Kανονικά, αυτή την εξομολόγηση θα ‘πρεπε να την κάνω στους πνευματικούς μου γονείς, στην εκκλησία του Αγίου Χριστόφορου (που είναι προστάτης των οδηγών), αλλά τον τελευταίο καιρό, όλο λείπουν. O ένας, ο Τάζιο Νουβολάρι, δοκιμάζει Άλφα Ρομέο στις λεωφόρους του ουρανού πάνω απ’ την Πάδουα, ο άλλος, ο Χουάν Μανουέλ Φάντζιο, τρέχει με μια 300SLR στους δρόμους του Μίλε Μίλια και του Καρέρα Παναμερικάνα και ο τρίτος, ο Έντζο Φεράρι, έχει εξαφανισθεί στις αλέες του παραδείσου. Όσο για τους άλλους ιερωμένους, τον Φον Τριπς, τον Κλαρκ, τον Κόλινς, τον Ριντ και τον Βιλνέβ και τους άλλους, ούτε αυτούς τους έχω συναντήσει από την ημέρα που σκοτώθηκε ο Σένα. Από αξιόπιστη πηγή πληροφορήθηκα ότι κινούνται μεταξύ του παλιού Νίρμπουργκρινγκ και του οτοντρόμο της Μόνζα δοκιμάζοντας Φεράρι GTO και Πόρσε με μακριές ουρές για τις 24 Ώρες του Μαν.
Μετά από αυτά, δεν μου μένει παρά να εξομολογηθώ στους αναγνώστες ελπίζοντας ότι θα με συγχωρέσουν γιατί αμάρτησα. Ποια είναι η αμαρτία; Ότι δεν χαίρομαι πλέον την οδήγηση, αυτή είναι η αμαρτία και εύχομαι να μη μ’ ακούσει ο άγιος Ένζο γιατί την έχω βαμμένη. Και πώς να την χαρώ, αφού τα πραγματικά αυτοκίνητα εξαφανίστηκαν και το ίδιο ισχύει και για τους πραγματικούς οδηγούς. Είναι άραγε υπερβολή να πω ότι οι δρόμοι γέμισαν με αυτοκινούμενα στέγαστρα, με αερόσακους και ABS αλλά και άτομα που απλώς περιστρέφουν ένα τσέρκι (το τιμόνι), μια δεξιά, μια αριστερά;
Τον τελευταίο μήνα, και με την ευκαιρία του επετειακού τεύχους, οδήγησα πολλά καινούρια αυτοκίνητα, αλλά θυμάμαι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μόνο τριών: τις εξωπραγματικές επιδόσεις του Άουντι RS2 με τους 420 ίππους (αλλά και την εξωπραγματική του τιμή), τον θαυμάσιο κινητήρα του νέου Μάζντα 323F 1,5 και τον επίσης εξαίσιο κινητήρα του νέου Νισάν 200SX. Βέβαια, αν είχα την ευκαιρία να πάω στο Μαρανέλο και να οδηγήσω τη Φεράρι F355 αλλά και στο Τσουφενχάουζεν για τη νέα Πόρσε Καρέρα 4, τότε τα πράγματα θα ήταν σαφώς διαφορετικά. Όμως, οι εποχές που έκανα… 36 ταξίδια το χρόνο μάλλον παρήλθαν οριστικά. Οι υποχρεώσεις βλέπετε! Αλλά, έστω ότι έπαιρνα τη δόση μου. Μετά τι θα γινόταν; Θα επέστρεφα στη Χαρτόβια και οι ευχάριστες αυτοκινητιστικές στιγμές θα μετατρέπονταν σε άγχος και αγωνία από τα όσα, τρελά και απαράδεκτα, συμβαίνουν στη χώρα μας.
Στην οποία χώρα μας (όπως λέει και ο Νίκος Μάργαρης) η κατοχή και χρήση ενός καλού αυτοκινήτου αποτελεί, σύμφωνα με τους γελωτοποιούς της εξουσίας, έγκλημα κατά της -διεστραμμένης- κοινωνίας που οι ίδιοι (οι γελωτοποιοί) τόσο περίτεχνα έχουν στήσει.
Τι θέλω να πω; Απλά ότι δεν μπορούμε ν’ αποκτήσουμε ένα καλό αυτοκίνητο, επειδή το κράτος έχει να συντηρήσει -με την εξοντωτική φορολογία που επιβάλλει στους πολίτες που κάνουν το λάθος να είναι εν τάξει με τις υποχρεώσεις τους- τους δεκάδες ΔΕΚΟ-ελέφαντες που συντηρεί με το πρόσχημα της κοινωνικής πολιτικής. Εξακόσια δισεκατομμύρια γράφουν οι εφημερίδες χρωστάει η Ολυμπιακή Αεροπορία και, αυτά τα 600, συν άλλα 1000 ή 2000 δισ. (κανείς δεν ξέρει πλέον) καλούνται να πληρώσουν οι λίγοι Έλληνες που εργάζονται και παράγουν! Για ποια καλά αυτοκίνητα και ποια χαρά της οδήγησης να μιλήσουμε σε μια χώρα που μας κάνει να αισθανόμαστε έ ν ο χ ο ι επειδή απλά και μόνο ζ ο ύ μ ε σ’ αυτή;
Ναι, ξέρω ότι όλοι οι Έλληνες δεν σκέπτονται με τον ίδιο τρόπο. Μια βόλτα το βράδυ στις χασαποταβέρνες της Βάρης ή, μια Τετάρτη, στην παραλιακή του Σουνίου, θα δείξει πως δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας δεν καταλαβαίνουν μία απ’ αυτά τα πράγματα. Ως μη υπάρχοντες για το ελληνικό κράτος, ζουν και εργάζονται στην μη-πραγματικότητα που τόσο καλά περιγράφεται από τα τραγούδια του λε-πα. Ένα πρόσθετο στοιχείο της εξομολόγησής μου είναι ότι, πού και πού, σταματώ στις χασαποταβέρνες (με κίνδυνο να με απαγάγουν οι τσολιάδες που ψαρεύουν πελάτες) και, σαν μαγεμένος, παρατηρώ τα γεμάτα ευτυχία πρόσωπα και τα γιωταχί των εν λόγω συνελλήνων. Δεκάρα δεν δίνουν για τα τεκμήρια, το πρόγραμμα σύγκλισης δεν τους απασχολεί και η ΥΠΕΔΑ είναι ποδοσφαιρική ομάδα τρίτης κατηγορίας. Τις προάλλες μάλιστα, είχα τη χαρά να μιλήσω μ’ έναν απ’ αυτούς και, πρέπει να ομολογήσω, η λογική του με κατέκτησε.
Τι μου τσαμπουνάς, ρε δικέ μου, είπε, έχω τέσσερα αυτοκίνητα, δύο τζιπ και δύο επιβατικά και δεν πληρώνω μία. Και από τεκμήρια πώς πάτε; ρώτησα. Ποια τεκμήρια και μιρμήρια, δικέ μου. Εγώ δεν έχω εισοδήματα. Είμαι συνταξιούχος!
O εν λόγω συνέλλην κατέχει, ως συνταξιούχος, τρία χωματουργικά μηχανήματα (μία τσάπα, ένα βελόνι, μία μπουλντόζα) και δύο δεκάτονα φορτηγά τα οποία εργάζονται και κυκλοφορούν (ανενόχλητα) σε ολόκληρη την Αττική. Ακόμα, ο εν λόγω κύριος, διαθέτει ένα κανονικό σπίτι, στο όνομα της συζύγου του, στα Μεσόγεια, και τρία αυθαίρετα σε διάφορες περιοχές της ανατολικής Αττικής, συν μερικές δεκάδες στρέμματα αγροτικής γης που του επιτρέπουν αφενός να κυκλοφορεί αυτοκίνητο με πινακίδες AM (Αγροτικό Μηχάνημα) κι αφετέρου να πουλάει και να επιδοτεί τις μπίζνες που αναπτύσσουν οι -ανήλικοι- υιοί του.
Αν σκεφθείτε ότι στην ελληνική επικράτεια πρέπει να υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες παρόμοιοι συνταξιούχοι, τότε εύκολα μπορείτε να καταλάβετε γιατί, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, οι δρόμοι γεμίζουν με χαρούμενους οδηγούς και απαστράπτοντα στέγαστρα, πολλά από τα οποία φέρουν επαξίως και τον τίτλο του πεζοδρομιοκυνηγού.
Συνεχίζοντας την εξομολόγησή μου πρέπει να σας πω ότι δεν μ’ αρέσει πλέον να οδηγώ, διότι κάθε στιγμή αισθάνομαι σαν μελλοθάνατος. Ίσως πολλοί από εσάς να μην το πιστεύουν, αλλά σας διαβεβαιώ ότι τα όσα συμβαίνουν στους δρόμους της Ελλάδας δεν συμβαίνουν σε καμιά άλλη χώρα της γης, με την εξαίρεση ίσως της Τουρκίας.
Τι κάνουμε λοιπόν; Ακολουθούμε το παράδειγμα του τζέντλεμαν των Μεσογείων και αποχωρούμε από τη μία φαινομενική πραγματικότητα σε μια άλλη ή παραμένουμε στις επάλξεις κυνηγώντας, όπως επισήμανε και ο Γιάννης Παγώνης στον Αντίλογο του Οκτωβρίου, ανεμόμυλους ως άλλοι Δον Κιχώτες; Σκληρό το ερώτημα και η απάντηση δύσκολη, μετά από 35 χρόνια στο, επίσης φαινομενικό, μετερίζι της δημοσιογραφίας; Ίσως μια λύση θα ήταν να πηγαίνω μια ή δυο φορές το χρόνο στον Ταΰγετο με την Ιντεγκράλε και να κάνω, ως άλλος Κολοσσός του Αμαρουσίου, τη δική μου ειδική διαδρομή (με όλα της τα επακόλουθα για όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο), αλλά ούτε αυτό δύναται να θεωρηθεί λύση.
Λύση θα ήταν να είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις ώστε οι συνέλληνες που έχουν παρόμοιες τύψεις να αισθάνονται περήφανοι με τη δουλειά που κάνουν. Να υπήρχαν εργοστάσια, κέντρα έρευνας και εξέλιξης, να υπήρχε ένα αυτοκινητοδρόμιο όπου θα δοκιμάζονταν αυτοκίνητα (επιβατικά και αγωνιστικά) που θα είχαν σχεδιάσει και κατασκευάσει Έλληνες μηχανικοί αλλά, πάνω απ’ όλα, να υπήρχε ένα κράτος που δεν θα εξαπατούσε με τόσο χυδαίο τρόπο τους αξιοπρεπείς πολίτες. Βλέπετε λοιπόν το γελοίον του πράγματος; Να είναι κάποιος μέσα στ’ αυτοκίνητα μέχρι τα μπούνια αλλά να αισθάνεται ένοχος; Το ίδιο πιστεύω ότι αισθάνονται και εκείνοι που είναι μέχρι τα μπούνια μέσα στην Πληροφορική, στη Βιομηχανία, στην Έρευνα, στην Παιδεία, παντού… Έλληνες που σκοτώνονται στη δουλειά, που δημιουργούν, που χτίζουν αντί να γκρεμίζουν, αλλά που αισθάνονται ηλίθιοι όταν έρχονται αντιμέτωποι με την ελληνική πραγματικότητα.
Αυτά λοιπόν με τις τύψεις μου. Ας δούμε τι άλλο πρόλαβα να κάνω στο σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το τέλος της παραγωγής του τεύχους Οκτωβρίου μέχρι την παράδοση των κειμένων του Αντίλογου στις 8 του περασμένου μηνός. Πρώτα απ’ όλα κοιμήθηκα ένα σαββατοκύριακο. Μετά πήγα, για λίγες ώρες, στη Ρώμη όπου είδα τη νέα Λάντσια Κάππα (περιμένετε να δείτε την ιταλική αντίληψη περί ποιότητος και μετά συζητάμε για την ποιότητα μιας άλλης ευρωπαϊκής χώρας) και άκουσα τον αρχηγό του Γκρούπο, τον Πάολο Κανταρέλα, να μιλάει γεμάτος αισιοδοξία για το άμεσο μέλλον της ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας (γιατί το μακρινό μέλλον είναι αόρατο για όλους). Την πρώτη εβδομάδα του μήνα επισκέφθηκα για μία ημέρα την Έκθεση Αυτοκινήτου στο Παρίσι όπου είδα ότι η διεθνής αυτοκινητοβιομηχανία αρνείται να το βάλει κάτω (όλοι ήταν αισιόδοξοι για το μέλλον), και στο τέλος του μήνα οδήγησα (επρόκειτο να οδηγήσω, είναι η σωστή διατύπωση, μια και οι γραμμές αυτές γράφονται στις 2 του Οκτωβρίου) το νέο Φορντ Σκόρπιο καθώς και κάτι άλλο που θα μου επιτρέψετε να παρουσιάσω σαν έκπληξη στο τεύχος Δεκεμβρίου. Τελειώνοντας αυτή τη σύντομη εξομολόγηση πρέπει να σας ζητήσω να με συγχωρήσετε αν αυτόν το μήνα δεν είμαι ο συνηθισμένος μου εαυτός. Εκτός από τα ψυχολογικά προβλήματα αντιμετωπίζω και προβλήματα με το χρόνο. Οι ώρες ανάπαυσης έχουν περιορισθεί σε τέσσερις το 24ωρο και η συνεπακόλουθη διάλυση φαίνεται ακόμα και στις… εξομολογήσεις!_Κ.Κ.
META THN ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ του επετειακού τεύχους
Σάββατο, 24 Σεπτεμβρίου και προσπαθώ να επιστρέψω στην πραγματικότητα. Να προσγειωθώ μετά το ταξίδι του τεύχους-μαμούθ του Οκτωβρίου που σηματοδότησε την είσοδο στον 25ο χρόνο της ζωής του περιοδικού. O μεγάλος όγκος της δουλειάς τέλειωσε χθες, αλλά τα νεύρα (όλων) είναι ακόμα τεντωμένα καθώς, κανείς δεν ξέρει ακόμα αν το αποτέλεσμα θα εγκριθεί από τους αναγνώστες. Όλοι προσπαθήσαμε να κάνουμε ένα διαφορετικό περιοδικό, ένα τεύχος που θα δείξει σε όλους ότι οι Έλληνες δημοσιογράφοι, φωτογράφοι, τεχνικοί και, αν θέλετε, εκδότες δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους ευρωπαίους (και αμερικανούς) εκπολιτιστές τουλάχιστον στο δικό μας τομέα. Όπως καταλαβαίνετε, όλοι μέσα στους 4T, θα περιμένουμε με αγωνία την απόφαση του δικαστηρίου, την κρίση των αναγνωστών.
Όπως θα είδατε δεν ήταν λίγες οι αλλαγές που έγιναν στους 4T, με κύρια βέβαια, τη μετατροπή του Αντίλογου σ’ ένα είδος ξεχωριστού περιοδικού μέσα στο περιοδικό, στις σελίδες του οποίου οι εκλεκτοί συνεργάτες μας θα μπορούν πιο ελεύθερα να γράφουν για θέματα που συνήθως δεν έχουν άμεση σχέση με το αυτοκίνητο, αλλά σίγουρα έχουν με τους ανθρώπους που το οδηγούν! Δεν χρειάζεται βέβαια να πω ότι περιμένουμε και τις δικές σας απόψεις γι αυτή μας την επιλογή, αν δηλαδή συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τη νέα μορφή του Αντίλογου.
Δεν σας λέω ότι όλα έγιναν σωστά. O όγκος της δουλειάς και ο λίγος χρόνος που μένει ανάμεσα στις ημερομηνίες έκδοσης, δεν μας επέτρεψε να δούμε τις μεταβολές (δημοσιογραφικές και αισθητικές) με την άνεση που θα επιθυμούσαμε, γι αυτό ίσως υπάρχουν δημοσιογραφικές, αλλά και αισθητικές υπερβολές (όπως, για παράδειγμα, αυτές εδώ οι σελίδες στο προηγούμενο τεύχος). Να είσαστε όμως βέβαιοι ότι στα επόμενα τεύχη θα τις διορθώσουμε και οι 4TPOXOI και οι συνεργάτες τους θα βαδίσουν όσο πιο σωστά μπορούν, στη νέα μορφή που τους επιβάλλουν οι καιροί.
Οι καιροί, αγαπητοί συνταξιδιώτες… Απαιτητικοί, δύσκολοι, άγριοι, γεμάτοι παγίδες για τον καθένα από εμάς, αλλά και για την πατρίδα μας που για λόγους που όλοι πλέον γνωρίζουμε, βάλλεται από παντού. Μέσα στο φρενοκομείο της καθημερινής δουλειάς βρίσκαμε το χρόνο να παρακολουθήσουμε τους εξευτελισμούς με τη δίκη των μειονοτικών της νότιας Αλβανίας, αλλά και εκείνους με τις δηλώσεις των εκπολιτιστών Κίνκελ και Ζιπέ, που τα κρανία τους διαθέτουν μνήμες ROM και όχι RAM, αλλιώς δεν θα ξεχνούσαν τα δεινά που τα κράτη τους έφεραν σε άλλες χώρες τα τελευταία 75 χρόνια. Από τη μια αισθανόμαστε εθνικά υπερήφανοι για τη δουλειά μας στο συγκεκριμένο χώρο και από την άλλη εξευτελισμένοι από την κατάντια μας. Όταν βρίσκαμε λίγο καιρό, αναρωτιόμαστε ποιος (ή ποιοι) είναι εκείνος/οι που θα μας ξαναδώσει/ουν τη χαμένη μας αξιοπρέπεια.
Τα σκέπτομαι και λέω: αποκλείεται ν’ αρχίσεις το κήρυγμα. Αρκετά έχουν ακούσει οι αναγνώστες. Τα λόγια τέλειωσαν και χρειάζονται έργα. Τι έργα όμως μπορεί να κάνει κανείς μέσα από τις σελίδες ενός αυτοκινητιστικού περιοδικού, πέρα απ’ το να εκφράσει τις προσωπικές του απόψεις (που δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητα σωστές). Είκοσι πέντε χρόνια τώρα γράφουμε (συν άλλα 10 στην προ 4T εποχή) για τα προβλήματα που απασχολούν τους οδηγούς και την αγορά του αυτοκινήτου… Με την εξαίρεση του μέτρου της απόσυρσης είδατε να έχει γίνει κάτι άλλο; Οι δρόμοι εξακολουθούν να θυμίζουν τεταρτοκοσμική χώρα, η οδική συμπεριφορά μας λίγο απέχει από εκείνη των εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου και οι αριθμοί των νεκρών και των τραυματιών συνεχώς αυξάνονται αντί να μειώνονται. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλον στον Τύπο, εμείς στους 4T αισθανόμαστε σαν να ζούμε σε μια άλλη διάσταση! Σαν τον ήρωα της ταινίας Ghost που, ενώ έχει φύγει απ’ αυτόν το μάταιο κόσμο, παρέμενε στη γη, βλέποντας πράγματα που οι ζωντανοί δεν μπορούσαν να δουν. Χρειάζεται άραγε μεγάλη εξυπνάδα ή παρατηρητικότητα για να δει κανείς ότι το πράγμα δεν πάει άλλο όχι μόνο στον τομέα των τροχαίων και της αυτοκινητιστικής αγοράς (παρωνυχίδες στο γενικό αλαλούμ), αλλά σε άλλους, κρίσιμους για το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας.
Στην Παιδεία, για παράδειγμα, αμερικανοθρεμμένοι μαθητευόμενοι μάγοι, ετοιμάζουν νέα μεταρρύθμιση που θα τελειώσει όλες τις προηγούμενες. Κατάργηση των εξετάσεων, των αξιολογήσεων των μαθητών και -το κυριότερο- των εκπαιδευτικών. Ένα γενικευμένο ‘μπάτε σκύλοι αλέστε, που θα μεταβάλει τους νέους σε καταναλωτικά ζόμπι, σε ρομποτάκια έτοιμα να δεχτούν τα προγράμματα που θα εμφυτεύσουν στους εγκεφάλους τους οι σοφτγουέαρ εντζινίαρς της παρακμής.
H πάροδος του χρόνου (και η ηλικία) τείνει να μετατρέψει τους ανθρώπους σε αποστειρωμένους, μυγιάγγιχτους και, πολλές φορές, κομπλεξικούς γέρους που πιστεύουν ότι οι θέσεις, οι απόψεις και οι ιδέες τους έχουν το αλάθητο του Πάπα. Μακριά από εμένα η κατάρα! Μπορεί, τα όσα γράφω να είναι λαθεμένα, αλλά πέστε μου… Είναι σωστό να ρωτάς 10 μαθητές Γυμνασίου ποιος ήταν ο Πλάτων και οι 9 να μην ξέρουν; Ξεχάσατε τα ρεζιλίκια (που είδαμε και στην τηλεόραση) που ο δημοσιογράφος ρώτησε τρεις νεαρές κότες αν ο Μέγας Ναπολέων ήταν αρχηγός της επανάστασης του ‘21 κι αυτές απάντησαν ότι δεν ήταν σίγουρες. Ή το άλλο, που κάποιος ρώτησε ποιος ήταν ο Στρατηγός Μακρυγιάννης και κανείς από τους χαχανίζοντες κλώνους, δεν γνώριζε. Είναι σωστό (και αξιοπρεπές) για τη νεολαία να γνωρίζει τα πάντα για τους θεούς του ποδοσφαίρου και να μην ξέρει ποιος ήταν ο Θουκυδίδης;
H ζωή πάει μπροστά, έλεγε ένα απ’ τα νεαρά φυτά των νοτίων προαστίων γιατί πρέπει να γνωρίζω ποιος είναι ο Παπαδιαμάντης;.
Σε λυπάμαι, εκτόπλασμα του περλς & ντάιμοντς, ζόμπι του μερσέντες και μικρομεσαίε του διογένη. Σε λυπάμαι όπως λυπάμαι και τον εαυτό μου που, σαν νέος, δεν μπόρεσα να καταλάβω την αξία που έχει η γλώσσα μου και η ιστορία μου (και γι αυτό δεν έφταιγα μόνον εγώ, αλλά και οι δάσκαλοι εκείνης της εποχής). Αν δεν ξέρεις ποιος είναι ο Παπαδιαμάντης, αν δεν έχεις μελετήσει τους κλασικούς, αν δεν έχεις διαβάσει τον Ελύτη και δεν έχεις δακρύσει με το Άξιον Εστί, δεν είσαι παρά ένα σακί κρέας, ένα ούφο, ένα πράγμα χωρίς προσωπική τιμή κι αξιοπρέπεια. Και πρέπει να προσθέσω ακόμα ότι καμιά εντύπωση δεν μου κάνει το Gti που σου αγόρασε ο πατέρας σου, επειδή -νεαρό φυτό- τέλειωσες (αντιγράφοντας) το Λύκειο. Πτώμα είσαι.
Πολτός, που οι ισχυροί θα χρησιμοποιήσουν για να φτιάξουν τη γενιά των φρανκεστάιν που θα μεθάνε στις μπάρες και θα καταναλώνουν ηρωίνη, κρακ και κοκαΐνη και, μη μου πεις ότι αυτά είναι λόγια ενός γέρο-παρατατικού, γιατί σε προκαλώ να μου γράψεις τη δική σου άποψη, για να δουν οι αναγνώστες αν κρατάει νερό. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αν έχεις κότσια, να το παλέψουμε σε χώρους που υποτίθεται ότι η ηλικία σου σου δίνει το πλεονέκτημα. H πρόκληση απευθύνεται κυρίως στα αντράκια που, κάθε βράδυ, ξεσηκώνουν τις πόλεις με τα σπιναρίσματα, τις μπάντες και τους αυτοσχέδιους αγώνες των γκαμπριολέ που τους έχουν αγοράσει οι λεφτάδες γονείς-εκμαυλιστές τους. Μια Πόρσε 911, λέγεται ότι εδώρισε στον 15ετή κανακάρη του, γνωστός Αθηναίος επιχειρηματίας κι αυτός έσπευσε να εκτελέσει μια ηλικιωμένη γυναίκα που διέσχιζε ανύποπτη το δρόμο. Αν όλα αυτά τα αγοράκια είναι μάγκες, γιατί δεν λαμβάνουν μέρος σε πραγματικούς αγώνες για να τους κάνουν την Πράξη οι άνδρες και οι γυναίκες που διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα; Βλέπετε τι λέω;
Ναι σε όλα, αλλά στα πρωτοποριακά, τα δυνατά και τα αξιοπρεπή. Ναι στις μεγάλες ταχύτητες, αλλά όχι στους δημόσιους δρόμους. Μόνο στις πίστες και στις ειδικές διαδρομές των Ράλλυ. Ναι στις σούζες, μα όχι στην Εγνατία ή την παραλιακή, αλλά μόνο, όταν νικητές, περνάτε τη γραμμή του τερματισμού σ’ έναν αγώνα. Ναι και στα γρήγορα αυτοκίνητα και τις μοτοσικλέτες, αλλά με την προϋπόθεση ότι τα έχουμε σχεδιάσει και φτιάξει ΕΜΕΙΣ και όχι ξενέρωτοι Φρίτσιδες, κρυόκωλοι Εσκαργκό και εργασιομανείς Αριγκάτο. Μη μου πείτε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτοκινητοβιομηχανία. Το ξέρω. Το γράφω 35 χρόνια τώρα όπως γράφω και τις αιτίες της μεγάλης προδοσίας. Δεν υπάρχει, γιατί αυτοί την σκότωσαν. Τα ανθρωπάκια που δεν είχαν το θάρρος να υψώσουν το ανάστημά τους στις παρανοϊκές συντεχνίες που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποβιομηχανοποιήσουν την Ελλάδα, που με τις επιλογές, τις απεργίες και τους αγώνες τους για τη διατήρηση των μίζερων κεκτημένων τους σκότωσαν κάθε δημιουργική προσπάθεια.
Ποτέ όμως δεν είναι αργά… Ακόμα και τώρα, που μας ξεφτιλίζει ο γκλιγκόροφ κι ο μπερίσα και η τσιλέρ μας απειλεί με νέα τουρκοκρατία (εντός 48 ωρών μάλιστα) υπάρχει καιρός. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μείνουμε για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητοι, να σφίξουμε τις γροθιές και να πούμε στον εαυτό μας: Τέρμα η πλάκα. Από εδώ και πέρα θα είμαστε σε ό,τι κάνουμε, πρώτοι, δυνατοί και, το κυριότερο, αξιοπρεπείς, γιατί απλά και ταπεινά δεν δεχόμαστε πλέον να μας αποκαλούν τους παρίες της Ευρώπης.
Φαντάζεσθε τι έχει να γίνει αν αυτή την απόφαση την πάρουν (αν και νομίζω ότι την έχουν ήδη πάρει) όλοι οι αναγνώστες των 4T, αλλά και άλλοι νέοι και μεγάλοι που δεν διαβάζουν αυτό το περιοδικό; Σε λιγότερο από ένα-δυο χρόνια, τα παλιά πρότυπα θα έχουν καταρρεύσει, οι δεινόσαυροι της πολιτικής θα έχουν συνταξιοδοτηθεί, οι συντεχνίες θα έχουν διαλυθεί και ένας νέος άνεμος δυνατής, αλλά πάντα ταπεινής δημιουργικότητας θα φυσήξει στη χώρα -χρησιμοποιώ συνεχώς τη λέξη ταπεινός για να τονίσω ότι οι πραγματικοί δημιουργοί, επαγγελματίες, οδηγοί αγώνων, επιστήμονες, μηχανικοί, ερευνητές κ.λπ είναι πρώτα ταπεινοί και μετά οτιδήποτε άλλο, για τον απλό λόγο ότι δεν έχουν να αποδείξουν πλέον τίποτα και σε κανέναν.
Δεν ξέρετε πόσο θα ήθελα να δω αυτό το σιωπηλό, ευγενικό, αλλά θανατηφόρα αποτελεσματικό κίνημα, να κάνει την παρουσία του αισθητή και στην Ελλάδα. Να δω τους μηχανικούς και τους σχεδιαστές να φτιάχνουν αυτοκίνητα, αεροπλάνα και μοτοσικλέτες, τους καλλιτέχνες να θαμπώνουν με τα έργα τους τούς ευρωπαίους εκπολιτιστές, τους δημοσιογράφους να στηρίζουν την προσπάθεια για προσωπική και εθνική αξιοπρέπεια.
Δεν ξέρετε πόσο θα ήθελα να δω τη νεολαία μας να περπατάει με το μέτωπο -ταπεινά- ψηλά, χωρίς να ψάχνει για τεχνητούς παραδείσους, χωρίς να χοροπηδάει (όπως τώρα) στις κερκίδες, να εκστασιάζεται με τους θεούς της μπάλας ή να θαυμάζει τους σχιζοειδείς ήρωες της τρομοκρατίας. Έχω ένα όνειρο, έλεγε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Μη φτάνοντας ούτε στο μικρό δαχτυλάκι του μεγάλου αμερικανού μεταρρυθμιστή, τολμώ να πω ότι έχω κι εγώ ένα -μικρό- όνειρο: να αποκτήσει η πατρίδα μου τη χαμένη της αξιοπρέπεια έτσι που, όταν, για παράδειγμα, ταξιδεύω στην πολιτισμένη Ευρώπη να μπορώ να λέω: είμαι Έλληνας (και να αισθάνομαι περήφανος γι αυτό) αντί να εισπράττω, όπως τώρα, τα ειρωνικά χαμόγελα ατόμων που καμιά σχέση δεν έχουν με όσους Έλληνες δημιουργούν και πρωτοπορούν. Είναι άραγε τόσο δύσκολο να το πετύχουμε… Τι λέτε;._Κ.Κ.
TA EN
ΔΗΜΩ
Απόηχοι από τη θητεία στην τοπική
αυτοδιοίκηση
T η στιγμή που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές, οι δημοτικές εκλογές θα αποτελούν παρελθόν, οι νέοι δήμαρχοι θα έχουν εκλεγεί και τα νέα δημοτικά συμβούλια θα ετοιμάζονται να αναλάβουν τα καθήκοντά τους (την 1η Ιανουαρίου 1995). Ίσως, κάποιοι παρατηρητικοί, να πρόσεξαν ότι ο υπογράφων δεν υπέβαλε υποψηφιότητα (παρόλο που οι προτάσεις υπήρξαν από όλο -σχεδόν- το πολιτικό φάσμα) και χωρίς το γεγονός να έχει ιδιαίτερη σημασία για τους ιστορικούς του παρόντος και του μέλλοντος, καλό είναι να ειπωθούν λίγα πράγματα γι αυτή την οπωσδήποτε, ενδιαφέρουσα εμπειρία, έτσι, προς τέρψιν των αναγνωστών του Αντίλογου!
H ιστορία ξεκίνησε πριν από 4 χρόνια μ’ ένα τηλέφωνο του αείμνηστου (από κάθε πλευρά) Αντώνη Τρίτση που, αφού έθεσε την πρωτότυπη ερώτηση τι αυτοκίνητο ν’ αγοράσω (είχε βρει ένα Νισάν Σέντρικ στον ΟΔΔΥ, αλλά τελικά πήρε ένα Ρενό Εσπάς!) μου πρότεινε να συμπεριληφθώ στο συνδυασμό που ετοίμαζε για τις δημοτικές εκλογές. Αφού πρώτα τον συμβούλευσα να μην αγοράσει το Σέντρικ, του είπα πως η δουλειά μου δεν μου επιτρέπει να ασχοληθώ -σωστά και αποτελεσματικά- με τα κοινά (αν εκλεγόμουν). O Αντώνης, καλή του ώρα, δεν επέμεινε. Έναν μήνα αργότερα όμως και μια μέρα πριν τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των υποψηφιοτήτων, ξανατηλεφώνησε.
Συναντηθήκαμε, μιλήσαμε για μια ώρα και έφυγα για το Υπουργείο Εσωτερικών όπου και υπέβαλα την υποψηφιότητά μου! Είχε τον τρόπο του ο Αντώνης κι εγώ σκέφθηκα πως ίσως κάποιο απ’ τα οράματά του θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. H εξέλιξη είναι γνωστή (στους αναγνώστες). Έγραψα εκείνες τις λίγες λέξεις σαν υστερόγραφο στο Εν Λευκώ λέγοντας ότι είμαι υποψήφιος και, προς μεγάλη μου έκπληξη, στις δημοτικές εκλογές βρέθηκαν κάπου 9.000 Αθηναίοι που μου έβαλαν σταυρό και έτσι εκλέχτηκα δημοτικός σύμβουλος. Κι άρχισε η οδύσσεια. O Αντώνης με έκανε αντιπρόεδρο της Δημαρχιακής Επιτροπής, με έβαλε στα Δ.Σ. του ONA, της ΔΕΦΑ και του 9.84, μου ανέθεσε να ελέγχω τα έξοδα του Μηχανολογικού, μ’ έβαλε (μαζί με τον Νίκο Απέργη) υπεύθυνο για το 3ο Διαμέρισμα, σε μια επιτροπή του ΟΔΔΥ, με έχρισε αναπληρωματικό στην ΤΕΔΚΝΑ και μου έδωσε 3-4 ακόμα μικρές αρμοδιότητες.
Στην αρχή προσπάθησα να αντεπεξέλθω. Πήγαινα παντού, λάβαινα μέρος σε όλα τα συμβούλια, παρακολουθούσα με τον Δήμαρχο το μεγάλο διαγωνισμό για την προμήθεια των 100(;) απορριμματοφόρων (που τον ακυρώσαμε και επαναπροκηρύξαμε όταν είδαμε ότι η ελληνική βιομηχανία/βιοτεχνία δεν εκπροσωπείται επαρκώς), αλλά και τους διαγωνισμούς για τις προμήθειες του θερινού και χειμερινού ιματισμού των εργαζομένων στο Δήμο Αθηναίων που, σαν ξεχωριστό θέμα, αξίζει 10 σελίδες σε κάποιο περιοδικό.
Το πρωί στη Λιοσίων, το μεσημέρι στον ONA, το απόγευμα στον 9.84, το βράδυ στα Πετράλωνα και μετά από λίγους μήνες άρχισε να γίνεται φανερό ότι η δουλειά μου στο περιοδικό πήγαινε για κλείσιμο. Απ’ τη μια έβλεπα ότι αν είχα το χρόνο (και τα μέσα) να ασχοληθώ από το πρωί στις 7 μέχρι το βράδυ στις 11, σίγουρα θα πρόσφερα έργο και, το κυριότερο, θα γλίτωνα τον Δήμο από μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια, τουλάχιστον στους τομείς που γνώριζα καλά. Έτσι, κάποια μέρα μίλησα με τον Αντώνη, του εξήγησα πώς έχουν τα πράγματα και σιγά-σιγά απαλλάχτηκα από τα καθήκοντά μου στη Δημαρχιακή, στη ΔΕΦΑ και στον ONA και έμεινα με τα υπόλοιπα, συν την παρουσία στις περισσότερες συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου.
Τι κατάφερα; Λίγα πράγματα. Ας δούμε μερικά όχι για λόγους ψηφοθηρίας πλέον, αλλά μόνο για την ιστορία… – Ανάθεση της προμήθειας των απορριμματοφόρων σε μια ελληνική βιομηχανία (την ΕΛΒΟ). – Αλλαγή (παρά λίγο) του καθεστώτος των προμηθειών για τον χειμερινό και θερινό ιματισμό (ο θάνατος του Δημάρχου σταμάτησε τη διαδικασία εξυγίανσης των διαγωνισμών/προμηθειών) – προκήρυξη (μετά από ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και σε συνεργασία με το ΕΜΠ) του διαγωνισμού για τη σχεδίαση δύο οχημάτων μηδενικών ρύπων για την πόλη των Αθηνών – Ολοκλήρωση του διαγωνισμού και απονομή των βραβείων ύψους 10 εκατομμυρίων δραχμών στους σχεδιαστές/μηχανικούς που πρώτευσαν. – Οργάνωση της εβδομάδας ελέγχου των αυτοκινήτων σε συνεργασία με τον TV και την ΕΛΠΑ.
Στα προηγούμενα πρέπει να προστεθούν και λίγες παρεμβάσεις στο Δημοτικό Συμβούλιο για θέματα που πίστευα ότι η κομματική, ιδεοληπτική και λαϊκιστική τύφλωση, ξεπερνούσε τα εσκαμμένα. Τίποτα εντυπωσιακό δηλαδή με τα μέτρα των προβολέων των καναλιών που εμφανίζονταν στο Δημοτικό Συμβούλιο μόνο όταν η ατμόσφαιρα μύριζε αίμα και ποτέ όταν συζητούσαμε θέματα που αφορούν τη ζωή των πολιτών της Αθήνας. Όλα αυτά τα χρόνια, οδηγός μου ήταν ο Κοινός Νους και όχι οι κομματικές γραμμές, και αυτό έχω την εντύπωση, τελικά, ότι εκτιμήθηκε από την πλειοψηφία των συμβούλων (με τις απαραίτητες συμπλεγματικές εξαιρέσεις).
Πολλοί είναι εκείνοι που με ρωτούν αν ένας άνθρωπος που έχει μάθει να ζει και να εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους ληθαργικούς, σχεδόν παραπληγικούς, ρυθμούς του Δημοσίου. H απάντηση είναι OXI!
Μια δουλειά που στον ιδιωτικό τομέα γίνεται σε 5 λεπτά χρειάζεται ένα με δύο χρόνια στο Δημόσιο. Οι αποφάσεις λαμβάνονται μετά από μαραθώνιες συνεδριάσεις, κοινοποιούνται, ελέγχονται, εφεσιβάλλονται, παραπέμπονται, ακυρώνονται, επαναπροσδιορίζονται, επαναλαμβάνονται κ.ο.κ μέχρις σημείου που κανείς (ή σχεδόν κανείς) δεν θυμάται ποιο ήταν το αρχικό ερώτημα ή θέμα. Για να τα βγάλει κάποιος πέρα πρέπει να έχει γερά νεύρα και απέραντη υπομονή και, το κυριότερο, να μην κάνει άλλη δουλειά.
Πέρα όμως από τα προηγούμενα έχουμε τα κυκλώματα και τις συντεχνίες. Που για να μπορέσει να τα αντιμετωπίσει ένας Δήμαρχος, αντιδήμαρχος ή δημοτικός σύμβουλος, πρέπει απαραίτητα να έχει κομματική κάλυψη αλλιώς τον πήρε και τον σήκωσε. Εκεί είναι που ο χυδαίος λαϊκισμός και τα παχιά λόγια περί προστασίας του αθηναϊκού λαού δεν είναι παρά το προπέτασμα καπνού που καλύπτει τα ποικίλα και πολυπλόκαμα συμφέροντα, που ξεκινούν από τις προμήθειες γάλακτος και παγωτού για τις παιδικές κατασκηνώσεις, μέχρι τον χειμερινό και θερινό ιματισμό για τους εργαζομένους στην καθαριότητα και αλλού (για να μην πούμε τίποτα για τις μεγαλύτερες προμήθειες -σάρωθρα, απορριμματοφόρα, κάδοι κ.λπ). Και το εκπληκτικό είναι το εξής: όσο και να προσπαθήσει κανείς να βγάλει άκρη με τα ολοφάνερα αυτά σκάνδαλα, τόσο περισσότερο χάνεται στο λαβύρινθο. Αποφάσεις αναβάλλονται, συμβούλια ακυρώνονται, προτάσεις επαναδιατυπώνονται και επαναφέρονται από άλλη πόρτα έτσι, που τελικά ή χάνεις το κουράγιο σου ή τελειώνεις τη θητεία σου και δεν επιστρέφεις. Δείγμα: όσοι ενδιαφέρεσθε παρακολουθήστε την εξέλιξη ενός δημοτικού έργου, του πάρκου κυκλοφοριακής αγωγής που προορίζεται να γίνει στο χώρο της παλιάς σχολής Χωροφυλακής. Επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια το θέμα ερχόταν και ξαναερχόταν στο Δημοτικό Συμβούλιο από διάφορες υπηρεσίες που ζητούσαν να κατασκευαστεί από κατασκευαστική εταιρία αντί -όπως έπρεπε- να προκηρυχθεί πλειοδοτικός διαγωνισμός και να ζητηθεί η μεγαλύτερη δυνατή χορηγία από εταιρίες (ασφαλιστικές, προϊόντων γάλακτος, αναψυκτικών κ.λπ) που θα ήθελαν να συνδέσουν το όνομά τους με την εκπαίδευση των νέων στην οδική ασφάλεια.
O προϋπολογισμός του Δ.Α. πλησιάζει τα 54 δισεκατομμύρια δραχμές το χρόνο και, όπως καταλαβαίνετε, το ενδιαφέρον είναι τεράστιο και οι αδιάφθοροι είναι είδος εν ανεπαρκεία! Πολλοί φίλοι είπαν ότι ήταν λάθος να μη βάλω πάλι υποψηφιότητα. Αν όμως λάβουν υπόψη ότι με κανέναν τρόπο δεν θα ήθελα να προδώσω την εμπιστοσύνη εκείνων που ίσως με ψήφιζαν, λόγω των αντικειμενικών συνθηκών που ανέφερα πιο πάνω, τότε θα δικαιολογήσουν την αποχή. Άλλωστε, υπάρχουν τόσο πολλοί και ικανοί άνθρωποι που η απουσία ενός ακόμα δημοσιογράφου μάλλον θα περάσει απαρατήρητη!._Κ.Κ.