Ρίγη συγκίνησης κυριεύουν τα κουρασμένα σώματά μας όταν, στο τέλος κάθε νεοελληνικού χρόνου, επιχειρούμε μια αναδρομή στα γεγονότα του δωδεκάμηνου που πέρασε.
Δεν είναι μικρό πράγμα τούτω ΄δω που μας συμβαίνει, να ζούμε σε μια χώρα που μοιάζει με καζάνι, που μέσα του κλωθογυρίζει η ζωή και αυτοσχεδιάζει η δημιουργία.
Δεν είναι μικρό δα πράγμα να ζούμε σε μια χώρα που τίποτα δε συμβαίνει τυχαία, που οι πολίτες λαβαίνουμε ενεργό μέρος στα κοινά, κι η διοίκηση, γεμάτη αντένες λήψης, μεταφράζει σ’ έργα τις επιθυμίες και τις προσταγές του κόσμου.
Ας γυρίσουμε με σεβασμό το κεφάλι προς το χρόνο που πέρασε. Ας ανοίξουμε τα μάτια διάπλατα στην ομορφιά μας, τ’ αυτιά μας στους ήχους μας, την όσφρηση στις μυρουδιές μας.
Το οφείλουμε, διάολε, στους εαυτούς μας.
Τι βλέπετε;
Βλέπουμε την παιδεία των παιδιών μας.
Γεμάτη η χώρα ντισκοτέκ και πιτσαρίες, καφετέριες και μπυραρίες. Στενάζει μέσα τους το υλικό, προζύμι της δημιουργίας με μάτια γλαρά από την ανία και μυαλά θολωμένα απ’ την απραξία.
Ξαπλωμένα στις πολυθρόνες τη βρίσκουν τα φρικιά ντυμένα με τις στολές τους γεμάτα σημάδια στα μανίκια, στα στήθη, στις κωλότσεπες, στα παπούτσια, κάνοντας κριτική στο κατεστημένο που κρατάει από τρεις ώρες ως τριάντα χρόνια, πάντα γιατί δεν τα καταλαβαίνουν οι γονείς τους, δεν τα νιώθουν οι καθηγητές τους, δεν τα «εκφράζει» η κοινωνία.
Ξαπλωμένα σ’ άλλες πολυθρόνες σε ημιυπόγεια «μπαράκια» τη βρίσκουν τα ταγάρια και τα μοντγκόμερυ της λούμπεν κουλτούρας άντε σήμερα- αύριο να ‘ρθει η επανάσταση να ησυχάσουμε κι εμείς να βρούμε άλλες προτσές να συζητάμε.
Ξαπλωμένους σε δερμάτινους πολυθρόνες να συνεντευξιάζονται οι αλύγιστοι και ατσαλάκωτοι από δημοσιογράφους που κάνουν τις ίδιες ερωτήσεις κάθε φορά και παίρνουν τις ίδιες απαντήσεις.
Όρθια στις ντισκοτέκ ξεδίνουν τα ανυποψίαστα των διαμερισμάτων του Κολωνακίου, του Παγκρατίου, του Χαλανδρίου, του Αμαρουσίου, της Κηφισιάς, της Γλυφάδας και της Φωκίωνος Νέγρη, γιε- γιε, ουί- ουί, μικ γιάγκερ, ντέιβιντ μπόουϊ, φρανκ ζάπα, ντόνα σάμερς, σεξ πίστολς και τύφλα να ‘χουν οι κλέφτες κι οι αρματολοί κι ο γέρο- Δήμος και ο Γιάννος που ‘χει ματωμένο το μαντήλι και το τζιβαέρι., κι ο Μακρυγιάννης. Ροκ κουλτούρα σε 600 βατ RMS με 0,002% THD κάτω απ’ τα σάπια μάρμαρα του Παρθενώνα, δίπλα στην οδό Μέρλιν, οχτώ χιλιόμετρα απ’ την οδό Ρετσίνα και τα γερμανικά μπλόκα.
Τι βλέπουμε;
Βλέπουμε τις καταλήψεις των καταλήψεων. Τις πορείες εκατόν πενήντα οχτώ διαφορετικών πολιτικών ομάδων προς τριακόσιες εβδομήντα έξι διαφορετικές κατευθύνσεις επί τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες το χρόνο επί ν χρόνια. Βαρεθήκαμε και μπερδευτήκαμε. Χάσαμε το μέτρημα απ’ το γκέτο του Κορυδαλλού μέχρι τα πομακοχώρια της Ξάνθης. Ούτε καταλαβαίνουμε πια τι θέλουν, ποιοι το θέλουν, πώς το θέλουν και πότε το θέλουν.
Κουραστήκαμε από τις ανακοινώσεις που παστώνονται πάνω σ’ άλλες ανακοινώσεις, κι αυτές πάνω σ’ άλλες, κι άλλες, κι άλλες, ενώ η σύμβαση μακντόναλντ περνά απαρατήρητη, ο Μόρνος περνά απαρατήρητος, το ίδιο και η Βίζενταλ και τα πετρέλαια της Θάσου, το ίδιο και η ζημιά στην Ολυμπιακή κι οι φαύλες παραγγελίες και προμήθειες και το γεγονός ότι θα μείνει η χώρα χωρίς καύσιμα και ότι έγινε ρεζίλι των σκυλιών στην ΕΟΚ που δε μπόρεσε να μεταφράσει σωστά ένα βιβλίο και δεν είχε έτοιμα τα στοιχεία για τη χρηματοδότηση.
Μείναμε.. έκπληκτοι από τις ανακοινώσεις για επιστημονικές… ανακαλύψεις, για τις προόδους στην Τεχνολογία και την Ιατρική, για την πρόοδο της βιομηχανίας. Δε σταματήσαμε, δώδεκα μήνες τώρα, να παρακολουθούμε τους μαθητές που πρώτευσαν κι αρίστευσαν και απέδειξαν ότι αυτή η χώρα δεν είναι μόνο ένα τεράστιο ξενοδοχείο αλλά έχει και πολίτες που νοιάζονται.
Τα… χάσαμε παρακολουθώντας τη νέα γενιά στα πανεπιστήμια και τα πολυτεχνεία και τα Κέντρα έρευνας να δημιουργεί, να προωθεί τη μάθηση με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, όπως αρμόζει σε κάθε νέα γενιά που βρίσκεται στο κατώφλι του 21ου αιώνα.
Δάκρυα συγκίνησης κύλησαν στα πρόσωπά μας βλέποντας τους νέους επιστήμονες να σκύβουν ήρεμα πάνω απ’ τις πληγές της Ελλάδας και να προσπαθούν να τις γιατρέψουν.
Δάκρυα χαράς έτρεξαν όταν είδαμε πως, επιτέλους, έγινε πρωτεύουσα της Αθήνας.
Χαρήκαμε που φέτος η σύγχυση που μας δέρνει δεν άφησε τίποτα όρθιο.
Ρουφήξαμε τη σκόνη απ’ τα ερείπια των λαμπρών κτιρίων που θυσιάστηκαν στο βωμό της αντιπαροχής κι απλώσαμε τη ματιά πάνω στους ροζ και λουλακί τοίχους των πολυκατοικιών που είναι το ίδιο γυμνές όπως κι οι ψυχές μας. Με μια κίνηση πήραμε μέσα μας όλα τα κουφάρια των πυρπολημένων δασών, όλα τα νεκρά απ’ τις παγίδες και το παραθείο πουλιά, όλα τα νεκρά απ’ το αρσενικό ψάρια.
Περπατήσαμε στα γκέτο των πρασινοκίτρινων ξενοδοχείων της Ρόδου, φάγαμε souvlaki και mousaka και μεταβάλαμε το στάβλο του πατρικού σπιτιού στο χωριό της Κρήτης σε μαγαζί που πουλάει Greek art.
Είδαμε αρκετά;
Τώρα ας ακούσουμε.
Σαινς Σανς ανάκατα με Μάρκο Βαμβακάρη. Φλωρινιώτη ανάκατο με Ρεσπίγκι, Σούμπερτ σαλάτα με Βασίλη Τσιτσάνη. Ας ακούσουμε τους ήχους της παραμόρφωσης που ουρλιάζουν τα ηχεία της καθολικής σύγχυσης, τις κραυγές της αλήθειας που πνίγεται πίσω απ’ τα μαύρα κάγκελα των μεγάτιτλων των πρώτων σελίδων, τον ρόγχο της αντικειμενικότητας που πεθαίνει. Ας ακούσουμε το κλάξον των απολίτιστων οδηγών, τον πνιχτό ήχο που βγαίνει όταν το τάουνους του βαρύμαγκα ταξιτζή και η μερσεντέ του ολοστρόγγυλου μπακάλη, ξεκοιλιάζουν μικρά ζώα στις λεωφόρους.
Κι όταν βαρεθούμε να βλέπουμε τις εικόνες και ν’ ακούμε τους ήχους της καθημερινής μας ζωής, ας ανοίξουμε την τηλεόραση να δούμε ποιος σκότωσε τον Τζέι Αρ ή ας πάμε μια βόλτα μέχρι την Πανεπιστημίου ν’ ακούσουμε τον ήχο που κάνει το ανθρώπινο κεφάλι όταν ανοίγει απ’ το χτύπημα του γκλομπ.
Κι αν δε μας φτάνει αυτό, ας πάμε στα γήπεδα να δούμε και ν’ ακούσουμε κι άλλους τέτοιους θορύβους.
Κι αφού τα κάνουμε όλα αυτά, ας πάμε για ύπνο, αγαπητοί συμπολίτες, ήσυχοι κι ήρεμοι ότι για όλα αυτά που συνέβησαν υπεύθυνοι δεν είμαστε εμείς αλλά οι Άλλοι.
Υ.Γ. Ναι… Κυκλοφόρησαν βιβλία, έγιναν θεατρικές παραστάσεις και ταινίες προβλήθηκαν αξιόλογες. Μόνο που έφτασαν, όλα αυτά, σε 30- 40.000 ανθρώπους που οπωσδήποτε δεν είναι Ελλάδα.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ