, που σε αντίθεση με δεκάδες σημερινούς φλώρους μεγάλωσαν παίζοντας με σφαίρες που τις «άνοιγαν» για να πάρουν το μπαρούτι και να φτιάξουν «τρίγωνα» για το Πάσχα ή για να στείλουν ψηλά τον ντενεκέ της ασετιλίνης.

Οι νεότεροι ούτε που καταλαβαίνετε τι λέω, έτσι; «Τι σφαίρες και κάλυκες μάς τσαμπουνάει ο Καββαθάς», θα λέτε, «και τι είναι αυτά με τους ντενεκέδες ασετιλίνης».

Νερό, λάσπη, ασετιλίνη, ένα κονσερβοκούτι, ένα φυτίλι και να η εκτόξευση του πυραύλου, στο βουνό, στη συνοικία του Νέου Κόσμου, πάνω απ’ τον Άγιο Παντελεήμονα Ιλισού.

Όταν βρω χρόνο, θα τα γράψω, για να μάθουν όσοι ενδιαφέρονται πώς μεγάλωσαν τα παιδιά μιας άλλης γενιάς που δε μεγάλωσαν (ή δε μεγαλώνουν) όπως πολλά από τα σημερινά μαμμόθρεφτα υβρίδια.

Τι είπατε; Οι εποχές αλλάζουν; Όχι, αν μεγαλώνεις στο Σαράγεβο, στη Νίκαια, στα περίχωρα του Καΐρου ή στα «σλαμ» της Νέας Υόρκης. Γι’ αυτά τα παιδιά οι εποχές είναι ίδιες. Για τα άλλα, γι’ αυτά που μεγαλώνουν στα μεγαλοαστικά σπίτια με τρεις φιλιππινέζες και μία «παιδαγωγό», που οι μητέρες τους είναι κατάκοπες (από τον ύπνο, την μπιρίμπα και το κομμωτήριο) και οι πατεράδες τους είναι απασχολημένοι με το κυνήγι της αρπαχτής, οι εποχές είναι διαφορετικές.

Ομολογώ ότι όχι απλώς δεν αντέχω, αλλά ξυπνάει μέσα μου ο …Ηρώδης, όταν αντικρίζω αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα που μεγαλώνουν από χορτάτους γονείς, αλλά και αυτό είναι εξίσου σημαντικό, «μορφώνονται» από δασκάλους που περνούν περισσότερο χρόνο στις πορείες απ’ ό,τι στις αίθουσες διδασκαλίας.

Χαζοχαρούμενα, νευρωτικά, άσχετα με τον κόσμο και τη φύση, ανίκανα να ξεχωρίσουν ένα άλογο από έναν γάιδαρο και μια πάπια από μια κότα, μισούν ή φοβούνται τα ζώα, και παθαίνουν νευρική κρίση, αν τα πλησιάσει σκυλί ή γάτα. Πιστά αντίγραφα των γονιών, που τους αγοράζουν ηλεκτρονικά σκυλάκια που «πεινάνε, αρρωσταίνουν και γίνονται καλά αν τα προσέξουν».

Αν σήμερα κάποιος μου ζητούσε ή ακόμα αν με ανάγκαζε να διαλέξω, θα διάλεγα την εποχή που καβαλούσαμε στα τραμ, που παίζαμε με κάλυκες και ασετιλίνες και ήμασταν κουρεμένοι γουλί.

Αυτά σκέπτομαι στην ηλικία που είμαι, γι’ αυτό με λένε μονόχνοτο, ακοινώνητο και παράξενο.

Προσέξτε όμως! Δεν πρόκειται να πέσω στην παγίδα τού αποκαλούμενου «χάσματος των γενεών». Τα παιδιά που μεγαλώνουν με σωστούς γονείς και δασκάλους μπορούν και σήμερα να «καβαλήσουν τα τραμ και να παίξουν με ασετιλίνες». Μπορούν να καβαλήσουν τα μάουντεν μπάικ, να χρησιμοποιήσουν τις ιστιοσανίδες τους, να κάνουν υποβρύχιες εξερευνήσεις, να πετάξουν παραπέντε, να κάνουν ορειβασία και, το κυριότερο, να ασχοληθούν με την πληροφορική, να διαβάσουν και να γίνουν πολίτες του πλανήτη, κάτι που τα παιδιά της δικής μου γενιάς σίγουρα δεν μπορούσαν να κάνουν, μια και τα μέσα ενημέρωσης ήταν σχεδόν ανύπαρκτα.

Πέρα όμως απ’ αυτά παραμένει το γεγονός ότι οι αναμνήσεις πονάνε. Όταν ξαναφέρνεις στο νου τον ήχο του Radio Luxemberg, τους Μπιτλς, το Βιετνάμ, το Γούντστοκ, τον Τζο Κόκερ, τον Ντίλαν, την Μπαέζ, τη Ρουλότα, το Σαββόπουλο, τις 9 Μούσες στην Πλάκα. Όταν στα όνειρα ή στο ξύπνιο σε επισκέπτονται οι φίλοι και οι δάσκαλοι που έφυγαν για πάντα. O Γιώργος Κουπαρούσος, ο Λούης Δάνος, ο Στρατής Ζαχαριάδης, ο Γιώργος Σμυρλής και οι άλλοι που χάραξαν τα χρόνια μιας νιότης που έζησε τα συγκλονιστικά γεγονότα τεσσάρων δεκαετιών (από το ‘40 ως το ‘70).

Για να λέμε την αλήθεια, δεν πρόκειται για πόνο σαν αυτόν που νιώθουμε όταν χτυπάμε το χέρι μας, αλλά για ένα ισχυρό μάγκωμα που πιάνει το χώρο της καρδιάς και του μυαλού, που κάνει τα μάτια να υγραίνονται και το στόμα να ξεραίνεται. Ένα συναίσθημα που αποτελείται από 50% αναμνήσεις, 30% νοσταλγία και 20% θυμό, επειδή ο τρόπος που ζεις και εργάζεσαι δε σου επιτρέπει να τιμήσεις τους παλιούς φίλους και τις αναμνήσεις σου με ένα, ας πούμε, βιβλίο για τα όσα εκπληκτικά συνέβαιναν όλα αυτά τα χρόνια. Ναι, εκπληκτικά, γιατί μην κοιτάτε που εσείς οι νέοι τα βρίσκετε σήμερα όλα (ή σχεδόν όλα) έτοιμα από τους γονείς σας. Όσο απίθανο κι αν σας φαίνεται, εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά δεν είχαν να φάνε εκείνα τα χρόνια, αλλά αυτό ξέρω ότι δε συγκινεί τη σημερινή νεολαία. Όταν οι παλιοί αναφέρονται στο δύσκολο παρελθόν, οι νέοι τούς αντιμετωπίζουν με συμπάθεια ή ειρωνεία. «Πάλι για τον πόλεμο μιλάει ο παππούς», λένε και φεύγουν για το πλησιέστερο βαρελάδικο κι ίσως να έχουν δίκιο, αφού ανήκουν στις τυχερές γενιές που δεν έζησαν την πείνα του Β’ Παγκοσμίου, τον παραλογισμό και την προδοσία (από τους «συμμάχους» και το Στάλιν) του Εμφυλίου, τα καμώματα του παλατιού, τα τανκ της «εθνοσωτήριου», τα γεγονότα της Νομικής και τη νύχτα της 17ης Νοεμβρίου στο Πολυτεχνείο.

Ίσως πάλι να έχουν δίκιο, γιατί δεν είδαν τα κορμιά των μαχητών της E.O.K.A. να σπαρταράνε στις αγχόνες των Άγγλων, δε γνώρισαν τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Πόλης, το ξεπούλημα των Ελλήνων της Ίμβρου και της Τενέδου, δεν έδωσαν σημασία στις σφαίρες και στα ρόπαλα που δολοφόνησαν τα παλικάρια στην πράσινη γραμμή.

Μπορεί ακόμα να χαμογελούν ειρωνικά γιατί δεν άκουσαν ερπύστριες στους δρόμους της Αθήνας, δεν έζησαν το φόβο αλλά και τις τύψεις, επειδή δεν αντιστάθηκαν πιο πολύ.

Τέλος, μπορεί να απορρίπτουν τον πόνο και τη νοσταλγία που περιγράφω για έναν απλό και πέρα για πέρα αστείο λόγο: διότι η οικογένεια έχει τώρα τέσσερα αυτοκίνητα (μία «μερσεντέ» για τον μπαμπά, μια «μπεμβέ» γκάμπριο για τη μαμά, ένα Γκολφ Gti για το γιο και ένα Πεζό 106 για τη θυγατέρα) και έτσι ποτέ δεν ξεροστάλιασαν στη βιτρίνα μιας αντιπροσωπείας χαζεύοντας το αντικείμενο του πόθου τους.

H κοινωνία της αφθονίας, της γκλαμουριάς και της χυδαιότητας δε θεωρεί σοβαρό το λόγο ενός παιδιού, για παράδειγμα, του Σαράγιεβο που έχασε τους γονείς του στον εμφύλιο ή ενός μεσήλικα, που λέει ότι καμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει ανάμεσα στη συναυλία των U2 τη Θεσσαλονίκη με εκείνη στο Γούντστοκ, κι αυτό όχι γιατί ο Μπόνο και η παρέα του δεν είναι καλοί μουσικοί, αλλά γιατί το κοινό τους τα ‘χει χαμένα!

Κι αν ο πόλεμοι (παγκόσμιοι και εμφύλιοι), τα πραξικοπήματα και τα παλάτια δεν αποτελούν την κύρια ύλη αυτού του περιοδικού, τα αυτοκίνητα (με την ευρεία έννοια του όρου) την αποτελούν― αλλά ούτε γι’ αυτά έχω το χρόνο να γράψω.

Κι αυτό γιατί ο χρόνος μου απορροφάται από τις λεπτομέρειες. Από το κυνήγι της καθημερινότητας και από την προσπάθεια να επιβιώσει αυτός ο οργανισμός, που από δικό μου λάθος μεγάλωσε πέρα από τις δυνατότητές του, αλλά κυρίως πέρα την αισθητική του.

Θέλω να μιλήσω για παλιά αυτοκίνητα (δικά μου και των φίλων), για όνειρα που έσβησαν ή έγιναν πραγματικότητα, για Λότους Κορτίνα και Λάντσια Στράτος, για NSU Ro80 και TT, για Ρενό Γκορντίνι και για Πόρσε 911 (η τελευταία της έκδοση με τον υδρόψυκτο κινητήρα είναι απλά θεϊκή), αλλά «δεν έχω χρόνο». Ένα σαββατοκύριακο μένει κι αυτό μισό, γιατί, αν δεν ξεκουραστώ λιγάκι, δεν τα βγάζω πέρα την εβδομάδα που ακολουθεί, αφήστε που έχω να πετάξω ανεμόπτερο ή αεροπλάνο πάνω από 6 μήνες, και η K100 έμεινε (πάλι) από μπαταρία.

Και οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούν και ήλθε πάλι Οκτώβριος, και το περιοδικό μπήκε στον 28ο χρόνο της ζωής του κι εγώ στον… Δε σας λέω! Μαντέψτε, και όποιος πέσει πιο κοντά, θα κερδίσει ετήσια συνδρομή!

Και εκεί που σκεπτόμουν τι μέλλει γενέσθαι, παίρνω ένα γράμμα έξι σελίδων από έναν καλό κύριο από τη Γλυφάδα, στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορούσε τους 4T (και εμένα) ότι «καταστρέφουμε τις αθώες νεανικές ψυχές», επειδή δίνουμε έμφαση στις επιδόσεις των αυτοκινήτων και «γράφουμε για GΤi» και αγώνες αντί να τους λέμε να «σπεύδουν βραδέως», για να μη σκοτώνονται. Περιείχε επίσης παρατηρήσεις κοινωνικού περιεχομένου, του στιλ: «δεν πρέπει να αποκαλείται ορισμένους οδηγούς στούρνους και τυριά» και να μη λέτε ορισμένα αυτοκίνητα μπαντζάι, διότι προσβάλλουμε τους ιδιοκτήτες των απωανατολικών μοντέλων.

Διαβάζοντάς το θυμήθηκα μια παλιά εποχή (εκεί γύρω στο 1971-’74) τότε που στους 4T είχαμε δημιουργήσει ένα φανταστικό τύπο που αποκαλούσαμε Σπυρίδωνα Φορμόλη. O Σ.Φ. (δηλαδή εμείς) έστελνε πύρινα γράμματα στο περιοδικό κατηγορώντας το, τη μία ότι παρασύρει τη νεολαία στη δημοκρατία, την άλλη ότι τους παροτρύνει να σκέπτονται ελεύθερα, την τρίτη να μη δίνουν σημασία στους απανταχού «φορμόληδες» (της «αυτοκίνησης», αφού τα χρόνια εκείνα, μόνο έτσι μπορούσαμε να γράφουμε, χωρίς να μας κόβουν τα κείμενα οι λογοκριτές της Ζαλοκώστα).

Τα χρόνια πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν, αλλά οι «φορμόληδες» έμειναν, αν και όχι τόσο πολλοί όσο τότε. Κι είναι αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι (και οι οδηγοί) που δημιουργούν τα μεγαλύτερα προβλήματα ενώ, υποτίθεται, ότι τα λύνουν. Οι «φορμόληδες» είναι ορισμένοι κρατικοί λειτουργοί, που βλέπουμε στα «παράθυρα» να επιτίθενται λάβροι εναντίον των δικυκλιστών, των οδηγών αγώνων, των αυτοδυτών, των αλεξιπτωτιστών, αλλά και κάθε νέου ή νέας που κάνει κάτι που οι μίζερες αυτές υπάρξεις θεωρούν «επικίνδυνο» και έξω από τα «καθιερωμένα».

Όπως έγραψα και στον περασμένο Αντίλογο, οι «φορμόληδες» ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Λίγο τα χρώματα της γραβάτας, λίγο το σχήμα και η γενική ρύθμιση του τριχωτού της κεφαλής, λίγο το ύψος και να το άτομο. Ένα άτομο που τρέμει τα αυτοκίνητα, φοβάται τα αεροπλάνα, μισεί τα δίκυκλα (διότι είχε χτυπήσει μικρός), που 98% δεν ξέρει να οδηγεί ή, αν ξέρει, τρέμει και σιχαίνεται την κάθε στιγμή γιατί «αυτός είναι προσεκτικός, αλλά οι άλλοι;». Εκεί βέβαια που όχι απλώς ξεχωρίζουν, αλλά κάνουν μπαμ είναι στο δρόμο! Τους παρακολουθώ και αισθάνομαι κρυφή ικανοποίηση (ναι, ομολογώ τη διαστροφή μου) γιατί δεν μπορώ να πιστέψω ότι κυκλοφορούν τέτοια «αλφαμπλόκ». Με κανέναν τρόπο δεν αναφέρομαι βέβαια στους ηλικιωμένους οδηγούς, που δε διαθέτουν καλά αντανακλαστικά, αλλά στη συγκεκριμένη κατηγορία των κοινωνικών «αλφαμπλόκ» που τυχαίνει να οδηγούν αυτοκίνητο. Σ’ αυτήν ανήκουν ορισμένοι μεγαλογιατροί, προοδευτικά μειράκια, «οικολόγοι» και οικολογούντες, πολιτικοί, αλλά, κυρίως, άτομα που κατατρύχονται από βαριά κοινωνικο-οικονομικά συμπλέγματα.

Όλα αυτά τα άτομα, οι 4TPOXOI (και ο υπογράφων) τα βλέπουν σαν χαρακτήρες σε ταινία καρτούν σε μια πόλη όπου το πραγματικό μπερδεύεται με το φανταστικό.

Και, κατά έναν περίεργο(;) τρόπο, οι χαρακτήρες αυτοί οδηγούν συγκεκριμένα μοντέλα, χωρίς πάλι να υπονοώ ότι αυτός είναι ο κανόνας. Περάστε ευχάριστα την ώρα στο φανάρι ή στο μποτιλιάρισμα ψάχνοντας για toon characters! Σας υπόσχομαι ότι θα χαμογελάσετε και, για λίγο, θα σας φύγει το άγχος. Είπα άγχος και θυμήθηκα τις πρώτες μέρες του μήνα με την παρουσίαση του βιβλίου μιας εκ των πρωταγωνιστριών της toon city, της Κας Δήμητρας-Λιάνη Παπανδρέου. Τέτοια μαζική υστερία είχα να δω από την εποχή του «νερού του Καματερού» (ένας απατεώνας της δεκαετίας του ‘60 διατείνονταν ότι είχε ανακαλύψει ένα θαυματουργό νερό που νικούσε τον καρκίνο, και γνωστή εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας πρόβαλε καθημερινά το θαύμα κάνοντας χιλιάδες αφελείς να αγοράζουν το νερό τού εν λόγω μάγου).

Άγχος λοιπόν, καθώς δεν υπήρχε μέσο που να μην παρουσίαζε αποσπάσματα από αυτό πόνημα που έμοιαζε με δουλειά διανοητικά καθυστερημένου ατόμου. H πίεση ελαττώθηκε, όταν είδα τη γελοιογραφία του Ιωάννου στο «Έθνος» που ένας πελάτης λέει σε μια ιερόδουλο που κάνει πιάτσα: «μωρό μου, γράφεις βιβλία;». Εκεί ξέχασα την κυρία και το μοναδικό της κατόρθωμα: την πλήρη γελοιοποίηση του αποθανόντος πρωθυπουργού.

Άγχος, σε συνδυασμό με light αυτοσαρκασμό μού δημιούργησε και η δισκοπάθεια που με οδήγησε σε …εγχείρηση στη σπονδυλική στήλη. H (άνευ σημασίας για κανέναν) ιστορία ξεκίνησε πριν από τέσσερις μήνες με μια κρίση «αυχενικού», που παραλίγο να με τρελάνει από τους πόνους και συνεχίστηκε με μια ακόμα πιο σοβαρή περίπτωση δισκοπάθειας που αντιμετωπίστηκε με εγχείρηση στη σπονδυλική στήλη!

Θα σας πω με λίγα λόγια τι έγινε, γιατί όπως πληροφορήθηκα από τους γιατρούς (Παπαδάκη στην Πανεπιστημιακή Κλινική Πατρών και Αντωνίου στο KAT που έκανε και την εγχείρηση, μια και η μετάβασή μου στην Πάτρα θα δυσκόλευε πολύ τη ζωή των δικών μου) χιλιάδες άνθρωποι υποφέρουν από το ίδιο πρόβλημα. Από διάφορους λόγους (μοτοσικλέτα, απότομες κινήσεις, επιταχύνσεις σε ελιγμούς με αεροπλάνα κ.λπ) ένας ή περισσότεροι δίσκοι «βγαίνουν» από τη θέση τους και καμία φορά ακουμπούν στο νωτιαίο μυελό, με κίνδυνο να μείνει κανείς ακόμα και παράλυτος από τη μέση και κάτω («και να μην μπορεί να γράφει», συμπλήρωσε ο Σ.Κ).

H απόφαση να μπει νυστέρι πάρθηκε αμέσως μετά την επίσκεψη στην έκθεση της Φρανκφούρτης, αυτό το «τέρας» των διοργανώσεων όπου οι δημοσιογράφοι μεταβάλλονται σε σωματικά και ψυχικά ερείπια όντας αναγκασμένοι να καλύπτουν ολόκληρα χιλιόμετρα φορτωμένοι με δεκάδες κιλά φωτογραφικές ή τηλεοπτικές μηχανές και, βέβαια, με φυλλάδια.

Το μεσημέρι της πρώτης ημέρας οι πόνοι ήταν τόσο δυνατοί που ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στο μέτωπό μου. Σε αυτήν την κατάσταση της πλήρους εξουθένωσης με βρήκε ο καλός μου φίλος και παλιός συνεργάτης του περιοδικού Τζανκάρλο Περίνι, που και αυτός παρουσίαζε περίπου τα ίδια φαινόμενα. «Η όλη υπόθεση είναι λάθος», είπε. «Οι εκθέσεις πρέπει να αλλάξουν μορφή. Αντί εκατοντάδες δημοσιογράφοι να περιφέρονται από το ένα περίπτερο στο άλλο, το σωστό είναι οι κατασκευαστές να παρουσιάζουν τα νέα τους μοντέλα σε ένα αμφιθέατρο, για παράδειγμα, σε χρόνο που θα έχει ανακοινωθεί από πριν. Έτσι οι εκπρόσωποι του Τύπου θα μπορούν να βλέπουν τα νέα μοντέλα, να κρατούν σημειώσεις, αν θέλουν πρόσθετες πληροφορίες, να επισκέπτονται τα επιμέρους περίπτερα».

Καθόλου άσχημη η ιδέα του Τζανκάρλο, και ελπίζω να τεθεί υπόψη των κατασκευαστών ίσως στην επόμενη συνεδρίαση της Επιτροπής COTY. H εξάντληση στην Έκθεση της Φρανκφούρτης προήλθε και από ένα ακόμα γεγονός: από τη σχεδόν χυδαία επίδειξη δύναμης και χρήματος από την πλευρά των γερμανών κατασκευαστών. Αρχίζοντας με το περίπτερο της Μερτσέντες ο μεσογειακός πολίτης υπέστη ένα είδος πολιτιστικού σοκ. Τα προϊόντα της εταιρίας παρουσιάζονταν στο γνωστό κτίριο της εισόδου σε μια κατασκευή πέντε ή έξι «ορόφων» μέσα στο ίδιο το κτίριο όπου υπήρχαν όλα τα μοντέλα της εταιρίας παρουσιασμένα με μια αμφιβόλου ποιότητας αισθητική. Στο χώρο του «τζιπ» M Class, για παράδειγμα, είδα μια «σκηνή» από την έρημο Μοχάβε, βαφή παραλλαγής, με άμμο, ακόμα και (ψεύτικους) κροταλίες. Βάδιζα και άκουγα ή έβλεπα ανθρώπους να εξηγούν τα πλαστικά των καθισμάτων ή την ποικιλία των προσφερόμενων χρωμάτων με μουσική υπόκρουση σε «κατερίνα βαλέντε» ή «βίκυ λέανδρος». Και σαν το κιτς να μην ήταν αρκετό, πάρε και στα μούτρα όχι ένα αλλά 20(;) Smart που τα είχαν τοποθετήσει σε έναν τεράστιο (και πανάκριβο) πύργο από γυαλί και σίδερο και αν αυτό δεν ήταν μια έμμεση δήλωση οικονομικού εκχυδαϊσμού, δεν ξέρω τι ήταν.

H Μερτσέντες δεν ήταν η μόνη που «φλασάρισε» τους επισκέπτες (τουλάχιστον εκείνους που καταλάβαιναν). Το ίδιο, αλλά με αφόρητο στιλ και καλή αισθητική, έκανε και η BMW. Στο περίπτερο της βαυαρικής εταιρίας αισθάνθηκα μικρός και ασήμαντος και παρόλο που έφερα στο νου τον Παρθενώνα, τις Μυκήνες, την Κνωσό και τη Γραμμική B, δεν κατάφερα να συνέλθω. Σας μιλάω για πολύ χρήμα, πολύ «ντόιτσε μαρκ», που, αν κανείς το συνδυάσει με τα περίπτερα της VAG (Volkswagen-Audi) και την επίδειξη του αγγλοσαξονικού «absolute power corrupts absolutely», βλέπει ποιο είναι το μέλλον του ως μεσογειακού και βαλκάνιου, και ας γράφει ό,τι θέλει ο Ζουράρις περί μακροζωίας και χαμηλού ποσοστού αυτοκτονιών.

Δε θα ήταν υπερβολή αν σας έλεγα ότι το κόστος των περιπτέρων των γερμανών κολοσσών (και των εταιριών που έχουν αγοράσει στην Ισπανία και την Τσεχία) μπορεί να ξεπερνούσε τον προϋπολογισμό της Ελλάδας.

Να με λοιπόν να βαδίζω ανάμεσα σε καλοφτιαγμένα πόμολα και εντυπωσιακούς αερόσακους (δύο εμπρός, τέσσερις στο πλάι, δύο πίσω από τη πλάτη των εμπρός καθισμάτων, μπορεί και δύο στην οροφή), κουβαλώντας την τσάντα με τα φυλλάδια, τους πόνους της μέσης μου και τις τύψεις που δε γεννήθηκα στο Ουμπερντουνκχάιμ.

«Τι σόι άνθρωπος είσαι εσύ», με συνέλαβα να μονολογώ, «που δεν εκτιμάς τα με conolly leather καλυμμένα καθίσματα. Δεν ντρέπεσαι που δε νιώθεις ρίγη ευρωπαϊκής υπερηφάνειας, όταν αντικρίζεις το επενδυμένο με ακριβό ξύλο ταμπλό;»

Πρέπει λοιπόν να ομολογήσω (και ελπίζω να με συγχωρέσουν οι ευρωγενείς) ότι δεν ντρεπόμουν καθόλου. Το αντίθετο, μάλιστα. Σκεπτόμουν τον εαυτό μου να οδηγεί μια Μερτσέντες 500 και αισθανόμουν σαν να έπαιζα σε κωμωδία με τον κ. Ιλό.

Το τελικό συμπέρασμα το είδατε στο ρεπορτάζ του προηγούμενου τεύχους, αλλά αυτό που δεν είδατε (γιατί δεν πρόλαβα να γράψω) είναι η άποψη που διαβάζετε αυτή τη στιγμή. Καλές οι εκθέσεις, καλή κι αυτή της Φρανκφούρτης, αλλά οι Γερμανοί πρέπει να κάνουν τρία κλικ κάτω, γιατί, αν συνεχίσουν έτσι, αν δηλαδή λένε στον καθένα πως ό,τι δεν κατάφεραν με άλλους τρόπους θα το καταφέρουν με τις μπετούγιες, τα ARS, SNC, GNS, FM, GSM κ.λπ, μάλλον θα αρχίσουν να ανοίγουν (σιγά-σιγά) τον ίδιο τους τον πολιτιστικό ίσως και οικονομικό τάφο.

Τα χιλιόμετρα βάδην επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας μου και άμα τη επιστροφή μου εν Αθήναις πήρα την απόφαση για νυστέρι. H εγχείρηση ήταν επιτυχημένη, ανώδυνη, και η όλη διαδικασία με κράτησε μόνο τρεις ημέρες στο νοσοκομείο και καμία στο σπίτι. Παρά το σύντομο του συμβάντος, όμως, το γεγονός ήταν αρκετό για να με αποσυντονίσει, με αποτέλεσμα να μη γράψω ούτε αυτό το μήνα ένα άρθρο για τις τεχνολογικές εξελίξεις των δύο τελευταίων ετών στα επιβατικά αυτοκίνητα. Αν δεν το κάνω όμως εγώ, το κάνουν επιτυχώς οι συνεργάτες μας Γιάννης Σκουφής, Διονύσης Χοϊδάς, Αλεξανδρινή Πέτρου και Π. Σακελαρίου, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι πολύ θα ήθελα να καταδυθώ στους κόσμους που είχαμε συνηθίσει να ταξιδεύουμε με τους ιδρυτικούς μας αναγνώστες.

Παρά τις προσπάθειες δεν τα καταφέρνω και να ένα ακόμα γεγονός που με κάνει να νιώθω τύψεις. Ναι, τύψεις. Τις ίδιες που αισθάνεται ένας αθλητής που δεν έχει το χρόνο (ή δεν μπορεί) να τρέξει μαραθώνιο, ένας ποδοσφαιριστής που για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να παίξει στους αγώνες του Τσάμπιονς Λιγκ, ένας χειριστής που δεν πετάει. Όταν η ζωή, οι φαινομενικές υποχρεώσεις, ο χρόνος, η ηλικία, οι αρρώστιες κ.λπ. δε σε αφήνουν να κάνεις όσα έκανες όταν ήσουν νέος ή έστω νεότερος, τότε τα πράγματα αγριεύουν. Για έναν άνθρωπο που στα νιάτα του έκανε τα όσα τρελά έκανε ο υπογράφων, το σοκ είναι ακόμα μεγαλύτερο. Σκεφθείτε το: στον αέρα (κυριολεκτικά και μεταφορικά!) από τα 15 με ανεμόπτερα και αεροπλάνα, στους αγώνες αυτοκίνητου επί 17 χρόνια, στη θάλασσα με υποβρύχια ψαρέματα και φωτογραφίες, στους δρόμους με εκατοντάδες τύπους αυτοκινήτων, από μονοθέσια της F1 μέχρι τρίκυκλα made in Greece, και ξαφνικά ο κινητήρας αρχίζει να ρετάρει, πρέπει να πάει συνεργείο για επισκευή. Ξέρετε… Αντικατάσταση κουζινέτων στροφαλοφόρου, ελατηρίων, συμπλέκτη, αλλά και ζυγοστάθμιση και ευθυγράμμιση!

Άντε να οδηγήσεις λοιπόν με αφόρητους πόνους στη μέση και στα πόδια (πριν από την επέμβαση) και δώδεκα ράμματα στη μέση μετά! Εντάξει… Οδηγείς, αλλά χρειάζεσαι τρία λεπτά να μπεις και πέντε να βγεις από το αυτοκίνητο, αφήστε που προσέχεις κάθε τρύπα ή εξόγκωμα στο δρόμο. Με εκείνα και με δαύτα, έμεινα μακριά από τη διαδικασία έκδοσης του τεύχους Οκτωβρίου (που, πρέπει να πω, είναι από ένα από τα καλύτερά μας) και δεν οδήγησα όλα τα νέα αυτοκίνητα που είχαμε για δοκιμή στο περιοδικό.

Παρ’ όλα αυτά κατάφερα να «βάλω χέρι» στο νέο Χόντα CR-V, το οποίο με εξαίρεση το ασαφές σύστημα διεύθυνσης είναι ένα από τα καλύτερα, αν όχι το καλύτερο (για μένα και μέχρι στιγμής) τετρακίνητο επιβατικό «τζιπ». H νέα ανάρτηση όχι μόνο δικαιολογεί την ύπαρξή της, αλλά κάνει θαύματα στο κράτημα και στην άνεση, το αυτοκίνητο είναι συμπαγές και καλοφτιαγμένο, και για κάποιον που δεν κινείται πολύ σε χωματόδρομους είναι το ιδανικό 4X4. Σοβαρή ατέλεια η έλλειψη ενός χώρου όπου ο οδηγός να μπορεί να κρύψει τα υπάρχοντά του κι αυτό παρά τον τεράστιο χώρο για αποσκευές που διαθέτει το CR-V. Αν κάποιος κουβαλάει κάτι που έχει αξία, πρέπει να το πάρει μαζί του, όταν σταθμεύσει το αυτοκίνητο, πράγμα όχι πάντα πρακτικό.

Στο ερώτημα RAV-4 ή CR-V νομίζω ότι απαντήσαμε στο τεύχος Οκτωβρίου. Εκτός από το CR-V στο προηγούμενο τεύχος είχαμε το Σανγιόνγκ Κοράντο και το Ράνγλκερ 2.5, αλλά ο κ. Αντωνίου είπε πως, αν τα οδηγήσω, θα με εγχειρήσει στο μυαλό και τον πίστεψα! Οδήγησα όμως το Νταεγού Νουμπίρα 1.6 και πρέπει να ομολογήσω ότι μου άρεσε. Οι νοτιοκορεάτες κάνουν άλματα και σύντομα ορισμένοι ευρωπαίοι, αλλά και ιάπωνες κατασκευαστές θα τα βρουν σκούρα.

Εντάξει… Το αυτοκίνητο δεν είναι Μεγκάν ή Άουντι A3, ούτε η τιμή του είναι, ούτε απευθύνεται στο ίδιο κοινό. Με εξαίρεση την τραχύτητα στη λειτουργία του κινητήρα μόνο στις υψηλές στροφές και τη σπογγώδη αίσθηση του πεντάλ των φρένων, το Νουμπίρα είναι σαφώς καλύτερο απ’ όλα τα προηγούμενα Νταεγού. Όλος αυτός ο χωρίς ιδιαίτερες οδηγικές απαιτήσεις κόσμος, που ψάχνει για φθηνά και αξιόπιστα μεταφορικά μέσα, θα βρει έναν καλό σύντροφο στο Νουμπίρα.

Το ίδιο αλλά με δέκα κλικ επάνω ισχύει και για το νέο Σιτροέν Ξαρά. Το αυτοκίνητο δε φέρνει την επανάσταση στην αυτοκίνηση, αλλά κάνει μια δήλωση αξιοπιστίας, ποιότητας (σαφώς καλύτερο σε αίσθηση κατασκευής από την Ξαντιά). Το οδήγησα για λίγο, κατάλαβα ότι πρόκειται για ένα 100% οικογενειακό αυτοκίνητο που δεν ενοχλεί, αλλά και δε συναρπάζει, δεν προβληματίζει, αλλά και δεν προκαλεί τις αισθήσεις του πραγματικού οδηγού. Μου άρεσε, όπως θα αρέσει σε δεκάδες χιλιάδες οδηγούς.

Παρόλο που ήθελα πολύ, δεν κατάφερα να δοκιμάσω το μικρό Όπελ Κόρσα με τον 3κύλινδρο κινητήρα των 1.000 κ.εκ. και το οδηγικά και αισθητικά ενδιαφέρον Πεζό 306 καμπριολέ, αλλά κι εδώ ισχύουν τα συμπεράσματα των δοκιμών του περιοδικού. O οδηγικός μου μήνας τελείωσε στις 18 Οκτωβρίου που μπήκα στο αεροπλάνο για το Τόκιο, την Έκθεση αυτοκίνητου και την επίσκεψη στη Χόντα._Κ.Κ.

Είπαν της γριάς… (συνέχεια)

Ποια, επιτέλους, είναι αυτή η «γριά» που τόσες φορές αναφέρετε στα κείμενά σας, ρώτησε αναγνώστης. Μετά τα όσα συνέβησαν τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι την ανάγκη να την παρουσιάσω με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Καταρχήν η «γριά» δεν έχει φύλο. Μπορεί να ανήκει στο πρώτο, στο δεύτερο φύλο ή να είναι στο «αμφί». Για τον «εκπαιδευμένο» παρατηρητή της τζουτζιακής φαινομενικής πραγματικότητας η αναγνώρισή της είναι εύκολη και σ’ αυτό βοηθάει πολύ η αμφίεση.

Το κουστουμάκι, η γραβατούλα, οι καλτσούλες, αλλά και τα υποδήματα (πατινέ, παντοφλέ, ξώνυχα κ.λπ) για το αποκαλούμενο «ισχυρό φύλο», αλλά και τα φορέματα (με λουλούδια, μπανάνες ή ανταύγειες της δύσης) καθώς και το στιλ της κόμμωσης για το «ασθενές» μπορούν να φανερώσουν πόση «γριά» κρύβεται στον καθέναν. Άλλωστε, όπως σοφά διέγνωσε συνάδελφος του SKY, «το γυαλί είναι αμείλικτο. Φέρνει στην επιφάνεια τον πραγματικό σου εαυτό». Το μήνα που πέρασε στα τηλεοπτικά παράθυρα εμφανίστηκαν πολλές «γριές», με τη μία να προσπαθεί να ξεπεράσει την άλλη στο χ….!

Μία απ’ αυτές κυριολεκτικά με συνάρπασε. Δηλαδή όχι τόσο η ίδια, όσο η γραβάτα και το σακάκι της. Στα χρώματα του λαιμοδέτη κυριαρχούσε το καφέ (ανοιχτό, βαθύ και σκατί) ενώ το τελευταίο ανήκε στην πρώιμη μικροαστική εποχή (κάπου ανάμεσα στο «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» και στο «Λατέρνα, Φτώχια και Φιλότιμο»). Άρχισε τον φιλιππικό της εξαπολύοντας μύδρους εναντίον των νέων που με τις μοτοσικλέτες προκαλούν «υπερβολικό θόρυβο» αλλά και εναντίον των πολιτών που πίνουν και οδηγούν (και μέχρι εδώ μπράβο της, έστω και με καθυστέρηση 35 ετών) ζητώντας όμως να δημεύονται τα οχήματα τους. Μάταια νομικοί, δημοσιογράφοι και απλοί πολίτες έλεγαν «ναι» στα πιο αυστηρά μέτρα, αλλά «όχι» στο βάρβαρο και πέρα για πέρα άχρηστο μέτρο της δήμευσης. Εκείνη επέμενε λέγοντας ότι αυτή είναι η απαίτηση της κοινής γνώμης (όπως στο Κολοσσαίο, στη Μπούντεστανγκ το 1933(;) και στην 21η Απριλίου).

Μία δεύτερη, με τα ενδυματολογικά χαρακτηριστικά της πρώτης (αλλά και πρόσωπο σαν φεγγάρι, γένια και μύστακα), παρουσιάστηκε στο στούντιο εξοπλισμένη με πίνακες στατιστικών που έδειχναν πόσοι νέοι άνθρωποι χάνουν κάθε χρόνο τη ζωή τους, επειδή πίνουν και οδηγούν ή οδηγούν χωρίς κράνος. H εν λόγω ξέχασε να πει πόσες χιλιάδες νέοι και νέες έχουν χάσει τη ζωή τους ή έχουν μείνει ανάπηροι από τις εγκληματικές παραλείψεις, αστοχίες ή καθαρές βλακείες των εργολάβων, των επιβλεπόντων και των «πιστοποιητών» τα δημόσια έργα.

Το «κου ντ’ ετά» όμως ήταν η δήλωσή της, ότι στη ζωή της μόνο μία φορά «μπήκε» σε μοτοσικλέτα, αλλά ποτέ άλλοτε, κι αυτό γιατί «έπεσε και χτύπησε» (προφανώς στο κεφάλι).

Με λίγα λόγια δεν πέρασε μία ημέρα που η «γριά» να μην κάνει την εμφάνισή της, πάντα έτοιμη να ξεκ…θεί για να αποδείξει ότι συνέλαβε το υπονοούμενο.

Έτσι, μετά τις δημεύσεις αποφάσισε να μετατρέψει τη Λ. Ποσειδώνος σε δρόμο «ήπιας κυκλοφορίας», όπου, ακούστε χριστιανοί, «τα οχήματα θα κινούνται με μέγιστη ταχύτητα 40 χλμ./ώρα»! Και όχι μόνο αυτό αλλά «θα δημιουργηθούν περιφερειακοί δρόμοι που θα αναγκάζουν τους οδηγούς (αυτά τα πλάσματα από τον Άρη που δεν είναι έλληνες πολίτες) να διασχίζουν την παραλιακή με ζιγκ ζαγκ…». Όταν διάβασα ότι η ρύθμιση (!) είχε μελετηθεί πριν από τρία χρόνια από συγκεκριμένη ομάδα αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π, δεν ξαφνιάστηκα κι αυτό διότι γνωρίζω καλά το ολίγον μπλαζέ, ολίγον γιάπικο, αλατισμένο με down town New York style των δραστών.

Οι «γριές» που «επεξεργάζονται» ρυθμίσεις αυτού του είδους καμία σχέση δεν έχουν με τους ρεαλιστές γερμανούς, γάλλους ή βρετανούς συγκοινωνιολόγους κι αυτό για έναν πολύ απλό λόγο: μισούν το επιβατικό αυτοκίνητο σαν τις αμαρτίες τους και οι περισσότερες δεν ξέρουν ή φοβούνται να οδηγούν. «Μoi, πηγαίνω μόνο με ταξί», μου έλεγε μια. H αλήθεια είναι, ότι το «moi» δεν το χρησιμοποίησε, αλλά, θεέ μου, πόσο μου θύμισε τη Miss Piggy του Μάπετ Σόου.

Miss Piggy! Να το όνομα που δίνω στις εν λόγω γεροντοκόρες! Μις Πίγκι… Μην μου πείτε ότι τα κρυπτοϋστερικά πλάσματα που χτυπιούνται στα παράθυρα των «οχτώμιση» απειλώντας τους πάντες και τα πάντα δε σας θυμίζουν τη μνηστή του Κέρμιτ.

Κι εκεί που ένα Σάββατο πρωί έγραφα αυτές τις αράδες, τι νομίζετε ότι ακούω στο ραδιόφωνο; O εισαγγελέας διέταξε να συλλαμβάνονται όσοι χρωστούν στο Δημόσιο! Ήμαρτον, Χριστέ μου, ψιθύρισα. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τους φτωχοπρόδρομους και τους κλέφτες, θα συλληφθούν και οι πρόεδροι και διευθύνοντες σύμβουλοι των Δ.Ε.Κ.Ο. που χρωστάνε εκατοντάδες δισεκατομμύρια στο κράτος ή μήπως οι συλλήψεις θα είναι επιλεκτικές; Δηλαδή θα συλλαμβάνονται οι «κακοί» ιδιώτες, αλλά τα «καλά» κομματόσκυλα, τα περίεργα (ακόμα και στο σουλούπι) ατομάκια που βούτηξαν το Δημόσιο στα χρέη θα κυκλοφορούν ελεύθερα; Φαντάζεστε, για παράδειγμα, να διαταχθεί η σύλληψη του προέδρου της ΕΑΣ; Ούτε η Μις Πίγκι δε θα μπορούσε να επιτύχει τέτοιο θαύμα!

Τελικά, όπως χρόνια τώρα γράφω και λέω, τα πάντα είναι θέμα αισθητικής. Όσο περίεργη κι αν ακούγεται αυτή η θέση, είναι πέρα για πέρα αληθινή. H έλλειψη αισθητικής (και το κοινωνικό, οικονομικό, μορφωτικό και μορφολογικό, αν το καλοσκεφθείτε, παρελθόν που οδήγησε στην απώλειά της) είναι αυτή που υποκινεί τις πράξεις των διαφόρων Μις Πίγκι. Θα μπορούσα να φέρω πολλά υπαρκτά παραδείγματα, αλλά, όπως γνωρίζετε, ο υπογράφων και αυτό το περιοδικό ελάχιστες φορές έθιξαν πρόσωπα και υπολήψεις.

Αν όμως δεν το κάνουμε εμείς, το κάνουν οι …ίδιοι. Όπως διάβασα στη στήλη του Γιάννη Τριάντη στην «Ε», ο εισαγγελεύς A. Κανελλόπουλος δήλωσε (σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ελ. Τύπος») πως «δε διαβάζει καθόλου λογοτεχνία και ποίηση» και πως «δεν πηγαίνει κινηματογράφο». Όταν η συνάδελφος (Ελένη Καλογεροπούλου) τον ρώτησε για το ρόλο που παίζει ο έρωτας στη ζωή του είπε: «…Η ικανοποίηση μιας οικογενειακής ζωής συμπληρώνει μια επιτυχή επαγγελματική και επιστημονική σταδιοδρομία». Επειδή ήδη είπα αρκετά, σταματάω εδώ και για τα υπόλοιπα σάς παραπέμπω στις γραβάτες! H γραβάτα είναι ο αδιάψευστος μάρτυς του εσωτερικού κόσμου ενός ανθρώπου, γι’ αυτό πρέπει πάντα να την προσέχετε…

Με 40 χλμ./ώρα λοιπόν στην παραλιακή και ο κυκλοφοριακός φόρτος θα εξυπηρετηθεί από τη Λ. Βουλιαγμένης. Τι λέτε, ρε μεγάλοι συγκοινωνιολόγοι, πολεοδόμοι και χωροτάκτες! Ρωτήσατε όσους μένουν πάνω στη Λ. Βουλιαγμένης αν θέλουν να φάνε στα μούτρα την «εξυπηρέτηση» του κυκλοφοριακού φόρτου; Με ποια λογική θα κάνετε παράδεισο την παραλιακή και θα καταδικάσετε σε θάνατο έναν άλλο δρόμο; Πόσα δισεκατομμύρια κρύβονται στις «μελέτες ανάπλασης» της περιοχής, όταν θα φύγει το αεροδρόμιο του Ελληνικού;

Μα, με την ίδια λογική που έκαναν τις ρυθμίσεις στις κομητείες του Παλαιού Ψυχικού, της Φιλοθέης και του Χαλανδρίου. Έτσι τους βόλευε, έτσι έκαναν, στέλνοντας δεκάδες χιλιάδες αυτοκίνητα στην Κηφισίας, που βέβαια μεταβλήθηκε σε έναν από τους πιο επιβαρημένους και «βρώμικους» δρόμους της Ελλάδας. Κι όλα αυτά κάτω από ένα πέπλο φαύλης δημοκρατικότητας και δήθεν ενδιαφέροντος για το κοινό καλό.

Βέβαια, για όλα αυτά δε φταίνε οι γεροντοκόρες, οι πολιτικά ορθοί και οι ανεκδιήγητοι «αρμόδιοι», αλλά εμείς, οι υπήκοοι που κατοικούμε αυτόν τον τόπο. Γιατί, αν δεν ήμασταν υπήκοοι, θα είχαμε αντιδράσει, θα είχαμε ματαιώσει τα σχέδια τους και θα τους είχαμε επιβάλει να λάβουν εκείνα τα μέτρα του Κοινού Νου που θα συμμόρφωναν όσους οδηγούν «με χίλια» σε κατοικημένες περιοχές, όσους πίνουν και οδηγούν ή θορυβούν άνευ λόγου. Επειδή αφενός είναι ανίκανοι να λάβουν αυτά τα μέτρα (ως καθολικά άσχετοι) και επειδή τα συγκεκριμένα μέτρα δεν έχουν «φαΐ», προτείνουν τις «παρεμβάσεις» που περιέγραψα.

Οι απανταχού Μις Πίγκι πρέπει να γνωρίζουν ότι με τη μελιστάλαχτη συμπεριφορά τους και με τις μπούρδες περί «αειφόρου» ανάπτυξης μπορεί να πείθουν τους αφελείς, αλλά όχι τον υπογράφοντα. O υπογράφων θα τους πίστευε και θα τους ακολουθούσε πιστά, αν είχαν παρέμβει ζητώντας να απαγορευθεί η κυκλοφορία στην παραλιακή, στον περιφερειακό του Καρέα και στις εθνικές οδούς, προκειμένου να διορθωθούν οι ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ κατασκευαστικές ατέλειες (στροφές μεγάλης ταχύτητας με αρνητική κλίση, οδοστρώματα με μηδενικό συντελεστή τριβής κ.ά).

Αλλά τα χαριτωμένα ατομάκια με τα ξώφτερνα σανδαλάκια που ξεκοκαλίζουν τα κοινοτικά προγράμματα ποτέ δε νοιάστηκαν (ίσως διότι «δε συμφωνούν με τη χρήση του επιβατικού αυτοκινήτου», όπως χαρακτηριστικά μου είπε ένα απ’ αυτά.

Είμαι έξω φρενών; Και βέβαια είμαι.


Μοιραστείτε το Άρθρο

Facebook
Twitter
LinkedIn
Email
Print

Απάντηση

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
Εγγραφή στο Ιστολόγιο μέσω Email

Εισάγετε το email σας για εγγραφή στην υπηρεσία αποστολής ειδοποιήσεων μέσω email για νέες δημοσιεύσεις.