Στεκόμουν ακουμπώντας στη μοτοσικλέτα μου, στην απέναντι πλαγιά, σ’ έναν δασικό δρόμο που κανείς εκτός απ’ το μαχαίρι του γκρέιντερ δεν είχε πατήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή και, παρακολουθώντας με πόνο κι οργή το δάσος του Υμηττού να καίγεται, σκεφτόμουν πως το ελληνικό καλοκαίρι έφτασε ξανά. Προσδεθείτε και μην καπνίζετε, μουρμούρισα. Καπνίζει το δάσος για σας. Καπνίζουν οι τσιμινιέρες των εργοστασίων και οι εξατμίσεις χιλιάδων σαράβαλων που κυκλοφορούν ξερύθμιστα στους δρόμους.
Η μυρουδιά απ’ τα πυρπολημένα πεύκα έμοιαζε με μυρουδιά καμένης σάρκας. Τα δέντρα ήταν ζωντανά. Τ’ άκουγα που έκλαιγαν γεμάτα αγωνία για τον άδικο θάνατο.
Σκεφτόμουν τον ηλίθιο, τον εμπρηστή που ‘βαλε φωτιά στο δάσος. Ήθελα να τον είχα στα χέρια μου τον Νεοέλληνα, τον ανασούμπαλο εγκληματία, τον καταστροφέα, τον αξιοποιητή, τον μπουζουκοτραφή μουστακαλή οικοπεδοφάγο.
Να τον ξέσκιζα.
Να τον πέρναγα από λαϊκό δικαστήριο, όπου λαός θα ήταν τα δέντρα και οι θάμνοι, και τα λιγοστά ζώα, όσα γλίτωσαν απ’ τα δολώματα και το ντουφέκι που ρίχνουν άλλοι ανασούμπαλοι καταστροφείς.
Σκεφτόμουν τα σκαντζοχέρια και κάτι λίγες αλεπούδες που ‘χαν απομείνει και που έπεφταν τρομαγμένες στο φως της μοτοσικλέτας μου όταν γύριζα στο σπίτι αργά τις νύχτες απ’ τον Άγιο Γιάννη τον Κυνηγό, το Σέσι και το Λιοντάρι, με το νου γεμάτο εικόνες απ’ τις κρήνες και τους εγκαταλειμμένους πέτρινους σταθμούς του τρένου που στέκονταν γεμάτοι αγριόχορτα δίπλα στις μισοθαμμένες απ’ το χώμα γραμμές.
Κι οι λαγοί;
Τι απόγιναν οι λαγοί με τούτη την καταστροφή; Πρόλαβαν να γλιτώσουν; Ή μήπως τώρα, χωρίς την προστασία των θάμνων, θα τους βρουν πιο εύκολα οι ήρωες με τις διμούτσουνες που ξεκινάνε απ’ το τσιμεντένιο έκτρωμα που απλώνεται κάτω τυλιγμένο στο θανατηφόρο πέπλο του;
Τι αξία όμως μπορεί να ‘χει η οργή ενός ανθρώπου σ’ ένα δασικό δρόμο του Υμηττού; Εδώ δεν έχει αξία ο επιθανάτιος ρόγχος μιας πολιτείας ολόκληρης, με τους λαγούς θα ασχολούμαστε τώρα;
Κακόμοιρη Αττική Γη…
Είχες την ατυχία να σε κατοικήσουν οι ορδές της καταστροφής, όλα αυτά τα εκατομμύρια οι τσιμεντάνθρωποι. Αν ήταν τίποτε άλλοι μπορεί και να φύτευαν ένα δέντρο στο χώμα σου, να ‘βαζαν μια γλάστρα στα μπαλκόνια σου. Τώρα μόνο καταστροφή, που οι προσπάθειες λιγοστών ανθρώπων να φτιάξουν λίγο πράσινο δεν φτάνουν για να καλύψουν.
Πέρασε εκείνο το Σάββατο. Ήρθαν και οι αντλίες μετά από μία ώρα και ρίξανε νερό κι ήρθαν και τ’ αεροπλάνα μ’ αυτούς τους ήρωες τους χειριστές, που πρέπει να ανακηρυχθούν εθνικοί ευεργέτες για το έργο τους.
Κι ήρθε τ’ άλλο Σάββατο και πάλι πήγα βόλτα στους γλυκύτατους λόφους και πάλι στάθηκά κι ήπια νερό στην πηγή του Άι Νικόλα και στο πηγάδι του Σεσιού και ξαναθυμήθηκα την ιστορία που διηγείται ο Καμπούρογλου στον «Αναδρομάρη της Αττικής» (σελ. 51) για το λιοντάρι που κατοικούσε στη σπηλιά και κατέστρεφε τον κάμπο της Κάντζας και οι κάτοικοι διάλεξαν να του δώσουν να φάει τη μονάκριβη κόρη της γριάς Κάντζενας…
Αλλά, να!
Εκεί που περίμεναν, ανήμερα του Άι Νικόλα να ‘ρθει ο λέων ν’ αρπάξει την κόρη, κατέβηκε ένα μικρό σύννεφο απ’ τον ουρανό και από μέσα βγήκε ένα χέρι κι έριξε τον κεραυνό και το θηρίο μαρμαρώθηκε.
Κι εκεί που περπατούσα με τον φίλο μου τον κυρ Γιάννη, βοσκός το επάγγελμα, που έρχεται κάθε χρόνο απ’ το Βορρά με τα πρόβατά του, να σου που οι αγριάνθρωποι ξανάβαλαν όχι μια, αλλά τρεις φωτιές, και τις κοιτούσαμε απ’ το ύψος του ξωκλησιού του προφήτη Ηλία.
«Τα καίνε κυρ Γιάννη» του είπα, «Τ’ αξιοποιούν. Θα τα κάνουν οικόπεδα και θα τα γεμίσουν συρματοπλέγματα και δε θα ‘χεις που να πας τα ζωντανά σου». Και πέρασε κι αυτό το Σαββατοκύριακο κι ήρθε τ’ άλλο και φωτιές άναψαν στην Ανάβυσσο και στα Λεγραινά, κι έτρεξαν «πανικόβλητοι» οι τσιμεντάνθρωποι και πιάσανε να καταβρέχουν τις αγριοπολυκατοικίες που ‘ναι χτισμένες κάτ’ εικόνα κι ομοίωση, μην τύχει και πάθει τίποτα το σαλονάκι λουί- κενζ και το σαμουράι 1300 που ‘ναι παρκαρισμένο απ’ έξω.
Απόμεινα να κοιτάζω, μια τον πυρπολημένο κάμπο, μια την εφημερίδα που ‘χε πετάξει κάποιος κεφτεδοφάγος οικογενειάρχης.
Έγραφε στην πρώτη σελίδα: Πρώτος Στόχος ’81. Οι τούρκοι κάνουν ασκήσεις αποβάσεως απέναντι απ’ τη Χίο.
Πρώτος Στόχος… Έτσι δεν έλεγε ο Κεμάλ το Αιγαίο;
Στους γλυκύτατους λόφους της Αττικής οι οικοπεδοφάγοι συνέχιζαν το έργο της πυρπόλησης. Πάνω απ’ την τσιμεντούπολη στεκόταν το πέπλο της φωτοχημικής ρύπανσης.
Στις ντισκοτέκ, της Ρόδου και της Κω, τα καμάκια έψαχναν για σκανδιναβικά μανούλια.
Το θερμό ελληνικό καλοκαίρι ξανάρθε.
Να δούμε αν θα φύγει παίρνοντας μαζί του μόνο πεύκα και μικρά ζώα ή αν στη δύνη του θα παρασύρει την Πάτμο και την Ικαριά.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ