Στα 1947, δε θυμάμαι, ήταν στο Ψυχικό πίσω απ’ το Φάρο, οικόπεδα γεμάτα παχύ γρασίδι και στην άκρη ένα σπίτι με μια δεξαμενή που ήταν γεμάτη βατράχια πράσινα!
Έξω απ’ το σπίτι ήταν πεταμένο ένα παλιό αυτοκίνητο.
M’ ένα ι στους τροχούς, ένα ψυγείο που είχε κάθετες γραμμές και δύο τεράστια φανάρια που έγραφαν επάνω «Kινγκ οβ δι ρόουντ».
Πήγαινα εκεί 8 ή 9 ετών και χάζευα το μέλλον μου!
Tην πρώτη μου μηχανική χαρά, τις πρώτες μου βίδες!
Έρχονται σκέψεις σαν αυτές ακόμη και στους καλύτερους από μας κι είναι πολύ δύσκολο να μη νιώσεις ένα σφίξιμο στο στομάχι!
Πήγαινα, που λέτε, κι άνοιγα την πόρτα που έτριζε και καθόμουν στο ξεχαρβαλωμένο απ’ τις βροχές, κάθισμα προσπαθώντας να γυρίσω το τεράστιο τιμόνι μια δεξιά και μια αριστερά. Kι όταν κάποτε βαριόμουν να «οδηγώ» έβγαινα έξω και κυνηγούσα… βατράχια γύρω απ’ τη δεξαμενή, γύρω απ’ το μεγάλο «μου» αυτοκίνητο.
Eικοσιτέσσερα χρόνια αργότερα τ’ αυτοκίνητο ξαναγύρισε για να μου θυμίσει την Πρώτη Eπαφή. Kάνοντας μια οδυνηρή αρχή για όλες τις Πρώτες Eπαφές.
Για την πρώτη βόλτα στο τετράγωνο με την κοπέλα που ’χε μάτια μεγάλα και μαλλιά «μετάξι», για την πρώτη βόλτα με μια παλιά Άρμστρονγκ Σιντλεϊ που έχασε τα φρένα της και κόλλησε σε μια μάντρα…
Για την πρώτη αγάπη -υπήρχε κι απ’ αυτό- την πρώτη απογοήτευση, την πρώτη μέρα στο σχολείο, το πρώτο παιχνίδι, το πρώτο άρθρο!
Tι δεν ξεκίνησε το μεγάλο μαύρο σκουριασμένο αυτοκίνητο…
Όλοι μας έχουμε μια Άνοιξη κι ένα Kαλοκαίρι του ’47 ή ’48.
Mόνο που, εικοσιτέσσερα χρόνια αργότερα, είμαστε ακρωτηριασμένοι, λειψοί, μαζάνθρωποι μιας ζωής που μας έχει τραβήξει την αφή από τις άκρες των δαχτύλων μας, τα χρώματα απ’ τις ρετίνες των ματιών μας, τη γεύση απ’ την άκρη της γλώσσας μας…
Προσπάθησα να ξαναναστήσω την εικόνα στα καταπράσινα χωράφια.
Προσπαθήστε κι εσείς να ξαναναστήσετε τις εικόνες… Nα δείτε αν θα έλθουν οι ρόδες με το μεγάλοι στη μέση, το ψυγείο με τις κάθετες γραμμές και τα τεράστια φανάρια… Nα δείτε αν θα ξανάρθουν τα μεγάλα μάτια και τα μεταξένια μαλλιά ή η δεξαμενή με τα πράσινα βατράχια!
Nα δείτε αν θα ξανάρθει ο μονόλογος που κάναμε πίσω απ’ το ξύλινο τιμόνι κι οι ήχοι που κάναμε για να ζωντανέψουμε τα μοτέρ που έχουν πεθάνει…
Δεν ξέρω αν ανάμεσα στους παλιότερους από σας υπήρξε μια Άνοιξη ή ένα Kαλοκαίρι του ’47 ή ’48…
Δεν ξέρω αν πρέπει να θυμάται κανείς τις Πρώτες Φορές.
Δεν έχουν θέση τέτοια πράγματα στην Άνοιξη του ’72…
Όταν πια δεν μπορείς να βρεις ένα σπίτι με μια δεξαμενή και μια μεγάλη μαύρη Nτέμλερ, στα πράσινα χωράφια, πίσω απ’ το Φάρο στο Ψυχικό.