Δεν
είναι οι θάλασσες που πέθαναν και
μεταβλήθηκαν σε βόθρους ούτε ο αέρας
που μυρίζει διοξείδιο και πτωμαΐνη από
τα ζώα που «πατάνε» οι μηχανοδηγοί.
Δεν είναι οι δρόμοι που θυμίζουν άσυλο φρενοβλαβών ούτε τα φώτα που ποτέ δεν εργάζονται.
Δεν είναι οι φωτιές που κατακαίνε ό,τι πράσινο απόμεινε σ’ αυτή την κάποτε όμορφη χώρα ούτε οι σακούλες με τα σκουπίδια που πετάνε νύχτα οι κυράτσες από τα ρετιρέ.
Δεν είναι η πληθώρα των αρσενικών ιεροδούλων που ξαφνικά εισέβαλαν στη ζωή αυτής της χώρας, ούτε οι νεαροί χιλιαρικάδες που εργάζονται μόνο για να τα «κονομήσουν».
Δεν είναι όλοι αυτοί οι άσχετοι, οι δηλωσίες, οι εύκαμπτοι που πλημμύρισαν τη ζωή αυτής της πόλης τα τελευταία χρόνια. Ούτε είναι η νοθεία στα ψωμιά, τα μπετά, τα λάδια, τις βενζίνες, τα νερά, τα κρέατα, τα τυριά…
Δεν είναι οι συγκοινωνίες που δεν συγκοινωνούν ούτε είναι οι δρόμοι που δεν οδηγούν.
Δεν είναι οι δηλώσεις Μπράουν, ούτε οι δηλώσεις Κάρτερ. Δεν είναι ούτε καν τα τουρκικά γυμνάσια, το σεισμογραφικό τους σκάφος και οι έρευνές τους για πετρέλαιο στο Αιγαίο.
Δεν είναι οι κριτικές των κριτικών και οι δηλώσεις των πολιτικών. Δεν είναι ούτε το Λούνα Παρκ, ούτε η Χαβάη, ούτε οι άγγελοι του Τσάρλι.
Δεν είναι ούτε καν το γεγονός ότι οι εννέα στους δέκα Έλληνες δεν ξέρουν να αλλάξουν ασφάλεια. Ούτε το γεγονός ότι οι πνιγμοί έφτασαν- και κοντεύουν να ξεπεράσουν- τα τροχαία.
Ούτε το ότι φέτος θα σκοτωθούν 2.000 και θα τραυματισθούν άλλες 60.000. Ούτε ότι θα πληρώσουμε δυο δισεκατομμύρια δολάρια για πετρέλαια. Και ότι οι εισαγωγές εγχρώμων τηλεοράσεων δίνουν και παίρνουν.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εκείνο που με ανησυχεί. Εκείνο που με κάνει να τρέμω είναι ότι κανείς δε φαίνεται να ανησυχεί με τα παραπάνω. Όλοι, ακόμα και εκείνοι που κάποτε πολεμούσαν, στέκονται ακίνητοι, αδυνατώντας να πιστέψουν τα μάτια τους με το αλαλούμ που βασιλεύει σ’ αυτή τη χώρα.
Η Ελλάδα του ’78 θυμίζει στην Ιταλία του ’50… Τότε που φτιάχνονταν οι μεγάλες βιομηχανίες ψυγείων, οι βίλες στην Όστια και γυρίζονταν το 8 ½.
Όλοι σπεύδουν να αρπάξουν, να αγοράσουν, να χτίσουν, να γκρεμίσουν…
Δέντρα κόβονται, κήποι ισοπεδώνονται, πολυκατοικίες σηκώνονται, ιδιοκτησίες καταγράφονται, οι συμβολαιογράφοι βρίσκονται σε οργασμό.
Σε παράλληλα επίπεδα, υπάλληλοι χρηματίζονται, άσχετοι ζουν πολυτελώς και ειδικοί πεθαίνουν της πείνας.
Χαρτάκια, ημέτεροι, κοιμώμενοι, παρακοιμώμενοι, διευθυνταί, υποδιευθυνταί, παζάρι ατέλειωτο, πανικός από τη φωτιά, πανικός από το σεισμό, στα ύψη τα ενοίκια, στα βάθη οι άνθρωποι που βολοδέρνουν ανάμεσα στη Δύση και τη μαύρη Ανατολή, ανήμποροι ν’ αποφασίσουν αν πρέπει να πλένονται κάθε μέρα ή να πασαλείβονται μ’ αποσμητικό που κρατάει πέντε μέρες…
«Μοιάζει με την κεντρική πλατεία της Προύσας», είπε ένας φίλος μου Αρχιτέκτονας που μάζεψε την οικογένειά του κι έφυγε για να βρει την τύχη του στην Ιταλία. «Τους είδα να ρίχνουν νερό σε μια φωτιά βενζίνης», πρόσθεσε.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ