Εξαιρετικό. Από την e-net
Ο νομπελίστας κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που απεβίωσε σε ηλικία 87 ετών, άφησε πίσω του ως κληρονομιά και το καινοτόμο όραμά του για τη δημοσιογραφία, την οποία δεν σταμάτησε να ασκεί. Ο Γκάμπο, όπως ήταν γνωστός στους φίλους και τους θαυμαστές του, ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος τη δεκαετία του 1950, αρχικά στη βόρεια επαρχία Μαγκνταλένα της Κολομβίας απ’ όπου καταγόταν, προτού μεταβεί το 1954 σε μια από τις σημαντικότερες εφημερίδες της Μπογκοτά, την El Espectador.
«Το σημαντικότερο δίδαγμα του Γκάμπο προς έναν δημοσιογράφο είναι η άποψη από την οποία κοιτά (τα πράγματα). Το να παρατηρεί τη λεπτομέρεια όταν δεν συμβαίνει τίποτε, εκείνος είναι που μου το έμαθε», δήλωσε ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Λι Άντερσον σε ένα φόρουμ που διοργανώθηκε στη Μπογκοτά με την ευκαιρία των 87ων γενεθλίων του Μάρκες.
Το στυλ του ήταν «μοναδικό και πολύ ιδιαίτερο», με μια αίσθηση ειρωνείας η οποία προστίθεται στη λεπτομέρεια, σύμφωνα με τον Άντερσον.
Η θητεία του συγγραφέα στην Espectador σηματοδοτεί την απογείωση της δημοσιογραφικής του έμπνευσης. «Ήταν η πρώτη του μεγάλη εμπειρία ως δημοσιογράφος και ειδικός απεσταλμένος, ενός ανθρώπου που δεν είναι πια ένας μαθητευόμενος συγγραφέας», διηγείται ο παλιός του σύντροφος Χάιμε Αμπέγιο.
Ο Αμπέγιο, συνιδρυτής μαζί με τον Μάρκες του Ιδρύματος για μια νέα ιβηροαμερικανική δημοσιογραφία (FNPI), υπογραμμίζει ότι το πέρασμα του συγγραφέα από την εφημερίδα αυτή της Μπογκοτά του επέτρεψε να «αναπτύξει τα εργαλεία του δημοσιογράφου προκειμένου να αναζητήσει την ιστορία που είναι η πληροφορία».
Ο νυν διευθυντής της εφημερίδας, ο Φιδέλ Κάνο, θυμάται ένα άρθρο που είχε γράψει ο Μάρκες και το οποίο αποτέλεσε αργότερα την έμπνευση για μια νουβέλα του, την «Ιστορία ενός ναυαγίου».
«Η ιστορία του ναυαγίου όταν έφτασε στην Espectador ήταν ήδη παγωμένη, γιατί (ο ναυτικός) είχε ήδη μιλήσει παντού, όμως ο Γκάμπο τον συνάντησε και κάθισε μαζί του. Άρχισε να κοιτά αλλού και ανακάλυψε το μεγάλο σκάνδαλο του λαθρεμπορίου που κρυβόταν πίσω από το ναυάγιο», εξήγησε ο Κάνο.
Η δημοσιογραφική καριέρα του Μάρκες ήταν πολυσχιδής, καθώς υπήρξε ταυτόχρονα δημοσιογράφος, διευθυντής σύνταξης, παρουσιαστής της τηλεόρασης και χρονικογράφος.
Φεύγοντας από την Espectador εργάστηκε ως διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Venezuela Grafica στο Καράκας. Μετά την κουβανέζικη επανάσταση, της οποίας υπήρξε υποστηρικτής, εργάστηκε στο κουβανέζικο πρακτορείο Prensa Latina και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Μεξικό. Εκεί, έπειτα από κάποιες δημοσιογραφικές περιπλανήσεις ξεκίνησε να γράφει το αριστούργημά του «Εκατό χρόνια μοναξιάς».
Προτού τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982, ο Γκάμπο επανήλθε στη δημοσιογραφία με το αριστερό περιοδικό Alternative τη δεκαετία του 1970. Είκοσι χρόνια αργότερα έζησε την εμπειρία του παρουσιαστή τηλεόρασης στο κανάλι QAP.
Η τελευταία του εμφάνιση ως δημοσιογράφος ήταν το 1999 στη διάρκεια της ειρηνευτικής διαδικασίας μεταξύ της κολομβιανής κυβέρνησης και των ανταρτών FARC.
Όταν ίδρυσε το FNPI το 1994 στο λιμάνι της Καρθαγένης στην Κολομβία ο στόχος του ήταν πολλαπλός, όπως αφηγείται ο Αμπέγιο: «Είχε τρεις ή τέσσερις έγνοιες. Η πρώτη, η ίδια η δημοσιογραφία. Η δεύτερη, να κάνει κάτι για την Κολομβία. Η τρίτη, να έχει μια αφορμή να επιστρέψει στην Καρθαγένη και η τέταρτη, να δοκιμάσει τις ιδέες του για την εκπαίδευση».
Ο Άντερσον, καθηγητής στο FNPI επί 15 χρόνια, επισημαίνει ότι η σχολή αυτή είναι «θεμελιώδες» μέρος της κληρονομίας του συγγραφέα. «Δημιούργησε μια σχολή που υπάρχει ακόμη και που ασκεί σημαντική επιρροή σε όλη την ήπειρο. Σήμερα μιλάμε για την έκρηξη των χρονογραφημάτων στη Λατινική Αμερική (…) Είναι αυτό το δημοσιογραφικό είδος που προτιμούσε ο Γκάμπο, που υπερασπιζόταν, που υποστήριζε», διευκρινίζει ο Άντερσον, ανταποκριτής του περιοδικού New Yorker.
«Αυτόν που είχε κερδίσει τα πάντα στη λογοτεχνία, ακόμη και Νόμπελ, εξακολουθούσε να τον απασχολεί η δημοσιογραφία και η εκπαίδευση των δημοσιογράφων», υπογράμμισε Κάνο.
Άλλωστε, όπως έλεγε και ο ίδιος ο Μάρκες, η δημοσιογραφία «είναι το ωραιότερο επάγγελμα του κόσμου».