Έχοντας εξαντλήσει τον κατάλογο με τα στραβά κι απαράδεκτα αυτού του τόπου (τουλάχιστον τον κατάλογο που ένας δημοσιογράφος μπορεί να χρησιμοποιήσει σ’ ένα βδομαδιάτικο περιοδικό) και πιστεύοντας βαθιά πως καμιά απολύτως ελπίδα για βελτίωση δεν υπάρχει, αποφάσισα να μειώσω στο ελάχιστο δυνατό τις αναφορές της στήλης σ’ αυτά.
Μια ματιά στα γύρω πείθει ότι τα ίδια λαθραία που έμπαιναν το 1970 μπαίνουν και το 1980, οι ίδιες λακκούβες στολίζουν τους δρόμους, τα ίδια πρόσωπα παρουσιάζονται στην τηλεόραση η ανεβαίνουν στα ξύλινα βάθρα στις εθνικές γιορτές, οι ίδιοι λόγοι εκτοξεύονται, η ίδια ποσότητα λιπαντικού- κι ίσως περισσότερη τώρα- για να κινηθούν τα γρανάζια της κρατικής μηχανής (επίσημη ομολογία), γίνονται τα ίδια εγκλήματα τιμής, σκοτώνονται οι ίδιοι (και περισσότεροι;) άνθρωποι στους δρόμους, λέγονται τα ίδια αστεία στις «κωμωδίες» της τηλεόρασης, χορεύουν οι ίδιοι ποποί με τον ίδιο τρόπο που χόρευαν το 1950.
Λέω λοιπόν πως το να κάθεσαι και να κάνεις «κριτική» σ’ όλα τούτα είναι σαν να πίνεις τσάι με τη κυρία Λούλα και την κυρία Ελενάρα και να κάνεις κουσκούς και κοζερί πολιτικοκοινωνικό του τύπου «τσ, τσ, τσ, τσ, μωρέ Λούλα μου, δεν είναι κατάσταση αυτή πια, δεν βρίσκεις να παρκάρεις τ’ αυτοκίνητό σου* αν ήσουνα στην Ελβετία θα ’βρισκες αμέσως, χώρα είναι αυτή, βρε παιδάκι μου».
Κι εκεί που κάνεις τα χαριτωμένα σου και τ’ ανώδυνά σου και σου γράφουνε και γράμματα οι αναγνώστες και σου λένε «Μπράβο, κύριε Καβαθά, συνεχίστε, ωραία τα λέτε» κι εσύ αισθάνεσαι συγκίνηση και κατουριέσαι απ’ τη χαρά σου, να σου και βλέπεις μια φωτογραφία με κάτι γριές και γέρους να κάθονται γύρω από τη φωτιά προσπαθώντας να ζεσταθούν περιμένοντας τη γραφειοκρατία να πιει τον βαρυγλυκό της και να κινήσει τα γρανάζια της για να τους φτιάξει τα αυτοδιαλυόμενα, εκεί που ο σεισμός σώριασε σ’ ερείπια τα σπιτικά τους… Τους κοιτάς, και λες μέσα σου, τι παριστάνεις χτυπώντας με την πέννα σου ένα τόσο μεγάλο κομμάτι ζελέ, και συνέρχεσαι. Τι αξία έχουν όλα αυτά τα: τί θα γίνει επιτέλους με το κυκλοφοριακόν, τί θα γίνει επιτέλους με το Νέφος, τί θα γίνει επιτέλους με τα σάπια κρέατα, τα ψεύτικα διπλώματα, τα λαθραία αυτοκίνητα;
Καμία!
Αντίθετα. Πιστεύω ότι γράφοντας εναντίον της Μηχανής, το παιχνίδι της παίζεις, προσφέροντάς της τη μεγαλύτερη δυνατή υπηρεσία.
Είδες, λέει, τι γράφει στα «Επίκαιρα» (και σ’ όλες τις εφημερίδες/ περιοδικά) ο άνθρωπος; Φαρμάκι είναι…
Και πάει να φτιάξει (η Μηχανή) περισσότερα πλαστά διπλώματα.
Ή, να κάνει υπερβάσεις στα δημόσια έργα.
Ή, να ξανασκάψει τον δρόμο που έσκαψε χτες.
Ή, ν’ αγοράσει λάθος αεροπλάνα. Και τρόλεϊ. Και λεωφορεία.
Ή, ν’ αγοράσει κρατικά αυτοκίνητα απ’ τους ίδιους (τρεις) ανθρώπους.
Ή, να καταργήσει τη γραμμή του Σίδνεϋ. Να δώσει τα τσάρτερς δεμένα χειροπόδαρα στους ξένους…
Ή, να τυφλώσει τ’ άλογα για να τα πουλήσει σε καλύτερη τιμή.
Ή, να ξηλώσει τις πινακίδες.
Ή, απλώς, να πάει για ύπνο.
Παράδειγμα (ανώδυνο κι απλό): Την Πέμπτη, 9 Απρίλη, η ρύπανση της ατμόσφαιρας της Αθήνας από τις 13.000 βιομηχανίες/ βιοτεχνίες που λειτουργούν χωρίς φίλτρα, από τους ελεεινά συντηρημένους κινητήρες των λεωφορείων/ ιδιωτικών αυτοκινήτων και από το ελεεινό κυκλοφοριακό σύστημα που ρυθμίζεται από… αστυνομικούς αντί συγκοινωνιολόγους, τεχνοκράτες και ειδικούς, ξεπέρασε 3 φορές το όριο του συναγερμού.
Έγραψαν οι εφημερίδες, έβγαλε ανακοίνωση και το ΠΑΚΟΕ- στο οποίο ο υπογράφων είναι μέλος- βόγκηξαν οι Αθηναίοι και μετά;…
Και μετά, τίποτα…
Γιατί, γι… να γίνει κάτι, οτιδήποτε, το παραμικρό, πρέπει να ’ρθουν τα μέσα- έξω. Πρέπει να γίνουν νόμοι από ανθρώπους που γνωρίζουν τι είναι η φωτοχημική ρύπανση και πώς καταπολεμείται, πρέπει να κινητοποιηθεί ο λαός από εμπνευσμένους ηγέτες, από ανθρώπους που ξέρουν τί θέλουν κι που ξέρουν τί θέλει ο 21ος αιώνας, πρέπει οι νόμοι να τηρηθούν απ’ όλους, κράτος και πολίτες…Κι αυτά δεν γίνονται σε τούτο τον τόπο ΟΧΙ απ’ τη μια μέρα στην άλλη αλλά ούτε από τον έναν αιώνα στον άλλον.
Να λοιπόν το πρόβλημα μου.
Όλα αυτά που γράφτηκαν τα τελευταία 11 χρόνια σ’ αυτό το περιοδικό (τόση είναι η ζωή της στήλης) τίποτα παραπάνω δεν πρόσφεραν παρά το podium για ν’ ανέβουν επάνω όλα αυτά τα κοστουμάκια και να κάνουν δηλώσεις ότι προσπαθούνε κι ότι το πρόβλημα (το όποιο πρόβλημα) θα επιλυθεί συντόμως.
Αυτό φαντάζομαι πως είναι και το πρόβλημα κάθε δημοσιογράφου (σε αντίθεση με τον κοζερίστα), που βλέπει τα χρόνια να περνάνε, τα ξενύχτια να στοιβάζονται στο σώμα του και στην ψυχή του, τα δάχτυλά του να παθαίνουν αγκύλωση απ’ το ασταμάτητο γράψιμο και το κυνήγι της αλήθειας και πάει ένα βράδυ στην εφημερίδα του και του λένε: τα ’μαθες; μεγάλη απάτη στον τάδε Οργανισμό…
Πάλι; λέει αυτός και σωριάζεται πτώμα αληθινό, έχοντας γράψει 24 φορές την τελευταία δεκαετία για τις απάτες ή τις παραλείψεις ή την ανικανότητα αυτού του Οργανισμού.
Και καλά στην εφημερίδα… Εκεί ο δημοσιογράφος βρίσκει μια διέξοδο. Δεκάδες τα θέματα κάθε βράδυ. Αν θέλει (και του επιτρέπουν) και μπορεί, κάθεται και γράφει για τις μάχες στη Βηρυτό, για τα γυμνάσια του Σύμφωνου της Βαρσοβίας, για την Αλληλεγγύη, για τη σφαγή στο Σαλβαντόρ (πόσο γρήγορα ξεχάσαμε εμείς οι Έλληνες να θυμόμαστε ότι υπάρχουν κι άλλοι λαοί που υποφέρουν), την απόπειρα εναντίον του Ρήγκαν, τις ομοιότητες ανάμεσα στους Όσβαλντ Σιρχάν- Σιρχάν και Χίνκλυ και το άρθρο σου βγαίνει την άλλη μέρα, ζεστό, επίκαιρο. Σ’ ένα εβδομαδιαίο περιοδικό τα πράγματα είναι, απ’ τη φύση τους, διαφορετικά:
Αυτό που θα γράψεις στις 8 Σεπτέμβρη θα δημοσιευτεί στις 22 του ίδιου μήνα, ή, το πολύ στις 15…
Εφτά ή 15 μέρες μετά… Μέσα σ’ αυτό το διάστημα πολλά μπορούν να συμβούν- απ’ το να φύγουν οι Ρώσοι απ’ το Αφγανιστάν μέχρι ν’ αποκαλυφτεί ότι ο Χίνκλυ ήταν πράκτορας της CIA.
Τα σκέφτεται λοιπόν αυτά ένας δημοσιογράφος και βρίσκεται, σε μόνιμη βάση, μπροστά σ’ αδιέξοδο, αφού ο μόνος δρόμος που του μένει, είναι να σχολιάσει γεγονότα που έγιναν (και που μπορεί ν’ αλλάξουν ριζικά απ’ τη στιγμή της γραφής μέχρι την ημέρα της δημοσίευσης) ή να κάνει γενικά πολλές φορές κρίσεις και σχόλια, αναθεματολόγια ή ευχολόγια. Τα τελευταία μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν κοζερί κι αλίμονο στον δημοσιογράφο που θα πέσει στα γρανάζια της.
Το σκέφτομαι.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ