Είχαμε μείνει εκεί που ο κακός ανθυπολοχαγός μ’ έκανε να γονατίσω στο χώμα (και να τραυματίσω τα ευαίσθητα γονατάκια μου) για να με ταπεινώσει σαν άτομο πριν μου δώσει το γράμμα που δεν ήξερα αν είναι από τη μαμά μου ή την Ελένη.

Αυτό το γονάτισμα μου τραυμάτισε βαθιά την αξιοπρέπεια και μου δημιούργησε ψυχικά τραύματα και διαταραχές που με συνοδεύουν ακόμα και σήμερα. Το αριστερό μου χέρι μουδιάζει κάθε φορά που βλέπω άνθρωπο με πηλίκιο και δεν μπορώ να βγάλω εισιτήριο στο τρόλεϋ. Η μητέρα μου έχειζητήσει σύνταξη ως «παθών εν υπηρεσία» αλλά ακόμα περιμένει, πράγμα που δείχνει πως το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο δουλεύει ενάντια στη θέληση του λαού να ζήσει ελεύθερος και χωρίς ψυχικές διαταραχές. 

Κάποια ημέρα όμως ο ήλιος της λευτεριάς έλαμψε πάνω απ’ την Κόρινθο! Τουλάχιστον έτσι νομίζαμε…

Πήραμε φύλλα μετάθεσης και είπαμε, όλα τα παιδιά, ότι θα ‘χουμε ευκαιρία να δούμε τις μανούλες μας και τις κοπελιές μας και κάνα ματς, αλλά πού τέτοια πράγματα!

Φορτωμένοι με κάτι βρώμικα σακίδια και με κάτι αρβύλες που μας τραυμάτιζαν τα πόδια (πόσο αποθύμησα τα Αντίντας μου και τα Κλαρκς δε λέγεται) φτάσαμε στην Αθήνα και, πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι μας συνέβαινε και να πάμε σπίτι μας να δούμε τη μαμά μας, ξεκινήσαμε για την Κρήτη.

Εμένα με στείλανε στο Ηράκλειο, στη ΣΕΑΠ, που είχα ακούσει φοβερά και τρομερά πράγματα.

Τα άλλα παιδιά έλεγαν στην Κόρινθο ότι όποιος πάει στη ΣΕΑΠ τρώγεται ζωντανός και, αν δε φαγωθεί ολόκληρος, τουλάχιστον του τρώνε τη μύτη και τ’ αυτιά.

Τις νύχτες που κοιμόμουνα πεταγόμουνα στον ύπνο μου και φώναζα: «μαμά, με τρώνε ζωντανό», καθώς έβλεπα εφιάλτες με κάτι αγριάνθρωπους που μου καταπίεζαν την προσωπικότητα και με υπέβαλαν σε αφάνταστα ψυχολογικά βασανιστήρια.

Όταν έφτασα στην πύλη της ΣΕΑΠ ήταν μεσημέρι, έκανε τρομερή, ανυπόφορη ζέστη και τίποτα δεν ακουγόταν. Τα τεράστια κτίρια που έβλεπα μπροστά μου λες και ήταν έτσι φτιαγμένα για να καθυποτάσσουν την ελεύθερη σκέψη και να μεταβάλουν το άτομο σε αυτόματο, ρομπότ, πειθήνιο όργανο.

Αμέσως επαναστάτησα μέσα μου και μου ‘ρθε να τρέξω και να κρυφτώ για να μην αντικρίσω αυτή τη φοβερή πραγματικότητα, αλλά από το φυλάκιο πετάγεται ένας έξω και μου λέει: τι θες εσύ, ρε;

Συγκλονίστηκα. Η γλώσσα ήταν γνωστή, η τακτική το ίδιο. Είχαν εντολές να μας «σπάσουν τον τσαμπουκά», όπως έλεγαν.

«Να… Εγώ…» είπα.

«Δώσ’ μου τα χαρτιά σου, ρε ψάρακα» είπε ο αγριάνθρωπος. Του τά ’δωσα, τα κοίταξε, έγραψε κάτι σε ένα μεγάλο βιβλίο και μετά είπε: «2ος Λόχος. Ίσια και ένα αριστερά».

Πήρα το σακίδιό μου και τις καραβάνες μου και άρχισα να περπατάω στην άσφαλτο που έκαιγε κοιτώντας τα μεγάλα καφέ κτίρια που έμοιαζαν άδεια, παρόλο που ήξερα ότι μέσα τους έμεναν τριακόσιοι «ΥΕΑ Α» και τριακόσιοι «ΥΕΑ Β».

Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία του καλοκαιριάτικου μεσημεριού, ολόκληρη η κόλαση και οι βελζεβούληδές της ήρθαν στη ζωή! Από τα παράθυρα των κτιρίων άρχιζαν να πηδάνε άνθρωποι ντυμένοι με πράσινες στολές. Οι άνθρωποι αυτοί κρατούσαν στα χέρια όπλα και μαχαίρια, ξύλα, λόγχες και σκοινιά και άλλα όπλα που πρώτη φορά τα ‘βλεπα στη ζωή μου.

Πηδώντας από τα παράθυρα σαν καλικάντζαροι ούρλιαζαν με άναρθρες κραυγές αλλά καθώς πλησίαζαν καταλάβαινα ότι εκστόμιζαν συγκεκριμένες απειλές κατά της σωματικής μου ακεραιότητας και της αξιοπρέπειάς μου. Μερικές δεκάδες απ’ αυτούς είχαν βάψει τα πρόσωπά τους μαύρα, άλλοι καφέ και άλλοι κόκκινα. Πάγωσα. Σκέφτηκα τη μανούλα μου. Την κοπελιά μου. Τα πόδια μου έτρεμαν. Το πόσο απάνθρωπος ήταν ο στρατός το ανακάλυπτα τώρα. το ψυχικό σοκ που θα πάθαινα δε θα μου πέρναγε με τίποτα. Ούτε με τα χάδια της μάνας μου και της κοπελιάς μου. Ήθελα να τρέξω, να κρυφτώ σε μια θερμή ανθρώπινη αγκαλιά αλλά δεν είχα καμιά ελπίδα.

Οι άγριοι φώναζαν: «Ψάρακα, ήρθε το τέλος σου. Κάνε το σταυρό σου για να πεθάνεις, ξάπλωσε κάτω και κάνε το νεκρό», και διάφορα άλλα παραγγέλματα που είναι σχεδιασμένα  από τους κύκλους εκείνους που θέλουν να κάνουν τη νεολαία υποχείριό τους, όργανο στα σκοτεινά τους σχέδια για τον ιμπεριαλισμό και τη στρατοκρατία.

Άρχισα να κλαίω. Καυτά δάκρυα έτρεχαν στα μαγουλάκια μου και ήθελα τη μαμά μου.

Εξακόσιοι αγριάνθρωποι όμως μου καταρράκωναν την προσωπικότητα και δε μ’ άφηναν να πάρω στα χέρια μου το μέλλον μου και να προχωρήσω εμπρός σπάζοντας τα δεσμά μου. Η ψυχή μου πονούσε. Το σώμα μου το ίδιο καθώς οι άγριοι με είχαν ταράξει στις σφαλιάρες. Σιγά- σιγά με έσπρωξαν προς τη λίμνη με τα χρυσόψαρα δίπλα στο «καψό».

«Δώσε παραγγέλματα, ψάραξ», ούρλιαζε ένας ψηλός στο αριστερό μου αφτί.

«Στοίχισε τα ψάρια, παιδί μου», φώναζε ο άλλος στο δεξί.

«Μήπως ο ΥΕΑ θέλει τη μαμάκα του» φώναζε ένας άλλος.

«Καλέ πως σε λένε; Ιωάννα;» φώναζε ένας τρίτος.

«Ασ’ το το παιδί κάτω, ρε», έλεγε ένας άλλος, «που το λες Ιωάννα. Δε βλέπεις ότι έχει τσουτσούνι;»

Δεν ήξερα τι να πω. Εκτός από τα φυσικά βασανιστήρια με υπέβαλλαν και σε ψυχολογικά, με πρόθεση να σπάσουν την αντίστασή μου σαν ανθρώπου και να με εντάξουν μέσα στο σύστημα για να γίνω κι εγώ ένα γρανάζι στη μηχανή την καταναλωτική που έχει μεταβάλλει τους ανθρώπους σε ρομπότ και έχει κάνει τις πόλεις απάνθρωπες αφού το μπετόν έχει πνίξει τα πάντα και το σύννεφο απειλεί τη ζωή μας και…

«Διαλυθείτε, κωθώνια», ακούστηκε μια στεντόρεια φωνή πάνω απ’ τους αλλαλάζοντες άγριους.

Αυτοί σταμάτησαν και απομακρύνθηκαν κρυφογελώντας. Μπροστά μου στεκόταν ένας μαύρος άνθρωπος μ’ ένα μουστάκι δυο μέτρα κι ένα ξύλο στο χέρι.

«Ίντα κάνεις, κύριε συνάδελφε» είπε.

«Μήπως δα και σε πείραξε κανείς;» ξαναρώτησε.

«Όχι» είπα εγώ, «εκτός απ’ αυτόν». Κι έδειξα έναν που με είχε προσβάλει.

«Αφού δε σε πείραξε κανείς, τρέχα ως τη μάντρα», είπε ο λοχαγός και εγώ άρχισα να τρέχω προς τη μάντρα, εκατό μέτρα μακριά, φορτωμένος με σακίδια και αρβύλες, καραβάνες και κουβέρτες. Όταν γύρισα πίσω με ρώτησε αν μου φτάνει. Όταν είπα ναι, μου είπε: «Ναι, προς αυτή τη μάντρα. Τώρα θα πας ως την άλλη».

Όταν το καψόνι τέλειωσε, ο ιδρώτας έτρεχε από τα μάτια μου και τη μύτη μου, τα πόδια μου έτρεμαν, ήμουνα έτοιμος να πεθάνω. Μου έδειξαν ένα κρεβάτι σ’ ένα θάλαμο. Μου είπαν να το στρώσω σε ένα λεπτό και να βρίσκομαι έξω για το βραδινό φαγητό. Το βραδινό έγινε σε κάτι αίθουσες μακρόστενες, με τοίχους πράσινους σκούρους. Φάγαμε σαν ζώα. Σκεπτόμουν πάντα τη μαμά μου και το φαΐ της. Μετά μας έδωσαν δαμάσκηνα και μας είπαν να τα φάμε χωρίς να μιλάμε.

Όταν τελειώσαμε μας έβγαλαν έξω και μας έβαλαν να κάνουμε εν- δυο κάτω μέχρι που τα δαμάσκηνα βγήκαν απ’ τη μύτη μας. Μετά μας έστειλαν να πάρουμε τα όπλα μας και μας είπαν να πάμε στα γόνατα μέχρι τα Δυο Αγοράκια. Όταν τελειώσαμε, τα γόνατά μας πονούσαν κι ήταν πρησμένα σαν καρπούζια.

Η ζωή αυτή κράτησε έξι μήνες. Όταν έφυγα απ’ τη ΣΕΑΠ ήμουνα ένας άλλος άνθρωπος. Δέκα κιλά ελαφρότερος, χωρίς πόνους στο στομάχι και ψυχολογικές διαταραχές.

Αν ήμουνα το παιδί της μαμάς μου ίσως και να είχα καταπιεστεί τόσο πολύ ώστε να αυτοκτονήσω. Το ίδιο θα ‘κανα αν είχα σοβαρές ψυχικές διαταραχές από πριν. Αν ήμουνα πρεζάκιας, βλαξ, τεμπέλης, κοπανατζής μπορεί να είχα φτάσει στο «μοιραίο». Ευτυχώς γι’ αυτή τη χώρα όμως που οι υγιείς άνθρωποι είναι ακόμα περισσότεροι- παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Τύπου να αυξήσει τον αριθμό των ψυχοπαθών- και η χώρα εξακολουθεί να έχει στρατό κι έτσι δεν κινδυνεύει από μια Δεύτερη Τουρκοκρατία.

Η γνώμη μου για τις αυτοκτονίες στο στρατό;

Ίδια μ’ εκείνη για τις αυτοκτονίες στα παρθεναγωγεία.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ

Μοιραστείτε το Άρθρο

Facebook
Twitter
LinkedIn
Email
Print

Απάντηση

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Μάιος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Μάιος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  
Εγγραφή στο Ιστολόγιο μέσω Email

Εισάγετε το email σας για εγγραφή στην υπηρεσία αποστολής ειδοποιήσεων μέσω email για νέες δημοσιεύσεις.

%d