Τεύχος 425

ΑΛΛΟΤΕ…

Στο κοιμητήριο του Χέμερσμπαχ
Η ΜΥΡΟΥΔΙΑ του καμένου συμπλέκτη απλώθηκε στην ατμόσφαιρα στο κοιμητήριο που βρίσκεται κοντά στον πύργο Χέμερσμπαχ. Η κόκκινη Ferrari 250 GTO που μετέφερε το φέρετρο με τη σορό του κόμη Wolfgang Alexander Reichsgraf Berghe von Trips δεν ήταν συνηθισμένη να κινείται με 4 χλμ./ώρα. Ο 12κύλινδρος κινητήρας πλησίαζε στα όριά του, καθώς το αυτοκίνητο προχωρούσε προς την τελευταία κατοικία ενός από τους καλύτερους μεταπολεμικούς οδηγούς της Γερμανίας. Οι λιγοστοί φίλοι και συγγενείς σκέπτονταν αν η Ferrari θα κατάφερνε να φτάσει στον τάφο ή αν θα μετέφεραν το φέρετρο στα χέρια. Η αβεβαιότητα δεν κράτησε πολύ. Η GTO «έμεινε» δίπλα στο μνήμα. Οι Γκίνθερ, Μπονιέ, Μπαρθ, Χιλ και Χανστάιν μετέφεραν το φέρετρο. Ένα σιωπηλό χειροκρότημα και τα δάκρυα των συγγενών και των φίλων συνόδευσαν τον οδηγό στην τελευταία του κατοικία. Ένα ελαφρό αεράκι έδιωξε την οσμή του καμένου συμπλέκτη. Το χώμα σκέπασε το φέρετρο. Έφυγαν και η γαλήνη επέστρεψε στο νεκροταφείο κοντά στον πύργο, που είναι το σπίτι της οικογένειας τα τελευταία 700 χρόνια.
Ήταν το 1961, όταν ο Τριπς έχασε τη ζωή του σε αγώνα, από λάθος άλλου οδηγού. Οι λίγες γραμμές δίνουν μια αμυδρή εικόνα μιας εποχής που, όπως συχνά αναφέρω, πολύ αγαπάω και σέβομαι και την οποία έχω στην καρδιά μου από την ημέρα που αποφάσισα να «γράψω γι’ αυτοκίνητα» και θα την έχω μέχρι να πεθάνω.

Στη «μεγάλη» Πάρνηθα
Πέντε φίλοι, οι δύο με φωτογραφικές μηχανές (Voigtlander Vito B και Leica M2), κάθονται στο πλάι του δρόμου στη θέση Μετόχι της Πάρνηθας. Ο αέρας του αττικού καλοκαιριού μεταφέρει μυρουδιές απ’ το δάσος και την πεδιάδα όπου βρίσκεται το αεροδρόμιο Τατοΐου. Ο ένας ακουμπά σε ένα από τα πολλά εικονοστάσια, πειστήρια τροχαίων με κακή κατάληξη. Κοιτώ τη μαυρόασπρη φωτογραφία ενός νέου και διαβάζω το όνομα «Δημήτρης Καρα…ης 1948-1964». Πίσω απ’ το τζάμι ανάβει καντήλι, απόδειξη πως κάποιος δεν ξέχασε. Χιλιάδες θεατές περιμένουν ν’ αρχίσει η ανάβαση της «μεγάλης» Πάρνηθας. Έχουν πάρει θέση απ’ τα ξημερώματα στις ευθείες και τις φουρκέτες, ενώ πολλοί έχουν κατασκηνώσει απ’ την προηγουμένη. Η ατμόσφαιρα είναι ζεστή, γιορταστική, γεμάτη αγωνία και προσμονή και οι συζητήσεις για τους χρόνους που θα κάνουν οι οδηγοί των Porsche Carrera RS, Φον Tριπς και Χέρμαν, δίνουν και παίρνουν. Σε ένα, δύο σημεία της ανάβασης, η μυρουδιά του πεύκου και του θυμαριού καλύπτεται από εκείνη του… σουβλακιού.
Ξαφνικά, απόλυτη ησυχία. «Ξεκίνησε» φωνάζει κάποιος και ο ήχος από την εξάτμιση του αερόψυκτου κινητήρα της Carrera του Τριπς αντηχεί στις πλαγιές του βουνού. Η RS σκάει μύτη στην ανοιχτή αριστερή, ο οδηγός αλλάζει από 2η σε 3η, μετά σε 4η και πάλι σε 3η. Το ασημί αυτοκίνητο περνά εμπρός μας, το βλέπω απ’ το σκόπευτρο της μηχανής, πατάω το κλείστρο, αναπνέω καμένο φυτικό Castrol, τα μάγουλα κοκκινίζουν. Με διαφορά ενός λεπτού, ακολουθούν τα άλλα αυτοκίνητα. Ο Σπύρος Τσινιβίδης με BMW Electronica, ο Γιώργος Μοσχούς με Alfa GTA, ο «Αστερίξ» με Porsche, ο Γιώργος Ραπτόπουλος με DKW F12, αλλά και άλλοι, που τα ονόματά τους έσβησαν με το χρόνο. Για να τους φέρω στο νου, πρέπει ν’ ανοίξω παλιά περιοδικά. Το «Βολάν», το «Νέο Αυτοκίνητο», το «Auto Εξπρές» και τους «4Τροχούς».Τα συρτάρια της μνήμης έκλεισαν στραβά και δύσκολα ανοίγουν ύστερα από τόσα χρόνια. Θυμάρι, ρίγανη, πεύκο, φυτικό λιπαντικό! Ο τέλειος συνδυασμός. Σήμα κατατεθέν μιας εποχής που είχε ακόμα μύθους και ήρωες. Από μακριά ακούγεται ο καθαρός, χωρίς περιστροφές και κομπιάσματα ήχος κινητήρα. Είναι η BMW του Σπύρου; Του ΕΙΠΩΡΧ; Το «600αράκι» του Κανελλάκη, η Porsche του Χέρμαν, το DKW του Ραπτόπουλου, το TTS του «Λεωνίδα», η GTA του «Μαύρου»; Ακόμα και… εγώ λάμβανα μέρος στη «μεγάλη» Πάρνηθα. Είχα κερδίσει και την κλάση μου. Στην αριστερή σκάει μύτη μια BMW, πηγαίνοντας με τις «μπάντες». Οι θεατές ενθουσιάζονται, χειροκροτούν. Οι μηχανές τραβάνε ασταμάτητα, τα χρονόμετρα μετρούν ένα συγκεκριμένο κομμάτι της διαδρομής. Αγωνία, ευτυχία, οσμή καμένου λιπαντικού. Πάνω από 20.000 άνθρωποι γεμίζουν κάθε μέτρο του βουνού.
Όταν ο αγώνας τελειώνει και τ’ αυτοκίνητα κατεβαίνουν αργά στην αφετηρία, πίσω ακολουθούν παρέες χαρούμενων ανθρώπων κάθε ηλικίας που είδαν, χάρηκαν, μύρισαν, χειροκρότησαν τους οδηγούς και πάνε σπίτι για να μιλήσουν μ’ εκείνους που δεν ήταν εκεί, να περιγράψουν, να μεταφέρουν το κλίμα των αγώνων σε μια άλλη Ελλάδα που όχι μόνο πέθανε, αλλά θάφτηκε στον ¶δη.

Στα Λαγκάδια
Με το ένα χέρι κρατιέμαι απ’ το ρολ μπαρ. Στο άλλο κρατάω τις σημειώσεις και «διαβάζω» φωναχτά στον οδηγό. Κατηφορική δεξιά, και κλειστή αριστερά, που οδηγεί σε ανοιχτή δεξιά, και ευθεία 100, και κλειστή δεξιά. Γεφυράκι, και ανοιχτή αριστερά, και 3η, και 200, και 4η (πού 5η εκείνα τα χρόνια!), και κρατήσου αριστερά για γεφυράκι, και κλειστή δεξιά…
Δύο το πρωί. Βρέχει. Το Renault Gordini 8 με το Γιώργο Κρητικό δεν «ισιώνει» πουθενά. Πώς να «ισιώσει», με τον κινητήρα να κρέμεται πίσω απ’ τον άξονα των πίσω τροχών, με 7 μοίρες (αρνητικό) κάμπερ και λάστιχα Kleber Colombe ράντιαλ που μας είχε χαρίσει ο εισαγωγέας – καλή του ώρα, όπου κι αν βρίσκεται. Ειδική διαδρομή σε βρεγμένο δρόμο, γεμάτο ομίχλες, σκιές και πλατάνια. Με γεφυράκια, νεροφαγώματα και νεροσυρμές δίπλα στο Λάδωνα. Νέοι, ευτυχισμένοι, με πλήρη άγνοια κινδύνου, κουτρουβαλάμε στους κάμπους και στα βουνά της Ελλάδας, στα πιο ωραία, άγρια, απαιτητικά ράλλυ του κόσμου. Και αυτό όχι σε έναν, αλλά σε διακόσιους αγώνες όπου λαμβάναμε μέρος με τα δικά μας αυτοκίνητα. Οι καλοί ή όσοι είχαν «μπάρμπα στην Κορώνη» έτρεχαν με αυτοκίνητο της αντιπροσωπείας, εμείς με δύο ρεζέρβες στο πίσω κάθισμα και φίλους να κάνουν «σέρβις». Τι ομορφιά!
Λαγκάδια, Πολύγυρο, Πήλιο, Χαλκιδική, Σκρα-Κιλκίς-Λαχανά, πίσω στην Πελοπόννησο για τη Φτέρη, τη Στυμφαλία και άλλους τόπους, μαγικούς, που κούρνιασαν στα σκοτεινά σημεία του νου και της ψυχής.
Τα ράλλυ του ’60 και του ’70, η Ελλάδα πριν καεί, βιαστεί, διακορευτεί, βρομιστεί, δηλητηριαστεί από τα υβρίδια που την κατοικούν, αυτόν το λαό που κύρια αποστολή έχει να κάνει τα πάντα σαν τα μούτρα του.

Στο Τατόι
Σαράντα πέντε χρόνια μετά και η ευγένεια, το ήθος, η παράδοση και η ομορφιά της εποχής δε λέει να μ’ αφήσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι κρίνω, συγκρίνω, ζυγίζω και βρίσκω λειψά τα όσα ακολούθησαν και ανάπηρα τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
Η ιστορία στο κοιμητήριο του Χέμερσμπαχ δεν είναι μοναδική. Όταν το βράδυ πέφτω «νεκρός» από την κούραση και τις έγνοιες (που προφανώς τραβάω σαν μαγνήτης) και λίγα λεπτά πριν ο ύπνος, που μοιάζει με διήγημα του Φίλιπ Κ. Ντικ, με μεταφέρει σε κόσμους που δεν ξέρω αν έχω δει ή φανταστεί, στο μυαλό μου έρχονται παρόμοιες εικόνες. Μαγικές, μοναδικές, που είχα την τύχη να ζήσω στα 40+ χρόνια που κάνω αυτήν τη δουλειά. Αυτό το κομμάτι δεν είναι παρά πρόσκληση σε έναν κόσμο που θα ήθελα να μοιραστώ με τους νέους (στην ηλικία) αναγνώστες. Μόνο έτσι θα καταλάβουν ότι η πικρία και η απογοήτευση που πολλές φορές «βγαίνει» απ’ τα κείμενά μου έχει αρχή, μέση και τέλος. Τα όσα συνέβησαν τις τρεις «χρυσές» δεκαετίες (’60, ’70 και ’80) στο χώρο των αγώνων και της αυτοκίνησης δεν πρόκειται να επαναληφθούν. Οι αναμνήσεις είναι πολλές και δε χωράνε ούτε στη νέα μορφή του «Εν Λευκώ». Ίσως, σε μια άλλη ζωή, τις γράψω σε ένα βιβλίο 1.000 σελίδων.
Πολλές τις έζησα στους αγώνες ταχύτητας στο αεροδρόμιο Τατοΐου. Σήμερα υπάρχει και λειτουργεί, αλλά σύντομα θα ακολουθήσει την τύχη του Ελληνικού, αφού οι ορδές που θα κερδίσουν (με λάδωμα και δόντι) σπίτι, χώρους αθλοπαιδιών και mall στο «Ολυμπιακό Xωριό» θα λυσσάξουν, επειδή θα «ενοχλούνται από τα αεροπλάνα». Ακολουθώντας το δρόμο που χάραξε το Ελληνικό και ο Δήμος Αμαρουσίου, υπουργοί, πρωθυπουργοί και λοιποί υπάλληλοι των ισχυρών οικογενειών που κυβερνούν την Ελλάδα, το Τατόι θα «αναβαθμιστεί» κι ένα τμήμα του θα αποδοθεί στη Lamda, Kappa, Epsilon Development για άγρια κονόμα (δείτε σχετικό δημοσίευμα από το «Πρώτο Θέμα», που επαναλαμβάνει παλαιότερα δικά μου).
Όσοι είχαν την τύχη να ζήσουν την εποχή θα θυμούνται τους 20.000-25.000 θεατές που παρακολουθούσαν τις μάχες ανάμεσα στην GTAm του Μοσχού και του «Μαύρου», την Porsche του «Αστερίξ», την BMW του Σπύρου Τσινιβίδη και τη «Στρίγγλα» του Τζόνι Πεσμαζόγλου.

Στη Ρόδο και την Kέρκυρα
Φανταστείτε πώς είναι να στέκεστε 5 μέτρα από το δρόμο και δίπλα να περνούν τα αυτοκίνητα που έτρεχαν στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ταχύτητας. Κλείστε τα μάτια και ακούστε τον ήχο από τις εξατμίσεις να αντηχεί στα μεσαιωνικά τείχη της πόλης της Ρόδου και στις στοές της Σπιανάδας στην Kέρκυρα. Απίθανες μάχες ανάμεσα στο Γιώργο Ραπτόπουλο και τους οδηγούς των «φτιαγμένων» BMW, των Alfa Romeo και των Ford Escort. Δείτε τους αναβάτες των αγώνων ταχύτητας μοτοσικλέτας, το Νίκο Γκουντούφα, τον Αντώνη Χατζιμιχάλη και τους λοιπούς «Iνδιάνους», να τρέχουν με Honda, Kawasaki, Suzuki, αλλά και με άλλες μηχανές που κάθε άλλο παρά κατάλληλες για σιρκουί ήταν. Ατμόσφαιρα γιορτής στα νησιά, με χιλιάδες (πάλι) θεατές κι εκείνη τη γλυκιά θαλπωρή που έβγαινε από τον ενθουσιασμό του κόσμου και από το γεγονός ότι όλοι ήταν γνωστοί με όλους!
Ύστερα από τόσα χρόνια, ακόμα κι εγώ, που, με τα κείμενα και τις φωτογραφίες που τραβούσα, βοήθησα να χτιστεί η εποχή και η ατμόσφαιρα, αισθάνομαι άβολα. Ο λόγος είναι ότι ήταν τόσο όμορφη, ώστε αμφιβάλλω αν υπήρξε! Γι’ αυτό, ο κίνδυνος να γίνει μελό της κακιάς ώρας είναι μεγάλος.
 
Πώς, όμως, ξεχνιούνται οι στιγμές όταν, με τις αισθήσεις στο 100% και το στόμα στεγνό απ’ την ένταση, περίμενα να πέσει η σημαία για να ξεκινήσω μια ανάβαση ή έναν αγώνα ταχύτητας; Μπορεί να ήμουν στην 5η σειρά της εκκίνησης στο Τατόι, στις Σέρρες ή στη Νέα Σμύρνη (κι εκεί έγινε αγώνας και, αν θέλετε, το πιστεύετε) και 15ος στην αφετηρία της Πάρνηθας ή της Ριτσώνας, αλλά η αίσθηση ήταν ίδια. Μούδιασμα, έντονη τάση για… κατούρημα και η καρδιά να χτυπάει – αυτά μέχρι να πέσει η σημαία. Μετά, συγκέντρωση, γραμμές στις στροφές, κυνήγι του χρόνου ή του αντιπάλου στην κατηγορία, συμφιλίωση με το βουνό, το σιρκουί ή την ειδική διαδρομή και τερματισμός ή εγκατάλειψη από μηχανική βλάβη ή και έξοδο απ’ το δρόμο.
 
Και τώρα…
Από την Παταγονία ως την Ελλάδα και από την Αμερική ως την Kίνα, το δεύτερο μισό της ζωής των ανθρώπων αφιερώνεται στην ανασκόπηση του πρώτου. Τυχεροί (και δυνατοί) όσοι φεύγουν στη μέση της ειδικής τους διαδρομής, που μπορεί να είναι η συγγραφή ενός βιβλίου ή ενός ταξιδιού στα άστρα. Ζηλεύω εκείνους που, έχοντας τα πάντα, θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους και μου τη σπάνε οι αιχμάλωτοι του σαρκίου τους. Στο προηγούμενο «Εν Λευκώ» αναφέρθηκα στο ξεκίνημα της δικής μου διαδρομής και σε ό,τι πίστευα ότι θα φέρει το μέλλον. Και λέω «πίστευα», γιατί έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει πια μέλλον, αλλά μόνο παρόν. Έγραψα κι ένα χρονογράφημα στο «Πρώτο Θέμα» με τίτλο «Το Μέλλον του Μέλλοντος», αλλά κάποιος άλλαξε τον τίτλο, αλλάζοντάς του και το νόημα.
 
Είναι, όμως, δυνατό να χαθεί το μέλλον; Είναι και θα το αποδείξω χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του πρώτου μέρους του κομματιού. Τι μέλλον μπορεί να υπάρχει, όταν οι άνθρωποι δε ζουν στιγμές σαν αυτές στο Χέμερσμπαχ, στην Kέρκυρα και στη Ρόδο; Τι μέλλον υπάρχει, όταν έναν αγώνα παρακολουθούν… 37 θεατές και 200 παρατρεχάμενοι και φίλοι των οδηγών; Τι μέλλον έχουν τα ράλλυ, όταν λαμβάνουν μέρος 2 εργοστασιακές ομάδες και 30-40 πλούσιοι ερασιτέχνες; Τι μέλλον έχουν οι αναβάσεις, όταν την Kυριακή στη Ριτσώνα πάνε 20.000 και τη Δευτέρα το βουνό θυμίζει χωματερή από τα σκουπίδια που αφήνει ο ευγενικός μας λαός! Πέρα και πάνω απ’ όλα, όμως, και, αν εξαιρέσω τα δικά μου «ψώνια», τι μέλλον έχει μια Ευρώπη (για να μην πω η ανθρωπότητα) που ζει στην αφασία; Τι περιμένουμε ως πολίτες; Την επανάσταση ή το νέο μοντέλο της BMW; Το σοσιαλισμό ή το νέο άλμπουμ της Μαντόνα; Την κατάρρευση του Τείχους ή την ανόρθωση της μαλακίας; Έχω την αίσθηση ότι, τα τελευταία χρόνια και για λόγους που έχουν να κάνουν με την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης πολιτικής, ο ένας μετά τον άλλο οι λαοί της Ευρώπης σπάνε τους δεσμούς με την ιστορία και τις παραδόσεις και υποτάσσονται στις επιταγές ενός Θαυμαστού Νέου Κόσμου, όπου όλα μπορούν να συμβούν και τίποτα δεν είναι δεδομένο ή προγραμματισμένο. Υπάρχουν καλύτερα παραδείγματα από τις νίκες των Μπερλουσκόνι, Μπλερ, Σημίτη, Καραμανλή και άλλων πολιτικών που, άλλος λίγο άλλος πολύ, εκφράζουν ακριβώς αυτήν τη ρήξη με το παρελθόν, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν και δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτό;
 
Τι είναι τα εκατομμύρια κάμερες που τοποθετούν οι «σοσιαλιστές» για να παρακολουθούν την κίνηση των 35 εκατομμυρίων οχημάτων που κινούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο; Τι σημαίνει το «ευχαριστώ» στους Αμερικανούς, η έγκριση νόμων για την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας» από τους βουλευτές της ΝΔ και των άλλων δημοκρατικών δυνάμεων; Τι σημαίνει ότι έννοιες όπως «πατρίδα» και «έθνος» ευτελίζονται; Είναι, άραγε, τυχαίο ότι ούτε ένα στα χίλια παιδιά δεν ξέρει την ιστορία της πατρίδας του; Τι είναι η (συνειδητή) προσπάθεια να υποβαθμίσουν, αλλοιώσουν, αλλάξουν καθετί που παραπέμπει στα (καλά) παραδείγματα της ιστορίας των ευρωπαϊκών χωρών και η (λυσσασμένη) προσπάθεια να ακυρώσουν ή και να γελοιοποιήσουν κάθε αναφορά στην αρχαία ιστορία; Τα τελευταία χρόνια και μέσα από την πιο μαύρη προπαγάνδα από τη γέννηση του κόσμου, οι λαοί της Ευρώπης εκπαιδεύονται στην ιδέα ότι το μόνο που αξίζει είναι η αγορά και το τώρα (άντε, και η επόμενη εβδομάδα ή μήνας).
 
Ελάχιστοι γονείς σκέπτονται και ανησυχούν και, όσο πιο νέα τα ζευγάρια, τόσο πιο σκοτεινό το μέλλον των παιδιών. Οι παλιοί -και οι όχι τόσο- μεγάλωναν με ελπίδες, σχέδια και οράματα. Μπορεί να ήταν χριστιανοί, κομμουνιστές, αναρχικοί, βουδιστές ή δωδεκαθεϊστές, αλλά κάτι ήταν. Τα σημερινά παιδιά μεγαλώνουν με multiplex, McDonald’s και mall. Ποιος θα πολεμήσει για να υπερασπίσει τα σύνορα της πατρίδας, όταν οι πολιτικοί δηλώνουν ότι δεν είναι και τόσο δεδομένα και μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με το ποιος βομβαρδίζει ποιον; Πράγματα σαν τη (σκανδιναβικού τύπου, για να μην παρεξηγούμαι!) κοινωνική δικαιοσύνη, την ελευθερία του λόγου και, τελικά, την ίδια τη δημοκρατία έγιναν κλισέ που εξαπολύονται για να περάσουν (ομόφωνα) οι πιο άγριοι, αντιδημοκρατικοί, φασιστικοί νόμοι στην ιστορία της Ευρώπης. Τύποι σαν τον Στάλιν, τον Χότζα, τον Τσαουσέσκου, τον Πινοσέτ και άλλα λουλούδια της άκρας αριστεράς και της πιο μαύρης δεξιάς ωχριούν εμπρός στη λογική των Eυρωπαίων «σοσιαλδημοκρατών» και των Aμερικανών νεοχριστιανών. Τα (ταριχευμένα) κουστούμια που παριστάνουν τους ευρωβουλευτές ψήφισαν, υποκύπτοντας στις πιέσεις του poodle, το νόμο που επιτρέπει στις αρχές να παρακολουθούν τις κινήσεις (ηλεκτρονικές, τηλεφωνικές, με αυτοκίνητα και δίκυκλα, με φαξ, sms κ.ά.) των 500 εκατομμυρίων Eυρωπαίων πολιτών και ούτε ένας (εκτός από τον Πίντερ) δεν τόλμησε να εκφράσει αντίρρηση. Ποιο είναι το μέλλον μιας ανθρωπότητας, όταν όλες της οι κινήσεις, πράξεις, ακόμα και σκέψεις καταγράφονται 24 ώρες το 24ωρο, 365 ημέρες το χρόνο; Σε ποιο μέλλον θα ελπίσει ένας νέος, όταν σειρά στην αποδόμηση θα έχουν τα βιβλία, που θα χωριστούν (όπως επί Χίτλερ) σε εγκεκριμένα και απαγορευμένα και το ίδιο θα συμβεί για τις μουσικές, τις θρησκείες, τα πολιτικά κόμματα, τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τις συναθροίσεις;
Το μόνο που θα απομείνει θα είναι το «τώρα», αυτό που είδαμε στα κανάλια τις μέρες των εορτών, όπου πλήθη τρομοκρατημένων αισιόδοξων και λοιπών ηλιθίων τσιφτετελιάζονταν και ξεφάντωναν από το πρωί μέχρι τα μαύρα χαράματα.
 
Και τα αυτοκίνητα; Τι είναι αυτά; Μια ματιά στους νέους αριθμούς κυκλοφορίας είναι αρκετή για να δείξει το μέλλον. Υπερμεγέθη ταψιά που βιδώνονται στον κώλο ενός Jog ή μιας μοτοσικλέτας για να μπορούν να διαβάζονται από τα ηλεκτρονικά μάτια των εκατομμυρίων ευρωκαμερών. Για ποια ειδική διαδρομή, ποιον αγώνα ταχύτητας, κάτω από ποια μεσαιωνικά τείχη και για ποια ράλλυ σε ποια βουνά και πεδιάδες θα μιλάμε, όταν θα είναι γεμάτα ηλεκτρονικούς σπιούνους;
Αν το μάτι του Μεγάλου Αδελφού παρακολουθεί τα 35 εκατομμύρια οχήματα στη Βρετανία, σε πόσο καιρό ο τριτοκοσμικός, κομπλεξικός μικρός αδελφός θα αναλάβει καθήκοντα στην Ελλάδα; Σε δύο, τρία, το πολύ τέσσερα χρόνια; Χιλιάδες κάμερες θα καταγράφουν κάθε κίνηση «για την ασφάλειά μας» κι εμείς θα «γράφουμε γι’ αυτοκίνητα». Οι δημοσιογράφοι θα κοροϊδεύουν τους αναγνώστες και οι τελευταίοι θα κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Ποιος θα μπορεί να οδηγήσει με τον παλιό τρόπο, χωρίς να προκαλέσει την προσοχή των μπάτσων, που θα αλωνίζουν στο σκορποχώρι; Oι ζωντανοί νεκροί της Νέας Τάξης δε λένε όλη την αλήθεια. Δεν είναι η τρομοκρατία και η ασφάλεια των πολιτών που τους ενδιαφέρει, αλλά η ανάγκη να ελέγξουν την ανθρωπότητα. Στόχος είναι να πουλάνε τα προϊόντα που παράγουν (από κινητά τηλέφωνα μέχρι παραλλαγμένα τρόφιμα) στα δισεκατομμύρια του πλανήτη και να μαζεύουν το χρήμα που επιτρέπει να επεκτείνουν τον έλεγχο. Μέχρι πού; Μέχρι τον εγκέφαλο! Είδατε το πείραμα που έγινε σε αμερικανικό ερευνητικό ίδρυμα; Ένας 100% παραπληγικός, που δεν ήταν σε θέση να κινήσει ούτε τα βλέφαρά του, ήλεγξε με τη σκέψη του τον κέρσορα στην οθόνη ενός υπολογιστή που βρισκόταν 4 μέτρα μακριά! Αν το μυαλό μπορεί να «διατάξει» τη συσκευή, τι εμποδίζει την αντίστροφη εφαρμογή; Τι θα τους σταματήσει να ελέγξουν τη σκέψη, επομένως τις πράξεις, τις επιθυμίες, τους φόβους, τις ελπίδες, τη χαρά και τη λύπη, την ίδια τη ζωή μας;
 
Πού θα εμφυτεύσουν το microchip οι χειρουργοί του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης & Ασφάλειας; Στον εγκέφαλο; Στην καρδιά; Στο δάχτυλο; Στον κώλο;
 
Όποιος έχει την καλύτερη απάντηση κερδίζει μια θέση στα δεξιά του Μεγάλου Αδελφού.



      ‘Αλλα ‘Αρθρα

Μοιραστείτε το Άρθρο

Facebook
Twitter
LinkedIn
Email
Print

Απάντηση

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Μάιος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Μάιος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  
Εγγραφή στο Ιστολόγιο μέσω Email

Εισάγετε το email σας για εγγραφή στην υπηρεσία αποστολής ειδοποιήσεων μέσω email για νέες δημοσιεύσεις.

%d