Αποβραδίς σκεφτόταν την αυριανή μέρα. Είχε πολλά να κάνει, δουλειές που είχαν μαζευτεί μήνες τώρα, όλο αύριο και αύριο τις πήγαινε μα τώρα είχε φτάσει ο κόμπος στο χτένι και κάτι έπρεπε να κάνει.

Δεν ήταν δα και τίποτα σπουδαία πράγματα. Το ρημάδι τ’ αυτοκίνητο ήθελε συνεργείο –πήγαινε στα εφτά χρόνια πια, πού να σκεφτεί κανείς να τ’ αλλάξει εκεί που είχαν φτάσει οι τιμές-, έπρεπε να γράψει το παιδί στο σχολείο, να πάει στο μαγαζί μετά, αργοπορημένος είναι αλήθεια, να δει αυτό το χαρτί που του είχαν στείλει «δια υπόθεσίν σας» απ’ την εφορία ή το ΙΚΑ ή το ΤΕΒΕ ή το ΤΣΑ ή κάποιο ταμείο απ’ τα τετρακόσια οκτώ που τον βασανίζουν μια ζωή. Ακόμα, ήθελε να πάει στο οικόπεδο που είχε αγοράσει 450.000 δραχμές τριακόσια τετραγωνικά, να δει μήπως και κατάφερνε να χτίσει το παράνομο στο γιορταστικό τριήμερο, αν όχι όλο τουλάχιστον να ρίξει τις κολόνες αν τον βοηθούσε ο φίλος του ο Δημήτρης που είχε το παράπηγμα λίγο πιο κάτω. Σηκώθηκε πρωί, μαύρα χαράματα, για να προλάβει. Έφτιαξε μόνος του καφέ, τον ήπιε γρήγορα, βγήκε στο δρόμο κι έκατσε πίσω απ’ το τιμόνι του ρημαδιού. Καθώς γύριζε το κλειδί στη μίζα είδε την κλίση στο παρμπρίζ. Βγήκε, την πήρε, παράνομη στάθμευση έγραφε, γύρισε κοίταξε στο πεζοδρόμιο κι ανακάλυψε την πινακίδα φρέσκια- φρέσκια. «Χθες θα την έβαλαν» μουρμούρισε.

Ξεκίνησε. Πρώτη δουλειά το συνεργείο. Θα τ’ άφηνε το πρωί, θα το ‘παιρνε το μεσημέρι. Έτσι είχε συνεννοηθεί με το μάστορα απ’ το τηλέφωνο. «Μη σε νοιάζει» του είχε πει, «θα το πάρεις σα νυφούλα». Το φαντάστηκε με νυφικό και χαμογέλασε πικρά: στο νου του εκείνο το χαρτί «δια υπόθεσίν σας» και το σχολείο του παιδιού. Ήθελε ιδιωτικό, του είχαν πει, επειδή ήταν προβληματικό κι έπρεπε να το προσέχουν οι δάσκαλοι.

Θυμήθηκε τα δικά του χρόνια στο σχολείο. Εκατόν τριάντα παιδιά ήταν στην τάξη. Σίγουρα ανάμεσά τους θα υπήρχαν και προβληματικά, μόνο που τότε η λέξη δεν είχε εφευρεθεί.

Ταράχτηκε.

Τριάντα μέτρα εμπρός του ένας αστυφύλακας, σοβαρός κι αυστηρός του ‘κανε σήμα μ’ ένα κόκκινο παλούκι να σταματήσει. Κι όχι μόνο να σταματήσει αλλά να κάνει και δεξιά.

«Καλημέρα σας» είπε τ’ όργανο ευγενικά. «Κάνουμε έλεγχο καυσαερίων, πατήστε γκάζι παρακαλώ…»

Ένας πήγε στο πίσω μέρος τ’ αυτοκινήτου και έβαλε ένα σίδερο μέσα στην εξάτμιση. Ένας άλλος παρακολουθούσε με σοβαρότητα ένα κουτί.

«Τι είναι τούτο;» τόλμησε.

«Εκπέμπετε άνω των 5% μονοξείδιο του άνθρακος κατ’ όγκον. Αφαίρεση αδείας, διπλώματος και παραπομπή στο δικαστήριο. Η ποινή είναι τρεις μήνες φυλακή άνευ εξαγοράς αν το κάνετε κατά λάθος κι έξι μήνες φυλακή άνευ εξαγοράς αν το κάνετε εξεπίτηδες… ».

«Κάνω ποιο, εξεπίτηδες;» τόλμησε να ρωτήσει.

«Άδεια και δίπλωμα παρακαλώ» είπε σοβαρό το όργανο, «ξηλώστε του τις πινακίδες» συμπλήρωσε, και δυο με γκρι στολές και κατσαβίδια έπεσαν επάνω και σε δέκα δευτερόλεπτα οι πινακίδες του αυτοκινήτου του βρίσκονταν μέσα σε μια πλαστική σακούλα, τακτικά τοποθετημένες μαζί με τις βίδες.

«Ρυπαίνετε την ατμόσφαιρα με την εξάτμισή σας» του είπε ο επικεφαλής αλλά αυτός ούτε που κατάλαβε τίποτα. Τι ήξερε από μονοξείδια και υπεροξείδια; Στο μαγαζί το χρησιμοποιούσε το ρημάδι, μετέφερε λεκάνες και νιπτήρες στις οικοδομές, πήγαινε και Κυριακή παρά Κυριακή μια βόλτα με την οικογένεια.

Θύμωσε, είναι αλήθεια, αλλά μετά σκέφτηκε πως ίσως ήταν μια ευκαιρία να το μαζέψει κιόλας το ρημάδι. Ήθελε, εκτός από μπουζί- πλατίνες και ντεμπραγιάζ και φρένα και λάστιχα κι ο θερμοστάτης ξεκόλλημα για να ‘βλεπε γιατί έκαιγε τόσα λάδια, πιο πολύ λάδι από βενζίνη έκαιγε.

Έβαλε το χαρτί της τροχαίας στο τζάμι, πήγε στο συνεργείο, είπε τα καθέκαστα, ζήτησε να γίνουν οι δουλειές στο αυτοκίνητο.

Έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα, πήγε στο μαγαζί, πήρε το «χαρτί», πήγε στο ταμείο, πληροφορήθηκε πως έπρεπε να πληρώσει 200 χιλιάδες που δεν είχε εισπράξει.

«Μα δεν τα ‘χω εισπράξει» παραπονέθηκε. «Πώς να πληρώσω;»

«Αν δεν πληρώσεις σου κάνουμε κατάσχεση» απάντησαν και ξαναπήγε στο μαγαζί κι άρχισε τα τηλέφωνα μήπως και μαζέψει τίποτα λεφτά απ’ αυτά που του χρωστούσαν.

Μάταιος κόπος…

Ο ένας έλειπε, ο άλλος ήταν βαριά άρρωστος, του τρίτου είχε πεθάνει η μάνα, του τέταρτου είχε πάθει καρκίνο η αδελφή.

Σκέφτηκε να δανειστεί, έπρεπε όμως να πάει στα Μελίσσια, αυτοκίνητο δεν είχε. Σκέφτηκε και τον τόκο. Τρία τοις εκατό το μήνα ήθελε ο θεομπαίχτης.

Τώρα για το παιδί, είπε στον εαυτό του κι αισθάνθηκε κουρασμένος και λυπημένος. Δεν μπορούσε να το χωνέψει που του αφαίρεσαν άδεια, δίπλωμα και πινακίδες, επειδή, λέει, ρύπαινε την ατμόσφαιρα. Τι ήξερε αυτός από ρυπάνσεις; Μηχανικός ήταν; Και μετά τι να ‘κανε; Το πήγε στο μάστρο- τάδε, το πήρε, πλήρωσε και 15.000 και του είπε πως ήταν σαν καινούριο. Αυτός έφταιγε που κάπνιζε;

Στο ιδιωτικό τον υποδέχτηκε ο διευθυντής. «Θέλετε να πάρουμε το γιο σας στο σχολείο μας;».

«Μάλιστα».

«Ξέρετε, φέτος είμαστε πλήρεις. Ίσως του χρόνου, αν πάρετε σειρά από τώρα…».

«Μα ξέρετε… Είναι ανάγκη… Ο Θανασάκης είναι προβληματικός. Δεν παίρνει τα γράμματα. Μαλώνει. Θέλει παρακολούθηση…».

«Θα δούμε» απάντησε ο διευθυντής «ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε αλλά μπορεί να στοιχίσει κάτι πάρα πάνω…».

Έφυγε.

Τα τελευταία του χιλιάρικα στο ταμείο του σχολείου. «Εδώ έχουμε παιδιά της καλή κοινωνίας» του είπε ο διευθυντής καθώς τον ξεπροβόδιζε. «Το παιδί σας θα γνωριστεί με καλό κόσμο».

Το μυαλό του έτρεξε πάλι στο Δημοτικό σχολείο του. Προσπάθησε να θυμηθεί αν κανένα απ’ τα κουρεμένα παιδιά του ’50 ήταν της καλής κοινωνίας. Δεν ήταν, συμπέρανε. Κι όμως όλοι οι παλιοί του φίλοι ήταν καλοί άνθρωποι.

Πήρε το λεωφορείο της γραμμής. Κατέβηκε στο Κίντζι, περπάτησε μέχρι το οικόπεδο.

Γύρω τους οργασμός. Οι πάντες έχτιζαν παράνομα. Ένας φτωχούλης μοίραζε φυλλάδια. Πήρε ένα. Ατομικές μπετονιέρες, έγραφε.

Ατομικές μπετονιέρες! Του θύμισε το ατομικό γιουβέτσι. Σκέφτηκε να παραγγείλει μια μερίδα μπετονιέρα.

«Κι η αστυνομία; Το πολεοδομικό;» ρώτησε τον τύπο που ‘φτιαχνε το πανωσήκωμα. Ο τύπος τον κοίταξε λες κι έβλεπε άνθρωπο απ’ τον Άρη.

«Τι τσαμπουνάς μωρέ;» είπε στο τέλος, «ξένος είσαι;».

Πέρασε η μέρα. Έβαλε κάτι πέτρες στο οικόπεδο, πότισε και τα δεντράκια που ‘χε φυτέψει, κουράστηκε, αργά τ’ απόγιομα γύρισε στο τριάρι στο Περιστέρι.

Πέρασε κι ή άλλη κι η άλλη, πήγε στο συνεργείο να πάρει το ρημάδι.

«Όλα έτοιμα;» ρώτησε.

«Κούκλα» τ’ απάντησαν.

«Πόσα;» ρώτησε.

«35.000» τ’ απάντησαν.

Έκανε φασαρία, παραπονέθηκε, πολλά λεφτά είπε, τον απείλησαν ότι δε θα του το δώσουν.

Πλήρωσε κι έφυγε.

Απ’ την εξάτμισή του έβγαινε ένας μαύρος καπνός, τα φρένα του δεν έπιαναν, ο συμπλέκτης πάλι πατινάριζε.

«Τίποτα δεν έκαναν;» αναρωτήθηκε.

Τίποτα, Έλληνα πολίτη.

Υ.Γ. Στο δρόμο κάποιος τον πρόσβαλε. «Αμόρφωτε» του ‘πε «ούτε που ξέρεις τον Ρεμπώ και τον Μέηλερ. Πώς θα πας έτσι μπροστά στη ζωή;»

Σκέφτηκε το προβληματικό παιδί του. «Αυτό θα μορφωθεί» είπε φωναχτά χωρίς να το πιστεύει.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ

Μοιραστείτε το Άρθρο

Facebook
Twitter
LinkedIn
Email
Print

Απάντηση

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
Εγγραφή στο Ιστολόγιο μέσω Email

Εισάγετε το email σας για εγγραφή στην υπηρεσία αποστολής ειδοποιήσεων μέσω email για νέες δημοσιεύσεις.