Είναι
η άνοιξη και οι μυρωδιές της; Είναι η
ατομικές βόμβες; Οι κηλίδες του ήλιου;
Τι διάβολο είναι εκείνο που κάνει τον κόσμο να συμπεριφέρεται έτσι στους δρόμους; Τι μπορεί να γίνει μ’ αυτό το κύμα της αγένειας, της εγκληματικής αδιαφορίας για τη ζωή του άλλου, της ολοκληρωτικής περιφρονήσεως των φωτεινών σηματοδοτών;
Πούλησα τ’ αυτοκίνητό μου και μετακινούμαι με τη μοτοσικλέτα μου. Και, είκοσι ημέρες τώρα, ξαναζώ την καφκική ατμόσφαιρα των αθηναϊκών δρόμων.
Περνώ με «πράσινο» και δεν είμαι ποτέ σίγουρος αν κάποιος ασυνείδητος «επαγγελματίας»- γιατί αυτοί είναι οι κύριοι παραβιασταί των σηματοδοτών- δεν έρχεται με 90 χιλιόμετρα παραβιάζοντας το «κόκκινο».
Σταματώ στα «φώτα» κι έρχονται τόσο κοντά μου, ώστε οι τροχοί τους απέχουν εκατοστά από το πόδι μου. Και μόλις ανάψει το πράσινο κορνάρουν όλοι μαζί, λες κι έφθασε το τέλος του κόσμου. Και όταν ξεκινήσω και φύγω, τους βλέπω να βάζουν «πρώτη» με την ησυχία τους και κυριολεκτικά να σέρνονται μέχρι το επόμενο φανάρι.
Ας αφήσουμε όμως τη μοτοσικλέτα. Γιατί πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι, κάθε άνθρωπος πάνω σε δύο τροχούς είναι μελλοθάνατος. Ας πάρουμε τ’ αυτοκίνητα.
Οδηγείς και αντιμετωπίζεις μια χοντροκεφαλιά, μια στενότητα αντιλήψεως, μια κίνηση, που θυμίζει φιλμ του βωβού κινηματογράφου όπου οι άνθρωποι κινούνται σαν σπαστικοί.
Τελευταία η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Ένας ολόκληρος στρατός από ιδιοκτήτες δυαριών και τριαριών έχει αποκτήσει αυτοκίνητο. Και τ’ αυτοκίνητο έχει την ίδια θέση στη νοοτροπία τους με το δυάρι. Εκεί, χτυπούν τις κατσαρόλες τους στις 4 το μεσημέρι και κάνουν μήνυση στο διπλανό που έχει καναρίνι.
Στο δρόμο κλείνουν τις διασταυρώσεις, πατούν σκυλιά και γάτες γελώντας ηλίθια, βρίζουν τους πεζούς, τους μοτοσικλετιστάς και τους άλλους οδηγούς. Λες και κάνουν πόλεμο. Λες κι η λέξη συνεργασία είναι βρώμικη κι η λέξη ευγένεια αφορισμένη. Κυκλοφορώ και τα βλέπω και κάνω μια ευχή:
Θεέ μου, να είχα ένα Ντοτζ απ’ αυτά του στρατού να πάρω φόρα και να πέσω επάνω του την ώρα που περνά με κόκκινο. Να είχα ένα σιδερένιο χέρι να δώσω μια σ’ αυτό το ον που πήγε και «χώθηκε» κι έκλεισε τη Συγγρού, τη Φραντζή, την Καλλιρρόης, και παρέλυσε την κυκλοφορία για ένα τέταρτο. Να είχα ένα πολυβόλο να γεμίσω τρύπες τον τύπο με την τεράστια κεφάλα που οδηγεί και κοιτά από εκεί, ενώ στο μεταξύ έχει κλείσει τη διάβαση σε τριάντα αυτοκίνητα που περιμένουν να διασχίσουν ένα δρόμο.
Ξέρω ότι είναι υπερβολές αυτά που σκέπτομαι αλλά πουθενά στον πολιτισμένο κόσμο δε συναντάς αυτό το φρενοκομείο. Πουθενά δεν ορμάει σαν βέλος ο «επαγγελματίας» από την αριστερή πλευρά του δόμου στη δεξιά για να πάρει «κούρσα». Πουθενά δεν πέφτει ο γιωταχής στα φρένα του, χωρίς να κοιτάξει τον καθρέφτη του να δει αν κάποιος φτωχός δίκυκλος ακολουθεί ή αν κάποιος οδηγός βρίσκεται πέντε μέτρα πίσω. Πουθενά δε «βγαίνει» το λεωφορείο όπως βγαίνει εδώ, πουθενά δε συμβαίνουν τα σημεία και τέρατα που συμβαίνουν εδώ…
Και, μέσα σ’ αυτόν τον παραλογισμό, μέσα σ’ αυτό το άρρωστο περιβάλλον που προέρχεται από την ευκολία με την οποία ο καθένας μπορεί ν’ αποκτήσει «δίπλωμα», ακούμε προτάσεις για λύσεις του κυκλοφοριακού, για εκ περιτροπής, για ημίμετρα.
Ο αριθμός- ρεκόρ των νεκρών κάθε χρόνου δεν λέει τίποτα στους αρμόδιους.
Και δε λέει τίποτα γιατί τους διαφεύγει το πολύ απλό γεγονός ότι, η οδήγηση το 1974 είναι μια επιστήμη και όχι μια πράξη που ο καθένας μπορεί να κάνει.
Οι οδηγοί πρέπει να υπακούουν στους κανόνες του Κώδικος Οδικής Κυκλοφορίας. Χα! Ποιοι οδηγοί; Για να υπακούσει κανείς σε κάτι πρέπει πρώτα να γνωρίζει αυτό το κάτι.
Πώς είναι δυνατόν να υπακούσει η κυρία Λούλα με τα λουλακιά μαλλιά στον Κώδικα, τη στιγμή που θέλει ένα δίσκο συμπλέκτου για να παρκάρει -διαγώνια- δίπλα στο πεζοδρόμιο; Πώς είναι δυνατόν να υπακούσει ο εγκληματίας που ζητάει από τον αντιπρόσωπο «ένα οικογενειακό αυτοκίνητο που να έχει τέσσερις πόρτες και μεγάλο πορτ- μπαγκάζ» και αδιαφορεί για τα υπόλοιπα (ευστάθεια, φρένα, ανάρτηση, επιτάχυνση), παρόλο που στο όχημα θα βάζει την οικογένειά του για την ασφάλεια της οποίας υποτίθεται ότι κόπτεται. Πώς είναι δυνατόν να βρει άκρη σε μια χώρα που οι άνθρωποι αγοράζουν μηχανές επειδή έχουν «ωραία χρώμα» ή επειδή τους «έκανε έκπτωση» ο αντιπρόσωπος;
Είναι η άνοιξη, οι ατομικές βόμβες ή είναι το κεφάλι μας το ξερό που τα ξέρει όλα κι είναι πάντα μισό χιλιόμετρο εμπρός απ’ τα άλλα κεφάλια, που συμβαίνουν όλα αυτά;
Μετά από τόσα χρόνια που έχω γράψει, τόσες χιλιάδες σελίδες που έχω γράψει, τόσα εκατομμύρια λέξεις, κατάφερα να ξαναβρώ την ουρά μου. Τι άλλο μπορεί να βρει όμως κανείς σε μια χώρα όπου αγοράζονται λιγότερα έντυπα από εισιτήρια ποδοσφαίρου;
Και να ήταν μόνο στους δρόμους που παρουσιάζεται το φαινόμενο, καλά θα ήταν. Ρωτήστε όμως κάθε μηχανικό, κάθε αρχιτέκτονα, κάθε καλλιτέχνη, κάθε δάσκαλο και κάθε καθηγητή… Κι αν δε σας πει τα ίδια πράγματα, γυρίστε αυτή τη σελίδα.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ
Κάθε 7 μέρες
· Διάβασα στις εφημερίδες πως αυξήθηκε κατά 140% η τιμή του δημοσιογραφικού χαρτιού τους τελευταίους 18 μήνες. Αυτό σημαίνει ότι κάθε λέξη που γράφεται σ’ αυτό και στα άλλα περιοδικά, κοστίζει χρήματα. Φυλάξτε λοιπόν αυτές τις σελίδες. Σύντομα θα μπορέσετε να τις ανταλλάξετε με το σπιτάκι των ονείρων σας!
· Έγινε κι άλλο ένα Τατόι! Στις 5 Μαΐου. Και ξέρετε ποιος νίκησε; Ο «Σιρόκο». Πάλι. Τον ταχύτερο γύρο της ημέρας όμως έκανε ο Μάκης Σαλιάρης με το Σιτράλ- GRD.
Στο γκρουπ Ένα νίκησε ο Μοσχούς, αλλά απεκλείσθη διότι το αυτοκίνητό του δεν ήταν σύμφωνο με τους κανονισμούς. Το ίδιο και ο «Σιρόκο». Έτσι νικητής ανεδείχθη ο «Λεωνίδας». Στο γκρουπ Ένα ανήκουν τα αυτοκίνητα απλού τουρισμού. Αυτά που μπορεί ν’ αγοράσει ο καθένας.
· Τι να πει κανείς για τις διαφημίσεις που κάνουν μερικές εταιρίες πετρελαιοειδών στο «κουτί»; Ιδιαίτερα γι’ αυτές που αφορούν την «οικονομία»; Προκαλώ τους κυρίους που κάνουν δημόσιες σχέσεις και τους πολυποίκιλους «ειδικούς» να μου αποδείξουν ότι η βενζίνα με DDT πάει πιο μακριά από τη βενζίνα χωρίς.
Γεγονός είναι πάντως ότι ο καθένας λέει ό,τι θέλει. Το καλύτερο αυτοκίνητο του κόσμου, το καλύτερο λάδι του κόσμου, το καλύτερο πλυντήριο, ψυγείο, τηλεόραση, κουζίνα και πάει λέγοντας.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει μια επιτροπή κρατική που θα κόψει τα πόδια εκείνου που πουλά τηλεοράσεις των τριών μηνών και τις διαφημίζει σαν τις ανώτερες της γης.
Κάθε φορά που ακούω τις τερατώδεις υπερβολές τους σκέπτομαι εκείνο το λαμπρό περιοδικό, το «Ντόυτσε Μαρκ», το οποίο είχε ταράξει τους Γερμανούς βιομηχάνους με τις τρομερές δοκιμές του. Τελικά, το έρημο έντυπο έκλεισε, γονατισμένο από τα δικαστικά έξοδα των αλλεπάλληλων μηνύσεων. Κι οι Γερμανοί έχασαν τη φωνή τους. Οι νόμοι όμως ανέλαβαν να προστατεύσουν τους πολίτες. Και τώρα πια κανείς δε λέει ό,τι του καπνίσει… Πως μ’ αρέσουν τα όνειρα;