IΣΩΣ
βρω το κουράγιο να γράψω εκείνο το βιβλίο
που θα έχει τον τίτλο «Ασημόσπιτο». Όσο
περνάει ο καιρός, αισθάνομαι ότι πρέπει
να το κάνω, αφού δεν περνά ημέρα (και
νύχτα) που να μη με επισκέπτονται εικόνες
απ’ το παρελθόν, το οποίο δεν ήταν
φτιαγμένο από λαμαρίνα ή χρυσό, αλλά
από… ασήμι. Τα όνειρα της τάξης μου (της
κοινωνικής) ήταν ασημένια, το ίδιο οι
κοπελιές, το φως του φεγγαριού, τα
αυτοκίνητα και οι… ντισκοτέκ. Η δική
μας ήταν στη Γλυφάδα και λεγόταν Silver
House-«Ασημόσπιτο». Εκεί πηγαίναμε τα
σαββατόβραδα, χορεύαμε «τσικ του τσικ»
και πίναμε βερμούτ. Στα σπίτια είχαμε
ασημένιο σερβίτσιο που οι μανάδες
γυάλιζαν με Brasso. Και πώς τα καταφέραμε,
αφού δεν ανήκαμε στη «χρυσή» νεολαία;
Νομίζω καλά, για να μην πω θαυμάσια.
Έχοντας μεγαλώσει σε σπίτια που κρατούσαν
το μέτρο με γονείς που βάδιζαν τη μέση
οδό,
καταφέραμε να διατηρήσουμε την κοινωνική
και πολιτική ισορροπία, με το τιμόνι
μας να «παίρνει» αριστερά. Έχει αυτό
σημασία; Νομίζω πως ναι. Με το να «παίρνει»
αριστερά, μας έκανε να βλέπουμε τα
πράγματα (και τ’ αυτοκίνητα) με άλλο
μάτι. Αν κανείς (από τους νεότερους)
κάνει τον κόπο να ρίξει μια ματιά σε
παλιά τεύχη, θα δει τον «αγώνα» (εντός
εισαγωγικών, μια και η λέξη έχει χάσει
τη σημασία της, με τους «αγώνες» κάποιων
κοινωνικών τάξεων στην Ελλάδα) ενάντια
στη σπατάλη, την κατανάλωση και την
οικονομική και κοινωνική χυδαιότητα.
Για το γράφοντα, το αυτοκίνητο
δεν ήταν ποτέ
σκοπός,
αλλά μέσο.
Κάτι που ποτέ δεν κατάλαβαν όσοι επιμένουν
να αγνοούν την προσφορά του περιοδικού
στην προσπάθεια για κατάκτηση γνώσης
και προσωπικής -και, ως επακόλουθο,
εθνικής- αξιοπρέπειας. Λένε οι εκπρόσωποι
της νέας εποχής: τι μας νοιάζουν αυτά,
ρε Καββαθά; Γράψε πώς θα κάνω το Civic να
«βγάζει» 350 άλογα.
Όχι, ρε. Δε γράφω πώς να κάνετε το Civic να «βγάζει» 350 «άλογα». Πρώτον, γιατί αυτά τα γράφαμε όταν το επέτρεπε η εποχή και ο κοινωνικός περίγυρος και, μετά, γιατί κανείς δε χρειάζεται 350 άλογα, εκτός κι αν λαβαίνει μέρος σε αγώνες, οπότε του κάνουμε πιτ – για να μη χρησιμοποιήσω κάποιον άλλο, βαρύτερο χαρακτηρισμό. Το γεγονός ότι τα αυτοκίνητα δεν ήταν ποτέ σκοπός, αλλά μέσο, δε μας εμπόδισε να είμαστε πρώτοι στον τομέα μας. Οι 4ΤΡΟΧΟΙ οδήγησαν πρώτοι τα καλύτερα, ακριβότερα, ταχύτερα και τεχνολογικά πιο προηγμένα αυτοκίνητα στον κόσμο, παρουσιάζοντας πάντα τους μηχανικούς και σχεδιαστές που ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτά. Και το έκαναν, για να δώσουν το παράδειγμα στους νέους αναγνώστες, να τους κάνουν να καταλάβουν ότι, εκτός απ’ το φραπόγαλο και το «προπολόττο», υπάρχει ο κόσμος της δέσμευσης και της δημιουργίας, γιατί τι αξία έχει ένα «Μπαντζάι» κουπέ με φιμέ τζάμια και ζαντολάστιχα, όταν η πατρίδα σου (δηλαδή εσύ) δανείζεται δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο για να το αγοράσει; Το «αυτοκίνητο» έχει αξία, όταν είσαι μάγκας και το σχεδιάζεις, το κατασκευάζεις και το εξάγεις εσύ σε χώρες όπου ανθεί το φραπόγαλο και το δήθεν.
Με ρωτάνε συχνά ποιο αυτοκίνητο μ’ αρέσει και απαντώ «αυτό που δεν έχει σχεδιαστεί ακόμα», για να δείξω (μάταια, καθώς φαίνεται) ότι δε μ’ αρέσουν τ’ αυτοκίνητα, αλλά η αυτοκίνηση, η μόνη από τις ελευθερίες που έχει απομείνει στο σύγχρονο (Δυτικό) άνθρωπο, γιατί δεν πιστεύω ότι τα παιδιά στα βομβαρδισμένα χωριά του Αφγανιστάν και του Ιράκ μιλάνε για… Porsche. Με αυτήν τη σκέψη βάδισα όλη μου τη ζωή και το ίδιο έκανε το περιοδικό και οι συνεργάτες του. Τι σχέση έχουν όλα τούτα με το «Ασημόσπιτο»; Έχουν, γιατί, αν πρόκειται να μείνει κάτι, εκτός από τα 600 (;) τεύχη του περιοδικού, αυτό είναι και η ιστορία ενός παιδιού που γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στους χωματόδρομους του Νέου Κόσμου και του Μετς κι έγινε ό,τι έγινε στο χώρο του. Το Silver House (και οι 4Τ) θα μπορούσαν να βοηθήσουν ένα (ή περισσότερα) παιδιά που μεγαλώνουν σε μια συνοικία της Αθήνας, της Λάρισας ή των Ιωαννίνων (τι σημασία έχει;) να ακολουθήσει το δικό του δρόμο, σε όποιον τομέα εκείνος ή εκείνη έχει επιλέξει. Το έχω πει δεκάδες φορές και θα το πω ακόμα μία: μόνο κάποιος που είναι πνευματικά καθυστερημένος μπορεί να έχει όνειρο ζωής την αγορά ενός… 4×4! Τη σχεδίαση και την κατασκευή ναι, αλλά την αγορά; Όνειρα που αγοράζονται με 0% προκαταβολή και 36 άτοκες δόσεις δεν είναι όνειρα, αλλά υπερβολικές δόσεις ματαιοδοξίας, για να μην πω βλακείας. Λένε ότι καλός συγγραφέας γίνεται κανείς μετά τα πενήντα. Το γιατί το γνωρίζει εκείνος που «έγραψε» το λογισμικό που ρυθμίζει τις λειτουργίες του εγκέφαλου. Όπως όλα τα προγράμματα, έτσι κι αυτό, παίζει περίεργα παιχνίδια. Όπως μια Κυριακή που το laptop έγινε… παράθυρο στη RAM. Μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης, έβλεπα εικόνες απ’ το παρελθόν και το μέλλον. Μια νύχτα σε ειδική διαδρομή ενός ράλλυ, ένα πρωινό στη Monza, δύο φύλα του φθινοπώρου σ’ ένα βιβλίο, ένα πρόσωπο που χάθηκε στο χρόνο… Ακόμα και το χτύπημα της καρδιάς σε μια πτήση με αεροπλάνο που «τραβάει» 8,5 g, η αδρεναλίνη (και ο φόβος) που πλημμυρίζει τις φλέβες και σφίγγει το στομάχι στο κατέβασμα μιας ειδικής, ο ύπνος στα γραφεία, τα ξενύχτια στα λιθογραφεία και βιβλιοδετεία… Σαν ταινία χωρίς τέλος. Εικόνες από το Tron ή, για να είμαι πιο κοντά στην εποχή, το Matrix!
Δύο, μπορεί και τρία σώματα! Ένα γήινο. Άλλο φτιαγμένο από αιθέρα, να παρακολουθεί το πρώτο. Κι ένα τρίτο, να απορεί. Το ένα, Ιωνάθαν. Το άλλο, σε επαφή με το πρώτο, κάτι σαν Φλέτσερ, δηλαδή. Σελίδα απ’ το βιβλίο Solaris που γράφει για το μαθητευόμενο θεό. Η περίπτωση χρήζει θεραπείας ή όχι; Χρήζουν θεραπείας όσοι ονειρεύονται και χωρίζονται στα δύο ή στα τρία; Όσοι καίγονται με αυτά και από αυτά που κάνουν στη ζωή, ελπίζοντας ότι θα δουν τον ήλιο ν’ ανατέλει; Μάλλον το τελευταίο, γιατί ποιος μπορεί να πιστέψει ότι πέρασα τα τελευταία 40 χρόνια δοκιμάζοντας τα καινούργια «Μπαντζάι»;
Τελικά, είμαι τυχερός που μεγάλωσα τα δύσκολα χρόνια. Που η τάξη μου στο δημοτικό ήταν μια αίθουσα όπου έλειπαν οι δύο τοίχοι. Τους είχε βομβαρδίσει εγγλέζικο τανκ. Ποιο τανκ; Δε βαριέστε… Λεπτομέρειες που δεν ενδιαφέρουν τη νέα γενιά. Οι νεκροί με τους νεκρούς και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς-νεκρούς – στα «λιμανάκια» της Βουλιαγμένης.
Με όσα γράφω, φοβάμαι ότι δε θα φτάσουμε τα 40 χρόνια. Όμως, μπορεί να κάνω λάθος, αφού το ίδιο είχα πει για τα 35 και φτάσαμε. Και πώς! Μ’ έναν τρόπο που όμοιός του δε θα υπάρξει πάλι. Κι εδώ είναι το οξύμωρο του γεγονότος. Τα αυτοκίνητα είναι καλύτερα, αλλά η αυτοκίνηση πνέει τα λοίσθια! Το γιατί το είδαμε (πάλι) στα δελτία με τα «πέταλα του θανάτου» και τον… Μολώχ «πρώτο τραπέζι πίστα» στις αναλύσεις που έκαναν οι πλέον… αναρμόδιοι. Αν οι ιερείς του Μεγάλου Αδελφού, σε συνεργασία με τα Nεάτερνταλ και τα τσογλάνια, κερδίσουν τον πόλεμο (των εντυπώσεων), σε λίγα χρόνια δε θα υπάρχει δρόμος χωρίς κάμερα και ραντάρ που να καταγράφει τη κάθε μας κίνηση. Αν, λοιπόν, έλθει μια ημέρα που θα πληρώνω «ένα σκασμό λεφτά», για να έχω ένα αυτοκίνητο που δε θα μπορώ να οδηγώ, τότε προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός; Εντάξει… Δεν είναι όλη η Ελλάδα εθνική οδός. Υπάρχουν ακόμα δρόμοι έρημοι, όπου μπορεί κανείς να οδηγήσει όπως τον παλιό, καλό καιρό. Το ερώτημα που τίθεται είναι άλλο. Ποιος από σας, που διαβάζετε τους 4Τ, ζει σαν τον παλιό, καλό καιρό; Όσοι γνωρίζω δουλεύουν «ήλιο με ήλιο». Η ζωή περνά τόσο γρήγορα, που δεν ξέρουν πού πήγε ο καιρός. «Θυμάσαι», λένε, «τις τέλειες διαδρομές που κάναμε τη δεκαετία του ’70»; Εγώ θυμάμαι. Οι αναγνώστες έχουν ξεχάσει ή εγκαταλείψει το σπορ, επειδή ο ρυθμός της ζωής μας άλλαξε και τίποτα δεν είναι πλέον το ίδιο. Ούτε «αθώο» είναι. Κάθε μας ενέργεια κοστίζει (σε χρήμα, σε χρόνο, στο περιβάλλον, στους άλλους). Πριν από χρόνια, έκανα μια προσπάθεια να ξαναζήσω την παραίσθηση (με την Integrale) και παραλίγο να το καταφέρω. Και λέω «παραλίγο», γιατί, όταν έφτασα στην Τρίπολη (από το Λεωνίδιο) και σταμάτησα στην πλατεία μπροστά στο ξενοδοχείο «Μαίναλο», αισθάνθηκα τα πόδια μου να παραλύουν από σοβαρή κρίση… νοσταλγίας! Γιατί δεν έφτανε η απώλεια του ενός «παραδείσου» των τέλειων διαδρομών, αλλά βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τις αναμνήσεις μου. Γιατί τέσσερα ολόκληρα καλοκαίρια, τρεις φορές την εβδομάδα, έκανα «βόλτα» σ’ αυτήν την πλατεία μαζί με τους φίλους τους παλιούς, που μαθαίναμε να πετάμε ανεμόπτερα στο Αεραθλητικό Κέντρο Τριπόλεως, το οποίο λειτουργούσε στο αεροδρόμιο τη δεκαετία του ’50. Σαν να ζούσα σκηνές από την ταινία The Signing! Πίνοντας έναν καφέ, είδα τις κοπελιές που έκαναν βόλτα στην πλατεία και εμένα μαζί με τους λοιπούς «Iνδιάνους» να προσπαθούμε να τις εντυπωσιάσουμε με τις αεροπορικές μας ιστορίες. Οι τέλειες διαδρομές απαιτούν και τέλειες εποχές και τούτες εδώ δεν είναι απ’ τις καλύτερες. Όχι πως τις απορρίπτω… Αν κάποιος σ’ αυτήν τη χώρα και σ’ αυτό το επάγγελμα ήταν τυχερός, αυτός είμαι εγώ, γιατί δεν πιστεύω να υπάρχει άλλος Έλληνας που να έχει οδηγήσει τόσα αυτοκίνητα. Aλλά έχει πλέον σημασία; Τα παραλέω; Μπορεί, αλλά, ύστερα από τα όσα έδειξε η έρευνα για τις συνήθειες των αναγνωστών, φοβάμαι ότι θα πω κι άλλα. Γι’ αυτό και, τελευταία, και οι τρεις μετακομίζουμε στο Kαθαρτήριο, εν αναμονή της Ημέρας της Κρίσεως. Τότε, που ο Προγραμματιστής θα αποφασίσει να μεταφέρει το λογισμικό μου σε άλλο hardware, μια και το δικό μου πάλιωσε και δεν έφτασε ακόμα ο καιρός που θα μπορώ (μπορούμε) να το επισκευάζω και να συνεχίζω να ζω όσα χρόνια θέλω, αφού, όπως πάλι σας έχω πει, ο θάνατος είναι ένα γελοίο μηχανικό λάθος που σύντομα θα αντιμετωπιστεί από τη (νέα) επιστήμη. Μέχρι τότε κι επειδή, με αυτά που γράφω, κινδυνεύω να με… σκοτώσετε, επιστρέφω στα καθημερινά, που, σε αντίθεση με προηγούμενους μήνες, είχαν ενδιαφέρον.
Πρώτα απ’ όλα, το επετειακό λεύκωμα που κυκλοφόρησε με το τεύχος Οκτωβρίου. Όσοι το αγοράσατε πρέπει να είδατε τι σημαίνει αυτό το περιοδικό. Αν κάνατε τον κόπο να το διαβάσετε, θα είδατε πόσες «αποκλειστικότητες» του ανταγωνισμού είχαν γίνει πριν από… δεκαετίες στους 4Τ. Όμως, δεν πρόκειται μόνο για τις αποκλειστικότητες, αλλά για το πνεύμα που διατρέχει όλα τα τεύχη, από τον Οκτώβριο του 1970 μέχρι σήμερα.
Μπορεί να φταίει ο χρόνος, οι συνήθειες που δεν αλλάζουν εύκολα, οι δάσκαλοί μου και η γενιά που μαζί φτιάξαμε τους 4Τ. Ίσως φταίει ο «σκληρός» που γέμισε, οι Ερινύες ή οι Ευμενίδες που με καταδιώκουν, ο καιρός που περνάει ή όλα μαζί, και ακόμα τόσα, αλλά, παρακαλώ, πείτε μου πόσο πωρωμένος πρέπει να είναι κάποιος, για να κάνει ότι δε βλέπει τα όσα συμβαίνουν στο θαυμαστό καινούργιο κόσμο μας; Πόσο χοντρόπετσος πρέπει να είσαι, για να αδιαφορείς, όταν οι πόλεις του «αναπτυγμένου κόσμου» έχουν μεταβληθεί σε θαλάμους αερίων, ενώ εκείνες του τρίτου καταρρέουν από την πείνα και τις αρρώστιες; Δεν ξέρω αν εσείς, που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, ανήκετε στους παλιούς αναγνώστες ή είστε νέος, που αγοράσατε τους 4Τ επειδή «διαφημίστηκαν στη τηλεόραση». Αν είστε παλιός, ξέρετε. Αν ανεβήκατε τώρα στο τρένο, θα πω λίγα πράγματα που συμπληρώνουν τα όσα διαβάσατε στο λεύκωμα που συνόδευε το τεύχος Οκτωβρίου. Στο πρώτο «Εν Λευκώ» έγραψα ότι οι 4ΤΡΟΧΟΙ θα είναι ένα περιοδικό για την τεχνολογία της αυτοκίνησης, που, όμως, απευθύνεται σε ψαγμένους αναγνώστες. Ψαγμένος είναι εκείνος που ενδιαφέρεται για την όποια δραστηριότητα, χωρίς να γίνεται σκλάβος της. Αν του «αρέσουν τ’ αυτοκίνητα», δεν ενδιαφέρεσαι μόνο για το νέο μοντέλο, αλλά κοιτάει πέρα απ’ τις επιδόσεις, το «look», και το κοινωνικό status. Με την ατμόσφαιρα να πεθαίνει από τα καυσαέριά του, τις πόλεις να δηλητηριάζονται και τους παγετώνες να λιώνουν, όλοι όσοι ενδιαφέρονται για το παρόν και το μέλλον του πλανήτη και την περίφημη «υγεία των παιδιών τους» δεν μπορούν να συμπεριφέρονται σαν κατακτητές στην ίδια τους τη χώρα, δε νομίζετε;._ Κ. Κ.
Αντιλογισμοί
Στα 35 χρόνια της ζωής του περιοδικού, λίγες, ελάχιστες φορές δημοσίευσα ονόματα αρμοδίων (υπουργών, γενικών γραμματέων, διευθυντών) ή υπευθύνων σε επιχειρήσεις (αντιπροσωπείες, διαφημιστικές εταιρείες, επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα κτλ.) που αγνόησαν προκλητικά, κορόιδεψαν ή ενέγραψαν τις προτάσεις μου στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. # Ο λόγος της μη αναφοράς ήταν η έμφυτη αντιπάθειά μου για κάθε λογής μηδενικό που κατέλαβε μια «θέση», επειδή κολλούσε αφίσες ή φώναζε περισσότερο στις «αγωνιστικές κινητοποιήσεις» της συντεχνίας του ή επειδή έτυχε να τα «κονομήσει», πουλώντας επώνυμες μάρκες ενδυμάτων, αυτοκινήτων, δικύκλων και λοιπών καταναλωτικών αγαθών. # Προτιμούσα να τους αγνοώ, παρά να τους κάνω γνωστούς στο κοινό, αλλά η τακτική αυτή παρεξηγήθηκε, σε βαθμό που ορισμένοι να θεωρούν το περιοδικό δεδομένο. # Η τακτική αυτή άφησε την τελευταία της πνοή στο προηγούμενο τεύχος. # Από εδώ κι εμπρός, όποιος «γράφει» το περιοδικό, τους συνεργάτες του και το γράφοντα θα παρουσιάζεται στους «Αντιλογισμούς», για να ξέρουν όλοι με ποιον ή ποια έχουν να κάνουν. # Η πρόσφατη ανακάλυψη της… Αμερικής (ότι στα ΑΕΙ γίνονται παράνομες μεταγραφές), με τις υποθέσεις Τσιτουρίδη και Βούγια, μου θύμισε το «γράψιμο» που μου έκανε ο τελευταίος, όταν, για ένα φεγγάρι, ήταν υφυπουργός… Μεταφορών! # Του τηλεφώνησα τρεις φορές, για να παρουσιάσω την πρότασή μου για τον αγώνα με τα ηλιακά οχήματα, αλλά ο υφυπ. με «έγραψε» κανονικά. Περιττό να σας πω ότι το ίδιο έκανα κι εγώ και, όπως αποδείχτηκε, δεν είχα άδικο. # Αντίθετα, ο υπουργός Παιδείας, Π. Ευθυμίου, με δέχτηκε δύο φορές (για το ίδιο θέμα), ήρθε στη συνέντευξη Τύπου στο Ζάππειο και, στη συνέχεια, «συνέδεσε» κανονικά το ΦAEΘΩN -κι εμένα-, σε αντίθεση με τον κ. Βενιζέλο, που ενέκρινε το κονδύλι της διοργάνωσης ως υπουργός Πολιτισμού. # Το «παιδί» φοβόταν τα… ηφαίστεια κι έκανε μεταγραφή από τη Νάπολη στην Αθήνα. # Άλλα«παιδιά» έπασχαν από διαβήτη, καρδιοπάθειες, αγοραφοβία, δυσχέρειες στην όραση και δεκάδες άλλες «αρρώστιες» που ανακάλυψαν (και συνεχίζουν να ανακαλύπτουν) τα άτομα με τις ειδικές ανάγκες που τα δημιούργησαν και εξακολουθούν να τα δημιουργούν, δηλαδή οι γονείς. # Προβληματικοί, συγκαμένοι και δυσκοίλιοι που δε μεγαλώνουν παιδιά, αλλά εμφανίζουν τις φωτογραφίες τους. # Από την άλλη, ευτυχώς, γονείς «μάγκες», προσγειωμένοι και υγιείς, που μεγαλώνουν τα παιδιά τους σαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες, μη ζητώντας καμία χάρη από κανέναν και για κανένα. # Και είναι αυτά τα παιδιά (και οι γονείς) που κερδίζουν τη μάχη της αξιοπρέπειας και της ζωής. Τα άλλα, τα λαμόγια, οι κοπανατζήδες και οι δήθεν περνούν στη σφαίρα του κοινωνικού και μορφωτικού πολτού που μιλάει με λεξιλόγιο σκύλου.