Ο ταξιδιώτης που κινείται στον κακοτράχαλο ορεινό δρόμο που οδηγεί απ’ το Καστέλι στο Σφινάρι και μετά στη Χρυσοσκαλίτισσα και το άλλοτε ξακουστό Ελαφόνησο μένει έκπληκτος με το θέαμα που του προσφέρουν τα βουνά κι οι παραλίες της δυτικής Κρήτης.
Έχοντας αφήσει του πίσω τις άκρως αναπτυγμένες και ολοκληρωτικά κατεστραμμένες περιοχές της ανατολικής παραλίας μέχρι τον κόλπο του Άγιου, αισθάνεται και πάλι την αγάπη γι’ αυτόν τον τόπο να τον πλημμυρίζει καθώς, αριστερά του υψώνονται ολόγυμνες οι πλαγιές των Λευκών ορέων και δεξιά του ξετυλίγονται παραλίες που φαίνεται να έμειναν ίδιες από την εποχή που στο νησί περπατούσαν- αν περπατούσαν!- τα μαμούθ.
Κατάμαυροι ηφαιστειακοί βράχοι πέφτουν κατακόρυφα στα βαθυγάλαζα νερά κι ανάμεσά τους μικρές και μεγάλες παραλίες με άμμο χρυσή, γκριζοπράσινη ή καφέ τους χωρίζουν προσφέροντας ιδανικούς τόπους για κολύμπι και ψάρεμα σ’ όσους απ’ τους συνανθρώπους μας έχουν την αντοχή να περπατήσουν μέχρι και δύο ώρες για να τις πλησιάσουν, να πάνε σ’ αυτές με σκάφος ή με το ιδιωτικό τους… ελικόπτερο. Μ’ άλλα λόγια, οι περισσότερες απ’ τις παραλίες αυτές είναι περίπου απρόσιτες στον γενικό τουρισμό κι ελπίζουμε απ’ τα βάθη της καρδιάς μας να παραμείνουν απρόσιτες, μην τύχει και σωθεί τουλάχιστον ένα τμήμα της Μεγαλονήσου απ’ την επέλαση των ακρίδων που είναι οι σύγχρονοι “τουρίστες” με τα σακίδια και τις πλαστικές μπουκάλες του νερού.
Δεν τρελάθηκα ξαφνικά. Ούτε προσβλήθηκα από πνευματικό ραχιτισμό έτσι που να μου φταίνε όλοι και όλα. Απλώς η θαυμαστή εικόνα που παρουσιάζουν τα Φαλάσερνα και το Σφινάρι κι η Χρυσοσκαλίτισσα και το Ελαφονήσι από ψηλά, δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την εικόνα που ο κάτασπρος απ’ την πηχτή σκόνη του δρόμου ταξιδιώτης, αντικρίζει όταν φτάσει στα μέρη αυτά.
Στη Χρυσοσκαλίτισσα συναντάς και πάλι αυτή την απαράδεκτη επιγραφή που πίστευες ότι την άφησες στη Χερσόνησο και τον Ελούντα… Rent Rooms διαβάζεις παντού, απ’ την πόρτα του μοναστηριού μέχρι το πανωσήκωμα της σε μηδέν χρόνο ανεγερθείσης «ταβέρνας». Rent Rooms σε κάθε σπίτι κρητικό που έχει μεταβληθεί σε ξενοδοχείο απ’ τη μια άκρη του νησιού ως την άλλη.
Τα συζητήσαμε μ’ ένα ζευγάρι Κρητικών που συναντήσαμε να κάθεται μόνο κι έρημο στη σκιά μιας πανέμορφης πέτρινης καλύβας. «Κουζουλάθηκαν με τους Γερμανούς και τους Γάλλους» είπε ο γέρος-Μιχάλης, που είχε περπατήσει απ’ την Αλβανία μέχρι τ’ Αντικύθηρα κι είχε περάσει απέναντι μ’ ένα καΐκι τόσο δα με πανιά κουρέλια κι έναν καπετάνιο δώδεκα χρονών, όπως αργά κι ευγενικά μας διηγήθηκε. «Εγώ δεν κάνω το σπίτι μου ξενοδοχείο» πρόσθεσε «κάλλιο ν’ αποθάνω απ’ την πείνα…».
Πολύ που μετράει τι θα κάνει ο γέρο-Μιχάλης κι η γυναίκα του.
Αν δεν βρουν «δωμάτιο» τα στίφη κατευθύνονται προς τις ακρογιαλιές, τα τσαντίρια στήνονται γρήγορα- γρήγορα και τα ψαροντούφεκα φροντίζουν για το μεσημεριανό και το βραδινό φαγητό που, όταν σταθεί αδύνατο να καμακωθεί, αντικαθίσταται με μια «χωριάτικη» σαλάτα και δυο μερίδες πατάτες τηγανιτές στην ταβέρνα της περιοχής. Το πρωί σηκώνονται και αναχωρούν για άλλο υπαίθριο «ξενοδοχείο», αφήνοντας πίσω τους το θλιβερό θέαμα που αντικρίζει ο ταξιδιώτης όταν, μετά από δύσκολη κι επικίνδυνη για άπειρους οδήγηση, φτάνει στην παραλία της Ελαφόνησος.
Η πρώτη εντύπωση είναι παραπλανητική. Το συνηθισμένο απ’ την ασχήμια μάτι του ανθρώπου της πόλης αντικρίζει μια απέραντη αμμουδιά με γκριζογάλανα νερά, που από μέσα τους ξεπηδούν δυο νησιά, ένα χαμηλό που μπορείς περπατώντας να το φτάσεις κι ένα μεγαλύτερο, αυτό που έχει την τουρκοσπηλιά απ’ την οποία έτρεξε κάποτε το αίμα τριακοσίων γυναικόπαιδων που είχαν κρυφτεί εκεί για να γλιτώσουν το κόψιμο απ’ τον Τούρκο.
«… και πώς τους βρήκε κυρ Μιχάλη ο Τούρκος;» ρώτησα. «Περπάτησε μια ’γελάδα μες στη θάλασσα και πήγε στη σπηλιά και τους βρήκαν και τους αποκεφάλισαν όλους» απάντησε ο γέρο- Κρητικός και κούνησε το κεφάλι της λυπημένη η συντροφιά του, λες και χτες είχε βαφτεί κόκκινη η θάλασσα. Κάποια στιγμή ο νους αφήνει το πέτρινο καλυβάκι κι εστιάζει το βλέμμα στην παραλία και σύγκρυο περνάει το σώμα.
Δεκάδες οι σκουπιδοσακούλες κρέμονται απ’ τα δένδρα κόκκινες, μαύρες, κίτρινες, τσαμπιά αρρώστιας κοινωνικής, φρούτα μιας ανάπτυξης χωρίς θεμέλια που αναδίνουν το φριχτό τους άρωμα στην ατμόσφαιρα του απογεύματος.
Και στην άμμο;
Στην άμμο χιλιάδες τ’ άσπρα στίγματα, σημαίες από χαρτιά τουαλέτας και χαρτοπετσέτες που ο άνεμος παρασύρει και μισοθάβει έτσι που ανεμίζουν ρυθμικά, λες κι υπακούουν σε κάποια σιωπηλή προσταγή.
Τα μάτια αυτά δεν είναι συνηθισμένα στον εύκολο εντυπωσιασμό ούτε ο νους στην ξέφρενη έκπληξη και στην υπερβολή. Όμως το θέαμα ήταν θλιβερό, αποκαρδιωτικό, καθώς στεκόμουν στη μέση της απέραντης ακρογιαλιάς με τα σ…χαρτα ν’ ανεμίζουν και το ζευγάρι των «τουριστών» να τρώει το ζαμπονάκι του μέσα απ’ τις κονσέρβες που θα ’μεναν κατόπιν κρεμασμένες κι αυτές στα κλαδιά των έρημων δέντρων.
Δεν σταθήκαμε πολύ. Φύγαμε για τη διασταύρωση που βρίσκεται κοντά στο εργοστάσιο του γύψου και κατευθυνθήκαμε προς το Βαθύ, το Έλος, τα Τοπόλια, την Ποταμίδα και τα Χανιά.
Στην πόλη αυτή μας περίμενε μια δεύτερη έκπληξη, όμορφη τούτη τη φορά.
Περπατήσαμε μέσα στους στενούς δρόμους της παλιάς πόλης και, παρόλο που κι εδώ τα μισά σπίτια είχαν την επιγραφή Rent rooms και στα ισόγεια αντικρίζαμε τσίτσιδες Γερμανίδες κι άχαρους κατοίκους της χώρας των Βρετανών, μάθαμε απ’ τους κατοίκους πως ήταν περήφανοι που διατηρούσαν την αρχιτεκτονική των σπιτιών τους, όχι σαν τους άλλους, τους Επτανήσιους, που ψήφισαν να την εξαφανίσουν.
Χωρισμένη η μεγαλόνησος στα δυο, απ’ τη μια οι τουριστικά αναπτυγμένες περιοχές της ανατολικής και νοτιοανατολικής Κρήτης με τα τεράστια κι άχαρα τουριστικά «συγκροτήματα», απ’ την άλλη η «ανεκμετάλλευτη» δυτική πλευρά που περιμένει μ’ αγωνία έργα υποδομής (δρόμους, νερό, ηλεκτρικό) για να γίνει κι αυτή εκμεταλλεύσιμη.
Δεν μείναμε πολύ στο νησί που κάποτε, εδώ και κοντά 20 χρόνια, περάσαμε έξι- αξέχαστους- μήνες της ζωής μας σαν μαθητές στη σχολή εφέδρων αγγέλων ουρανού που λέει κι ο Βασιλικός στο παλιό του εκείνο βιβλίο, τα’ Αγγέλιασμα.
Λίγες μέρες, μόλις τέσσερις, αλλά γεμάτες, αφού ο θαυμασμός μας για το νησί και τους κατοίκους του- σαν αυτούς που συναντήσαμε πριν απ’ τη Χρυσοσκαλίτισσα και στα Χανιά, στη μορφή της ιδιοκτήτριας του σεμνού ξενοδοχείου που μείναμε (το «Δώμα»)- δεν έχει όρια.
Την πρώτη μέρα κατευθυνθήκαμε προς τον Άγιο αλλά δεν φτάσαμε αμέσως. Στρίψαμε δεξιά προς το Λασίθι και περάσαμε τα χωριά Ποταμιές, Αβδού, Κράσι, το οροπέδιο Τζερμιάδο, τον Άι- Γιώργη, το Ποταμοί, το Ζένια, τις Βρύσες κι άλλα πού ’μειναν αποτυπωμένα στον νου σκαρφαλωμένα στις πλαγιές, τα μισά λευκά και κατοικημένα, τ’ άλλα μισά ερείπια παλιών πέτρινων σπιτιών που κάποτε μέσα τους μεγάλωναν παιδιά κι ησύχαζαν παλικάρια.
Φτάσαμε το βράδυ στον Ελούντα ψάχνοντας για ένα δωμάτιο να περάσουμε τη νύχτα, αλλά στάθηκε αδύνατο παρόλα τα Rent rooms που συναντήσαμε.
Ρωτήσαμε και το γκαρσόνι του καφενείου, αλλά κι αυτός ήταν απασχολημένος απ’ τη μικρή Γερμανίδα που του πρόσφερε κονιάκ στις πεντέμισι το μεσημέρι κι αυτός δεν ήθελε. If I drink now no more work tonight perhaps της είπε κι η μικρή το ’πιε ξεροσφύρι κάνοντας όνειρα για το βράδυ* perhaps.
Τελικά και μετά από παρέμβαση υψηλά ισταμένου- εις την κοινωνική κλίμακα- προσώπου, καταφέραμε να βρούμε ένα «μπανγκαλόου» στο Ελούντα μπητς που ήταν χτισμένο εμπρός απ’ τη θάλασσα (όχι απλώς επάνω) στην εξευτελιστική τιμή των δραχμών 8.000 τη βραδιά που είναι φιστίκια για κουρασμένους οδοιπόρους στην Κρήτη.
Πριν προλάβουμε να δεχτούμε δεύτερο λογαριασμό, αναχωρήσαμε προς αναζήτηση νέου καταλύματος που, ήταν όμως στην όμορφη πόλη των Χανίων, αυτή που οι κάτοικοι προτίμησαν να μην καταστρέψουν.
Την τρίτη μέρα την ξοδέψαμε στη δυτική Κρήτη και την τέταρτη επισκεφτήκαμε το Νέο Χωριό, τις Βρύσες, τη χώρα- Σφακιών με τον εκπληκτικό δρόμο που οδηγεί προς αυτή (έναν δρόμο φτιαγμένο για όσους αγαπούν την οδήγηση και διαθέτουν και το κατάλληλο αυτοκίνητο/ μοτοσικλέτα πράγμα που δεν συνέβαινε στην μικρή παρέα μας που ανεβοκατέβαινε την Κρήτη μ’ ένα «τζιπάκι» 850 κ. εκ.) και μετά την Ίμπρο, τους Κομητάδες, το Πατσιανό και το «τουριστικό» Φραγκοκάστελο, έναν τόπο που σε λίγα χρόνια θα έχει γεμίσει με τα απίθανα κατασκευάσματα προκάτ που έχει στήσει κάποιος «επιχειρηματίας» στ’ αριστερά του χωματόδρομου που οδηγεί προς τα χωριά Σκαλωτή, Σέλια, Αρμένι και τέλος προς το Ρέθυμνο.
Αργά το βράδυ της τέταρτης ημέρας πήραμε τ’ αεροπλάνο για την Αθήνα, έχοντας φορτώσει τ’ αυτοκίνητο σ’ ένα απ’ τα μεγάλα φέρυ της ΑΝΕΚ που το φέρνει στον Πειραιά «ασυνόδευτο» νωρίς το πρωί της επομένης.
Έτσι, καθώς συλλογιόμαστε την Κρήτη της σύντομης επαφής μας, ευχόμαστε να ’κλεινε λίγο τις πόρτες της στον ανεξέλεγκτο «τουρισμό», να ξήλωνε μερικές χιλιάδες πινακίδες Rent rooms και να ξανάβρισκε τη λεβεντιά της, αυτή που συναντάει κανείς στα μάτια των γέρων που κάθονται κοντά- κοντά στα καφενεία, στα μάτια των παλικαριών που συναντήσαμε να δουλεύουν τη γη αλλά που δεν συναντάει ο επισκέπτης στα μάτια των «γαμπρών» που πλημμυρίζουν τις ντίσκο του Άγιου και της Χερσόνησος.
Η Κρήτη είναι ένα απ’ τα λίγα μέρη που απέμειναν στην Ελλάδα. Ας μη χαθεί κι αυτή χαμένη στο τσιμέντο των ξενοδοχειακών συγκροτημάτων με τη «λαϊκή» αρχιτεκτονική, και τα τραγούδια της ας μην πνιγούν στον θόρυβο της ντίσκο.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ