ΟΛΟ και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό μένω με την εντύπωση πως ανήκουμε σε μια από αυτές τις κατηγορίες των ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση. Αναφέρομαι βέβαια σε εκείνη την κατηγορία των αναγνωστών που κάποτε ο ημερήσιος Τύπος αποκαλούσε «φίλους του αυτοκινήτου» και ο ειδικός «εραστές της αυτοκίνησης». Λόγω της θέσης μου (και συγνώμη για τη φράση που παραπέμπει σε κάποια μορφή εξουσίας) έρχομαι σε επαφή με δεκάδες ανθρώπους κάθε μήνα που με ρωτούν, τι άλλο, τη «γνώμη μου» για το αυτοκίνητο που σκοπεύουν να αγοράσουν. Και ενώ μέχρι πριν από 7-8 χρόνια το 70% διατηρούσαν ισχυρές σχέσεις με το αντικείμενο, τώρα το ποσοστό έχει αντιστραφεί. H πλειοψηφία δεν αγοράζει πλέον «αυτοκίνητο», αλλά κάποια μεταφορική συσκευή που η χρήση, η αποστολή, ακόμα και η μορφή της, δύσκολα μπορεί να ορισθεί από τον ειδικό.
Όλο και περισσότεροι ζητούν τη «γνώμη μου» για να επιλέξουν, για παράδειγμα, μεταξύ του Χιουντάι Κουπέ και ενός BMW 316, μιας Μερτσέντες 2.0 ή ενός Ρέιντζ Ρόβερ! Ακόμα, ένα μεγάλο ποσοστό «μπερδεύει» τα Σουζούκι Αλτο με τα Φίατ Τσινκουετσέντο, τα Τογιότα Στάρλετ με τα Νισάν Μίκρα και τις Άλφα Ρομέο με τις Πόρσε. Πέρα από το «σκληρό πυρήνα» των αναγνωστών ειδικών περιοδικών (γύρω στους 250.000, μια και οι αγοραστές δεν ξεπερνούν τις 80.000), οι υπόλοιποι δε γνωρίζουν (και δε θέλουν να γνωρίζουν) τίποτα για το αντικείμενο. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι περιπτώσεις που οι συνομιλητές μου αντιδρούν «βίαια», αν αναφερθώ στα δυναμικά χαρακτηριστικά ενός μοντέλου όπως είναι η απόδοση του κινητήρα, οι επιδόσεις και η οδική συμπεριφορά. Οι φίλοι με αποπαίρνουν (άσε μας, ρε Καββαθά, με τις ρεπρίζ σου), οι γνωστοί αντιδρούν πιο ευγενικά (ξέρεις, εγώ δεν είμαι ραλίστας) και οι ξένοι με αντιμετωπίζουν σαν άτομο με ειδικές ανάγκες! Αγαπώ τους σκληροπυρηνικούς (μην ξεχνάτε ότι εσείς κρατάτε αυτό το περιοδικό), αλλά κατανοώ απόλυτα τη θέση που παίρνει η πλειοψηφία απέναντι στο αυτοκίνητο.
Πάρτε, για παράδειγμα, τον ιδιοκτήτη μιας Τογιότα Κορόλα, ενός Σουζούκι Μπαλένο ή ενός Σιτροέν ZX, κάποιου «οικογενειακού» τέλος πάντων μοντέλου από τις εκατοντάδες χιλιάδες που κυκλοφορούν στη χώρα μας. «Δείτε» το περιβάλλον του. Προσπαθήστε να φαντασθείτε τη δουλειά και τα εκατοντάδες προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει κάθε μέρα. Το μαγαζί, το σχολείο των παιδιών, τις οικονομικές υποχρεώσεις, ίσως και τη θέση του στον κοινωνικό περίγυρο της μεγαλούπολης, αλλά και της επαρχιακής πόλης και του χωριού όπου το αυτοκίνητο που οδηγεί σημαίνει περισσότερα (κοινωνικά και οικονομικά) απ’ ό,τι στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. O άνθρωπός μας έχει καλές σχέσεις με τον αντιπρόσωπο της συγκεκριμένης μάρκας και αγοράζει το μοντέλο που αγοράζει, όχι επειδή είναι καλό ή καλύτερο από το άλλο, αλλά επειδή ο Θανάσης τού έκανε «καλό διακανονισμό».
Νάτον λοιπόν να οδηγεί καμαρωτά-καμαρωτά το (προηγούμενο) Χιουντάι Κουπέ στο δρόμο Τρικάλων-Γρεβενών, Πύργου-Τρίπολης ή Μαρκόπουλου-Κορωπίου, και άσε τον Καββαθά να γράφει ότι λίγες φορές στην ιστορία της αυτοκίνησης παρουσιάστηκαν τέτοιοι πεζοδρομιοκυνηγοί. Ευτυχώς που οι Κορεάτες διόρθωσαν το λάθος τους στο νέο Κουπέ.
H συντριπτική πλειοψηφία λοιπόν των ιδιοκτητών/οδηγών όχι μόνο «δεν έχει ιδέα από βέσπα», αλλά δεν έχει και την παραμικρή διάθεση να μάθει. Και όχι μόνο δεν έχει τη διάθεση, αλλά και αντιμετωπίζει σχεδόν εχθρικά ανθρώπους σαν τον υπογράφοντα και περιοδικά σαν τους 4T.
Θα μου πείτε, πάντα έτσι ήταν, και θα απαντήσω πως όχι, δεν ήταν πάντα έτσι. Εκεί, στην περίφημη «δεκαετία του ‘60», τότε που η ιδέα της αυτοκίνησης έφτασε στην Ελλάδα, το 95% των νέων Ελλήνων ενδιαφέρονταν πραγματικά για το αυτοκίνητο. Και πώς να μην ενδιαφέρονταν, αφού το έβλεπε πρώτη φορά! Πρώτη φορά τα NSU TT, τα DKW F12, τα Βόλβο Αμαζών, τα Πόρσε Σπάιντερ, τις Αλφα GTA και τα BMW 2002ti. Πρώτη φορά τα Ακρόπολις και τα Εαρινά, η Κέρκυρα και η Ρόδος, η Πάρνηθα και η Φιλέρημος. Έτσι που έχει γίνει η ζωή, πού να βρουν τον καιρό (και τα χρήματα) οι νέοι, για να λάβουν μέρος ή να παρακολουθήσουν έναν αγώνα. Εργάζονται, συγκεντρώνουν κάποια χρήματα και αγοράζουν όχι αυτοκίνητο, αλλά μεταφορικό μέσο. Το οποίο σταθμεύουν έξω από την πολυκατοικία ή κάτω από την πυλωτή και το χρησιμοποιούν για να παγιδευτούν στον «περιφερειακό» του Καρέα, στην Εγνατία ή όπου αλλού.
«Ένα από τα ταχύτερα, ευγενέστερα (και ωραιότερα;) αυτοκίνητα που έχω οδηγήσει είναι η 3λιτρη Άλφα Ρομέο GΤV», είπα σ’ ένα φίλο που κάποτε οδηγούσε Πόρσε (924) στο πλαίσιο της «έρευνας» εγρήγορσης που διαρκώς επιχειρώ. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε βάζοντας εμπρός το Σίβικ του.
Καταλαβαίνετε τι σας λέω; H εποχή μας πέρασε. Είμαστε είδος σπάνιο που κινδυνεύει όχι απλώς με εξαφάνιση, αλλά με κοινωνικό αποκλεισμό. «Με αυτά που γράφετε», μου λένε, «δεν κάνετε τίποτα άλλο από το να προτρέπετε τους νέους να οδηγούν με 150 χιλιόμετρα την ώρα». Αντε να εξηγήσεις στα κάθε λογής «πτώματα», που τρέμουν τη σκιά τους πώς έζησες τη ζωή σου, τι συγκινήσεις ένιωσες στους αγώνες με αυτοκίνητα, πόση αδρεναλίνη παρήγαγε ο οργανισμός σου στις πτήσεις με πολεμικά αεροπλάνα, με αιωρόπτερα και ανεμόπτερα…
Άντε να περιγράψεις το μούδιασμα που ένιωθες στην εκκίνηση μιας ανάβασης ειδικής διαδρομής, άντε να εξηγήσεις πώς αισθάνονται οι λίγοι που βάζουν τη ζωή τους στη γραμμή, που «περνάνε απέναντι» για να κάνουν αυτό που αγαπούν ή τους αρέσει.
Αν τα γράψεις, θα σε περάσουν για «τρελό», αν τα πεις, θα σε κοιτάξουν σαν ούφο. Και όμως… Αν σήμερα στη μάλλον προχωρημένη ηλικία που βρίσκομαι κάποιος μου πρότεινε να πάω στο διάστημα, θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη και πάλι χωρίς δεύτερη σκέψη θα πήγαινα με 300 χλμ./ώρα σε μια πίστα ή σ’ έναν ελεγχόμενο δρόμο. Έτσι μεγάλωσα, έτσι μεγάλωσε μια ολόκληρη γενιά που έπεφτε με τα μούτρα σε κάθε τι δύσκολο, που οι αρτηριοσκληρωτικοί «καθωσπρέπει» του ‘60 και οι πολιτικά ορθοί του ‘90, θεωρούσαν/θεωρούν «επικίνδυνο».
Το λέω 27 χρόνια τώρα σ’ αυτό το περιοδικό και θα το λέω όσο υπάρχουν οι 4TPOXOI: αν μπορώ, θα επιλέγω καλά αυτοκίνητα, τα οποία θα οδηγώ γρήγορα και με ασφάλεια, ρουφώντας κάθε στιγμή τη μαγεία που προσφέρει η αυτοκίνηση. Και αν, όπως πάνε τα πράγματα, έρθει (και θα έρθει) μια μέρα που η γρήγορη οδήγηση θα θεωρείται έγκλημα (αλλά δε θα θεωρείται ο πόλεμος ή τα ναρκωτικά), εγώ θα συνεχίσω να πηγαίνω όσο πιο ψηλά, όσο πιο γρήγορα, όσο πιο μακριά γίνεται.
Μόνο που ό,τι κάνω θα έχει τη σφραγίδα του σεβασμού προς το σκοπό (και το περιβάλλον), της σοβαρότητας του ειδικού και της ευθύνης του επαγγελματία. Με άλλα λόγια, ποτέ δε θα τρέξω με 250 χιλιόμετρα, αν η ενέργειά μου θέτει σε κίνδυνο τρίτους ή ποτέ δε θα πετάξω ένα αεροπλάνο, αν πρώτα δε μάθω απ’ έξω το εγχειρίδιο πτήσης.
Παλιές αρχές, σκουριασμένες και άγνωστες στους λεφτάδες, στους φλώρους με τα GTi, στους «καθωσπρέπει» και σε αυτούς που τα τελευταία χρόνια αποκαλούμε «πολιτικά ορθούς» (και βέβαια από το αμερικάνικο). Αν οι εν λόγω με έβλεπαν να οδηγώ το μήνα που πέρασε, θα με διέγραφαν από τα κατάστιχά τους. Στο περιοδικό είχαμε, βλέπετε, εκτός των άλλων για δοκιμή μια Μαζεράτι Γκίλμπι «Καπ» και την 3λιτρη Άλφα που ανέφερα πιο πάνω, και τι να σας πω; Ότι θυμήθηκα τα νιάτα μου; Ότι στο νου ήλθαν εικόνες από παλιά Τάργκα Φλόριο και διαδρομές από το Τουρίνο στη Γενεύη πάνω απ’ τις Άλπεις;
Θεέ μου (ή μήπως, άγιε Χριστόφορε;) τι καλά αυτοκίνητα ήταν και τα δύο. H Μαζεράτι δυνατή (320-326 ίπποι ανάλογα με τον κινητήρα), απίστευτα γρήγορη (κάνει τετ α κε) στην ευθεία με τρίτη και τρομερά δύσκολη στην οδήγηση (εκεί όπου έχουν τοποθετήσει το πεντάλ του φρένου οι άνθρωποι σε αναγκάζουν να στέκεις με το ένα πόδι στον «αέρα») αλλά με έναν κινητήρα που, πραγματικά, σε «περνάει απέναντι». H GTV, μια «γλύκα», με ένα «θεϊκό» κινητήρα (το γνωστό V6 των 220 ίππων), με ένα μουσικό ήχο και επιδόσεις που θα έκαναν τα (εμφυτευμένα) μαλλιά (και μυαλά) του κ. Παναγιωτάκη να πέσουν σε 30 δευτερόλεπτα. Αυτοκίνητα «ανήθικα» ακριβά, απλησίαστα για όλους μας σ’ αυτή τη χώρα, αλλά τόσο, μα τόσο αυτοκίνητα που σε κάνουν να δακρύζεις από τη συγκίνηση που προέρχεται από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν το χειριστή τους.
Σαν τα άλογα κούρσας που αμέσως καταλαβαίνουν αν τα καβαλάει ένας άσχετος, έτσι κι αυτά «καταλαβαίνουν» και ανταποδίδουν. Αν ξέρεις τι κάνεις, σε «δέχονται» και σε ακολουθούν. Αν είσαι άσχετος ή, απλώς, κοινωνικός επιδειξίας, απλώς κινούνται. Αν ξέρεις τα χούγια τους και τους συμπεριφέρεσαι με σεβασμό, ανταποδίδουν τη φιλοφρόνηση και χαρίζουν (για λίγο) την απόλυτη ευτυχία. Σαν την Άλφα, που πριν από δυο μήνες οδηγούσα στην αουτοστράντα Τουρίνου-Μιλάνου με 260 χλμ./ώρα και, την ίδια στιγμή, συζητούσα με τον συνεπιβάτη μου τόσο σταθερό και σίγουρο ήταν το αυτοκίνητο. Σαν την «Καπ» που οδήγησα για λίγο (με δυσκολία την απόσπασα από τους συνεργάτες μου) και μου θύμισε εποχές που έφυγαν και που ποτέ πια δε θα επιστρέψουν. Εποχές που, παρά τις υποσχέσεις που δίνω, δεν έχω ακόμα καταφέρει να παρουσιάσω στους νέους ιδιαίτερα αναγνώστες, στους ανθρώπους που δεν έζησαν την εποχή των τεράτων των μεγάλων αγώνων αντοχής, που δε μύρισαν τα αρώματα των παλιών Ράλι, που δεν άκουσαν τους ήχους των 12κύλινδρων και 16κύλινδρων κινητήρων των αληθινών Γκραν Πρι. Είναι κρίμα που δεν έχουμε μια τηλεοπτική εκπομπή για να σας έδειχνα πως, τα παραπάνω αυτοκίνητα «πήγαιναν» στα χέρια του Σ.Χ. όταν κάναμε τη φωτογράφιση για το άρθρο που μπορείτε να διαβάσετε σε άλλες σελίδες. Χάρμα ιδέσθε!
Και τώρα θα σας εξομοληγηθώ μια ακόμα αμαρτία: εκτός από την SLK μού άρεσε και άλλη Μερτσέντες! H δίλιτρη C «Κομπρέσορ» που είχαμε για δοκιμή στο περιοδικό. O λόγος είναι ένας και απλός: με τους 180 ίππους το αυτοκίνητο πάει πολύ γρήγορα και όχι μόνο αυτό, αλλά με τα καλά λάστιχα που φοράει και με το σύστημα αντισπιναρίσματος που διαθέτει, κρατάει και το δρόμο. Καλά. Έπρεπε να δείτε την έκφραση στα πρόσωπα των επιτυχημένων βιοτεχνών στις άλλες «μερσεντέ», όταν ο διευθυντής σύνταξης περνούσε πηγαίνοντας «με το πλάι» 50-60 μέτρα! Νόμισαν ότι έβλεπαν όνειρο!
Δυστυχώς δεν πρόκειται να βάλουμε μυαλό. Μ’ αυτά που γράφω αφενός το περιοδικό κινδυνεύει να χάσει τη διαφήμιση της Μερτσέντες (την έχει ήδη χάσει, αν θέλετε να ξέρετε) και αφετέρου διατρέχω τον κίνδυνο να κατηγορηθώ ότι προτρέπω τους οδηγούς σε «αντικοινωνική συμπεριφορά. Κάθε άλλο… Απλά προτρέπω τους αναγνώστες των 4T να χαμογελάσουν, αφού γνωρίζουν ότι αυτά που γράφω θα μπορούσαν να είναι αληθινά..
Τι να σας πω, αγαπητοί μου φίλοι…
O κόσμος γέμισε «δήθεν». Κλώνοι και υβρίδια, αστέρες και ντίβες, βιδολόγοι και κούριερ, μαρκετίαρ και δημοσιοσχετιστές. Θυγατέρες, υιοί, εξάδελφοι και λοιποί συγγενείς. Άτομα προβληματικά, ιπτάμενα, αυτοκινούμενα και αυτοεκρηγνυόμενα, που το ένα τρώει τις σάρκες του άλλου, αγκαλιασμένα σ’ έναν ιλιγγιώδη χορό για την εξασφάλιση ενός κομματιού της διαφημιστικής «πίτας» ή μιας θέσης στις στήλες των σχολίων στα έντυπα που ασχολούνται με τα MME.
Όσο περισσότεροι γίνονται αυτοί τόσο εμείς μικραίνουμε! O ένας με τους αγώνες του, ο άλλος με τις μανίες του, ο τρίτος με οδηγό τη δημοσιογραφική δεοντολογία και την επαγγελματική ηθική, και άντε να τα βγάλεις πέρα με τον υπεύθυνο «εταιρικής επικοινωνίας, διαφημιστικής στρατηγικής και δημοσίων σχέσεων» της αντιπροσωπείας που εισάγει τα Σουρινάμ.
Κι όχι μόνο πέρα δεν τα βγάζεις, αλλά το άτομο σε κοιτάει αφ’ υψηλού, αφού το πακέτο του, όπως λένε, πλησιάζει τα 20 εκατομμύρια το χρόνο, μένει στη Φιλοθέη και πάει για σκι στην Αράχοβα, ο «βλάχος».
Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη νέα πραγματικότητα; Οι δρόμοι γέμισαν «γιωταχί», τα περίπτερα «αυτοκινητιστικά» έντυπα, οι αγώνες πέθαναν ή πνέουν τα λοίσθια, η πολιτεία πούλησε τους έλληνες μηχανικούς στα ξένα εργοστάσια, και εμείς επιμένουμε να γράφουμε για έναν κόσμο (και έναν τρόπο ζωής) που δεν υπάρχει πια.
Σκούρα λοιπόν τα πράγματα μόνο επειδή ζούμε στην Ελλάδα. Γιατί, αν ζούσαμε στην Ιταλία, στη Γαλλία ή στην Αγγλία, θα είχαμε καμιά πενηνταριά πίστες και 200-300 βιοτεχνίες ή και εργοστάσια κατασκευής επιβατικών, αγωνιστικών και γενικά κάθε λογής τροχοφόρων, με αποτέλεσμα να μη μένουμε ποτέ χωρίς ενδιαφέροντα (και δουλειά).
Σκεφθείτε πόσο διαφορετικό θα ήταν αυτό το περιοδικό, αν στην Ελλάδα είχαν προκηρυχθεί 30 διαφορετικά πρωταθλήματα, για τριάντα διαφορετικές κατηγορίες αυτοκινήτων και μοτοσικλετών σε 5 διαφορετικές πίστες! Στις σελίδες του οι αναγνώστες δε θα διάβαζαν μόνο για τα Χιουντάι και τα Μπαντζάι, αλλά και για αυτοκίνητα που έστω κάποιο τμήμα τους θα ήταν σχεδιασμένο και κατασκευασμένο στη χώρα μας.
Πόσο κοινότοπα φαντάζουν πια όλα αυτά… Ακόμα κι εγώ βαριέμαι να τα διαβάζω, και ο λόγος πρέπει να αναζητηθεί σε αυτή την απόλυτη απογοήτευση που με έχει κυριεύσει ύστερα από 37 ολόκληρα χρόνια στο «επάγγελμα». Οι παλιοί γνωρίζουν (και οι νεότεροι διαισθάνονται) ότι τίποτα δεν έχει γίνει σε κανέναν τομέα. Τα πράγματα είναι χειρότερα απ’ ό,τι ήταν στη δεκαετία του ‘60 και του ‘70. Τότε υπήρχαν και κάποιοι αγώνες ταχύτητας στα νησιά, γινόταν και το Τατόι (άκουσα ότι θα ξαναγίνει, αλλά μόνο στο ανατολικό τμήμα της «πίστας»), και οι έλληνες μηχανικοί έφτιαχναν και κανένα πρωτότυπο (ας βρει κάποιος το εξώφυλλο των 4T που παρουσιάζει τα πρωτότυπα διθέσια που είχαν φτιαχτεί έπειτα από δική μας πρόταση και έτρεχαν σε ειδική κλάση στους αγώνες ταχύτητας).
Και τώρα υπάρχουν αγώνες στην Ελλάδα (ίσως καλύτεροι από τότε) αλλά πόσοι και γιατί εμπλέκονται σε αυτούς; Για σκεφθείτε πώς θα ήταν τα πράγματα, αν στην Τρίπολη, στο Τατόι ή στη Ρόδο (αλήθεια, Δήμαρχε… γιατί δεν κάνεις την επανάστασή σου αναβιώνοντας τους αγώνες ταχύτητας μέσα στην πόλη;) αν, λοιπόν, έτρεχαν αυτοκίνητα σχεδιασμένα και κατασκευασμένα στην Ελλάδα, στο μεγαλύτερό τους μέρος τουλάχιστον.
Κουράστηκα, αγαπητοί μου (και παλιοί) φίλοι, να βαδίζω σ’ αυτή την άνυδρη έρημο και όπως όλοι έχω και ένα ανεκπλήρωτο όνειρο: να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι στη νότια Αμερική κι άλλο ένα στην Αφρική! Θα ήθελα να έχω το χρόνο (και τη γαλήνη) που θα μου επιτρέψουν να γράψω τα άρθρα μου, να φωτογραφίσω το περιβάλλον και ίσως να στείλω τη δουλειά μου στους 4T!
Μέχρι το αβέβαιο «τότε», όμως, πρέπει να συνεχίσω μ’ αυτά που κάνω, και σαν άλογο στο άροτρο, να προχωρήσω μόνο εμπρός, αφού ο δρόμος που διάλεξα (διαλέξαμε;) δεν επιτρέπει λοξοδρομήσεις και στάσεις.
Το καλό βέβαια με αυτή τη δουλειά είναι ότι πού και πού προσφέρει και χαρές, όπως αυτή του Κώστα Λακαφώση, που στις 23 Μαρτίου κέρδισε τη 2η θέση της γενικής με το Τσινκουετσέντο των 4T στην ανάβαση Αχλαδόχαμπου. Το άλλο καλό είναι ότι ακόμα μπορώ να βρίσκω το χρόνο για να πάω σινεμά. Τώρα μάλιστα που η Γλυφάδα απέκτησε τις τρεις ωραίες αίθουσες της Philips Cinepolis (σύνολο 6) ίσως πηγαίνω πιο συχνά.
Τι είδα; Ό,τι είδατε κι’ εσείς! Τον «Άγγλο ασθενή» (άξιζε και τα 9 Όσκαρ για το τεχνικό μέρος, αλλά όχι και για το σενάριο τού στιλ «Πικρή, μικρή μου αγάπη!»), το «Τζέρι Μαγκουάιρ» (εκπληκτικός ο Κούμπα Γκούντινγκ τζούνιορ και άξιο το Όσκαρ που πήρε για το δεύτερο ανδρικό ρόλο), την «Υπόθεση Λάρι Φλιντ», την «Καρδιά του Δράκου» του Ρόμπι Κοέν που έκανε και το «Daylight», που ευτυχώς δεν είδα, και το «Devil’s Οwn» (ελληνιστί «Ο τρομοκράτης») του Αλάν Πακούλα με τους Χάρισον Φορντ και Μπραντ Πιτ. Θα πείτε… Καλά οι τρεις πρώτες ταινίες. O Δράκος πού κολλάει; Πρώτον θα σας πω ότι η ζωή είναι άχρηστη (και άχρωμη και άοσμη) χωρίς παραμύθια και δεύτερον τα ειδικά εφέ της ταινίας ήταν εκπληκτικά. Στον «Ασθενή» θα πάρετε μια ισχυρή γεύση κινηματογραφικού επαγγελματισμού, στο Λάρι Φλιντ τη στυφή γεύση του μακαρθισμού (για την οποία οι νεότεροι δεν έχουν ιδέα), στο Μαγκουάιρ μια ισχυρή δόση live, στο Δράκο, εκτός από όνειρα, τη φωνή του Σον Κόνερι που σαν το καλό κρασί όσο μεγαλώνει τόσο καλύτερος γίνεται, και στον Τρομοκράτη τίποτα απολύτως. Το φιλμ ακουμπάει επιδερμικά το πρόβλημα της Ιρλανδίας και δε θίγει καθόλου τους κυρίως υπεύθυνους για το χαλασμό, τους Άγγλους (ψυχασθενείς;).
Απομένει να δω τις ταινίες: « O Πόλεμος των Άστρων» (πάλι, γιατί όχι;), «Ο σολίστας» του Σκοτ Χικς, «Μυστικά & Ψέματα» του Μάικ Λι, «Ο καθρέφτης έχει δύο πρόσωπα», «Οι Μάγισσες του Σάλεμ» και «Ρωμαίος & Ιουλιέτα», αλλά πού καιρός!
Δεν είδα ακόμα την παρέλαση της 25ης Μαρτίου! Όλο το χρόνο σκεπτόμουν ότι καλό θα ήταν να ξαναζήσω μερικές από τις παιδικές μου στιγμές (και να συμπαρασταθώ στους άνδρες και στις γυναίκες που υπηρετούν την πατρίδα), αλλά πάλι δεν τα κατάφερα._Κ.Κ.
Τρίγωνα, τετράγωνα και λεωφορειο-πεζόδρομοι
Με χαρά βλέπω ότι όλο και περισσότεροι «επώνυμοι» (γιατί οι ανώνυμοι έχουν ήδη εκδηλωθεί) τάσσονται κατά των αλλαγών που επιχειρούν στις περιοχές τους ορισμένοι άρχοντες προκειμένου να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων, οι οποίοι με τη σειρά τους προφυλάσσουν την υγεία των παιδιών τους. Έτσι, εκτός από το «ιστορικό» κύριο άρθρο του διευθυντή της εφημερίδας «Το ΒΗΜΑ» (και διευθυντού μου) Σταύρου Ψυχάρη, άκρως ειρωνικά σημειώματα έγραψαν ο Νίκος Δήμου, ο «Παρατηρητής» και ο Γιώργος Κουμάντος στην «Καθημερινή» καθώς και άλλοι που τα πονήματά τους φυλάσσονται ευλαβικά στο αρχείο μου.
Στο σημείο αυτό και για να μην ξεχνάμε, πρέπει να πούμε ότι τα πρώτα όχι απλώς ειρωνικά αλλά πέρα για πέρα ρεαλιστικά σχόλια για τα κοινωνικά και οικονομικά «εγκλήματα» που επιχειρούν οι εν λόγω άρχοντες δημοσιεύθηκαν σ’ αυτό εδώ το περιοδικό καθώς και στη στήλη του υπογράφοντος στο «ΒΗΜΑ». Γιατί πρόκειται για «εγκλήματα» το έχουμε πει πολλές φορές, αλλά μία ακόμα δε βλάπτει.
Συνήθως η «παρέμβαση» αρχίζει σε κάποιο δημοτικό συμβούλιο όπου ένας ή περισσότεροι σύμβουλοι προτείνουν να πεζοδρομηθεί ένας δρόμος, γιατί οι κάτοικοι διαμαρτύρονται, επειδή υπάρχει μεγάλη κίνηση. Ενενήντα πέντε φορές στις 100 πίσω από την αθώα πρόταση κρύβεται η επιθυμία ορισμένων να αλλάξουν τη χρήση γης στο συγκεκριμένο δρόμο, τετράγωνο ή συνοικία. Οι άλλοι σύμβουλοι πέφτουν στην παγίδα (ποιος μπορεί να αντισταθεί σε επιχείρημα που αφορά την υγεία των παιδιών) και εγκρίνουν την αλλαγή. Σε λίγους μήνες στο δρόμο παρουσιάζεται η πρώτη παμπ ή καφενείο και τοποθετούνται τα πρώτα τραπεζοκαθίσματα. Έτσι, μια περιοχή κατοικίας (με όλες τις δυσκολίες από το θόρυβο της κυκλοφορίας) μεταβάλλεται σε περιοχή ψυχαγωγίας και, όπως όλοι βλέπουμε, ανεξέλεγκτης στάθμευσης. Τα τραπεζάκια καταλαμβάνουν όλο το μήκος του πεζοδρομίου και οι έρημοι οι αυτόχθονες που μέχρι πρότινος είχαν να αντιμετωπίσουν τα υβρίδια που στάθμευαν μέσα στις εισόδους των σπιτιών τους, τώρα έχουν να αντιμετωπίσουν τους «φουσκωτούς» των νυχτερινών κέντρων.
Με το πέρασμα του χρόνου τα διαπλεκόμενα (μεταξύ επιχειρηματιών, δημοτικών αρχόντων, αστυνομικών οργάνων και πολιτικών) μεγαλώνουν. Όποιος τολμήσει να διαμαρτυρηθεί, κατηγορείται είτε ότι «υπηρετεί τα συμφέροντα των γιωταχί» είτε ότι «δεν ενδιαφέρεται για την υγεία των παιδιών του!». Είναι τόση η διαστροφή (και τόσα τα ατομάκια που τσιρίζουν υστερικά σε παρόμοιες περιπτώσεις) που κανείς (ούτε ο …υπογράφων!) δεν έχει το θάρρος να αντιμετωπίσει. Τους έζησα στη διάρκεια της θητείας μου στο Δήμο Αθηναίων και δηλώνω ότι έχω καλύτερα πράγματα να κάνω στη ζωή μου από το να αντιμετωπίζω υστερικά άτομα και ύποπτα συμφέροντα.
Ας διαβάσουμε όμως ένα απόσπασμα για τη δημιουργία πεζόδρομων χωρίς να υπάρχει η σύμφωνη γνώμη των κατοίκων, από το άρθρο του καθηγητή Γιώργου Κουμάντου που δημοσιεύθηκε στη «Καθημερινή» της 23.3.97…
«…Το να βρίσκεται ξαφνικά το σπίτι σου στο επίκεντρο νυκτερινών παλλαϊκών ψυχαγωγιών, το να δυσκολεύεσαι να φτάσεις στην πόρτα του σπιτιού σου είτε με αυτοκίνητο (απαγόρευση) είτε και πεζός (τραπεζάκια και νυκτόβιοι), γιατί έτσι αποφάσισε κάποιος μακρινός και ενδεχομένως υστερόβουλος αρμόδιος, δεν είναι μόνο κατάρα Θεού, είναι και δείγμα περιφρόνησης του κράτους και των οργάνων του προς τον πολίτη…»
Και καλά οι πεζόδρομοι και τα νυχτερινά κέντρα. Αν είσαι νέος, τεμπέλης και άχρηστος (αν δεν εργάζεσαι δηλαδή, επειδή δε βρίσκεις δουλειά) κατεβαίνεις στο πεζοδρόμιο και γίνεσαι κι εσύ μέρος του ξεφαντώματος. Αν όμως δουλεύεις; Αν σε κυνηγάνε οι υποχρεώσεις και τα γραμμάτια; Αν ανήκεις σ’ αυτή την μπανάλ κατηγορία των ανθρώπων που εργάζονται και παράγουν και, όχι μόνο αυτό, αλλά πάνε από τα χαράματα στη δουλειά τους, τότε την έχεις βαμμένη. Πέρα από το ότι δε θα βρεις θέση να παρκάρεις το αυτοκίνητο ή τη μηχανή σου, θα μείνεις άυπνος και, αν διαμαρτυθείς, μπορείς να φας και καμιά φάπα από τους «φουσκωτούς».
Και καλά οι πεζόδρομοι. Αν τα πράγματα παραγίνουν, απλά τους αγνοείς. Οι αποκλεισμοί ολόκληρων περιοχών; Αυτοί πώς σας φαίνονται; Όπως έχω γράψει και άλλη φορά, οι 4TPOXOI και ο υπογράφων είναι στη διάθεση κάθε τοπικού αστέρα που έχει τις γνώσεις ή τα κότσια να κάνει διάλογο πάνω στο θέμα των πεζοδρομήσεων και των αποκλεισμών ολόκληρων συνοικιών, έτσι, χωρίς πρόγραμμα.
Όχι όμως μέσα από τις στήλες ενός μηνιαίου περιοδικού, αλλά σε κάποια αίθουσα ή, ακόμα καλύτερα, στην τηλεόραση, αν κάποιος καλός συνάδελφος κάνει τον κόπο να μας καλέσει για να μιλήσουμε γι’ αυτό το μέγα πρόβλημα. Και βέβαια πρέπει να γίνονται πεζόδρομοι. Και βέβαια πρέπει ολόκληρες περιοχές να αποκλείονται από την κυκλοφορία (ιστορικά κέντρα, πάρκα, περιοχές φυσικού κάλλους κ.λπ) αλλά όχι και το Κολωνάκι, η Φιλοθέη, του Παπάγου και το Ψυχικό, ρε μεγάλοι (Δήμαρχοι).
Όπως λένε και οι Αγγλοσάξονες (που τόσο πολύ θαυμάζετε): pull my other leg… There are bells on it too._K.K.