ΤΑΞΙΔΙ
στη Λευκάδα με το αυτοκίνητο και το
τάνκερ δεμένο πίσω έκανε η «στήλη». Για
όσους δεν παρακολουθούν στενά την
υπόθεση, θα πρέπει να κάνω μια διευκρίνιση
και να πω ότι το τάνκερ είναι η… πλαστική
βάρκα που απέκτησα και που μου έδωσε το
παρατσούκλι «Άρης». Την ονόμασα τάνκερ
μετά απ’ όσα τράβηξα για να πάρω το
«χαρτί» που μου επέτρεπε να την καθελκύσω.
Την έδεσα, λοιπόν, πίσω από το αυτοκίνητό
μου, και με τον Φόβο στην καρδιά ξεκίνησα
για το ταξίδι των 450 χιλιομέτρων ένα
Σάββατο μεσημέρι. Θα πήγαινα-λέει- στο
Νυδρί, σ’ ένα μέρος που κατά διαβολική
σύμπτωση βρίσκεται ακριβώς απέναντι
απ’ το νησί του συνονόματού μου του
Άρη!.. Έτσι είναι. Εμείς οι εφοπλισταί
δεν μπορούμε να ζήσουμε ο ένας μακριά
απ’ τον άλλον. Μαραζώνουμε.
Όμως γιατί έγραψα «με τον Φόβο στην καρδιά»; Μα, για τον απλούστατο λόγο ότι κάθε δευτερόλεπτο περίμενα να «ξεκοτσαριστή» η βάρκα και να πάη να πέση επάνω σ’ ένα απ’ τ’ αυτοκίνητα που έρχονταν απ’ την αντίθετη πλευρά. Το γιατί, δεν το ξέρω. Απλώς δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη ο τρόπος που το τρέϊλερ κοτσάρεται πίσω απ’ τ’ αυτοκίνητο. Μετά, περίμενα να φύγη το μισό αυτοκίνητο πίσω απ’ την πλάτη μου, αλλά ούτε αυτό έγινε! Το ταξίδι άρχισε στις 12. Στις 12 και 20 σταμάτησα στη Λεωφόρο Καβάλας για να δω αν εργάζονται τα φώτα του τρέϊλερ και οι δείκτες πορείας. Και τα δυο έχουν την περίεργη συνήθεια να καίγονται μετά από μισή ώρα χρήση. Πράγματι, και τα δυο είχαν καεί. Αγόρασα δυο λάμπες και τις τοποθέτησα στη θέση τους. Σε λίγο βρισκόμουνα στην Εθνική οδό, πηγαίνοντας με 90 χιλιόμετρα και έχοντας 130ο C θερμοκρασία λαδιού! Το τράβηγμα δεν άρεσε και πολύ στο μοτέρ του αυτοκινήτου μου, γι’ αυτό κατέβηκα και άνοιξα λίγο το καπώ με τον γνωστό τρόπο που ανοίγουμε τα καπώ των NSU και η θερμοκρασία έπεσε στους 110 βαθμούς, που είναι απόλυτα φυσιολογική για τη δουλειά που έκανε.
Το πρώτο πρόβλημα που αντιμετώπισα στην οδήγηση ήταν η έλλειψη ορατότητος πίσω. Δεν είχα τον καθρέφτη με την μεγάλη βάση και ήταν τρομερά δύσκολα να προσπεράσω τα άλλα αυτοκίνητα. Κάθε προσπέρασμά μου ήταν μια προσεκτικά καταστρωμένη ενέργεια, γιατί δεν ήθελα να βρεθώ μ’ ένα αυτοκίνητο πάνω στη βάρκα μου. Σας εξορκίζω-αν σκέπτεσθε να γίνετε και σεις εφοπλιστής- ν’ αγοράσετε ένα καθρέφτη με μακρύ μπράτσο. Είναι απαραίτητος. Το ταξίδι μέχρι την Πάτρα δεν παρουσίασε κανένα πρόβλημα, εκτός απ’ τις αναμονές κοντά στο Αίγιο για τους δυναμίτες που ρίχνουν το βουνό για να μην ξαναπέση πάνω στην εθνική οδό και στις γραμμές του τραίνου.
Ταξίδευα με 4.200 στροφές, που είναι περίπου 100 χιλιόμετρα στο ΤΤ, και στις ελαφρές ανηφόρες έβαζα «τρίτη».
Στο φέρρυ- μπώτ του Ρίου αναγκάστηκα να «ξεκοτσάρω» το τάνκερ, γιατί έτσι μου είπαν οι άνθρωποι, και να το ξανακοτσάρω αφού το έβγαλαν έξω με τα χέρια. Απ’ το Αντίρριο μέχρι την Αμφιλοχία δεν έκανα τίποτε άλλο απ’ το να κοιτώ τον ίσιο δρόμο εμπρός μου, να ζεσταίνομαι και να παρακολουθώ τη θερμοκρασία, η οποία ευτυχώς δεν ανέβηκε πάνω απ’ τους 110ο C με το ανοιχτό καπώ.
Στην Αμφιλοχία έστριψα δυτικά και πήρα το δρόμο προς τη Λευκάδα. Ο δρόμος είναι καλός στο πρώτο του μέρος και έχει σπασμένη άσφαλτο και χώμα γρήγορο στο τελευταίο του.
Η βάρκα μου χοροπηδούσε πάνω στο τρέϊλερ και έκανε θορύβους που έλεγαν «τώρα φεύγω- τώρα φεύγω- τώρα φεύγω», αλλά τελικά δεν έφυγε, παρά τα χώματα και τις λακκούβες, και απέκτησα κάποια εμπιστοσύνη στον κατασκευαστή του τρέϊλερ και του κοτσαδόρου.
Στη Λευκάδα πέρασα απέναντι με το περίεργο φέρρυ και απ’ το δρόμο που περνά μέσα απ’ τη θαλασσολίμνη, έφθασα στη Λευκάδα στις 4 το απόγευμα. Μια πινακίδα με οδήγησε στο δρόμο προς το Νυδρί και στις πέντε παρά τέταρτο είχα ρίξει το τάνκερ στη θάλασσα, είχα βάλει εμπρός την «Γιαμάχα» και είχα ξεκινήσει για έναν κάβο που έβλεπα μακριά, με τα ψαροντούφεκα στο πάτωμα της «Μπούμπυ Γκαλόρ». Έτσι λέγεται το πλεούμενο.
Στις πέντε και τέταρτο είχα πέσει στη θάλασσα κι έψαχνα για κανένα ψάρι… Τέσσερις μέρες αργότερα έψαχνα ακόμη για «κανένα ψάρι»!
Γιατί, αν θέλετε να δήτε την Νεκρά Θάλασσα στην Ελλάδα και δεν μπορείτε να πάτε μακριά, δεν έχετε παρά να πάτε μια βόλτα στο Νυδρί.
Δεν υπάρχει τίποτα για ψαροντούφεκο και δεν υπάρχει τίποτα για καθετή!
Λες και τα ψάρια έχουν εξαφανιστεί δια διατάγματος. Ίσως να ήταν η εποχή, ίσως οι πολλοί ψαράδες που πέρασαν από κει. Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι είδα ένα ροφό μόνο στα 25 μέτρα, ο οποίος έτρεξε τόσο γρήγορα μόλις με είδε, ώστε συμπέρανα ότι είχε συναντηθεί με 200 τουλάχιστον ψαροντουφεκάδες μέχρι εκείνη την ημέρα!
Το Νυδρί τώρα!
Να με συγχωρούν οι κάτοικοί του, αλλά κάτι στραβό υπάρχει με την υπόθεση.
Έχει πολλές μύγες, πολλά κουνούπια, πολύ θόρυβο από ορδές από μηχανάκια και φορτηγά, που αρχίζουν να περνούν μέσα απ’ το χωριό απ’ τις 5 τα χαράματα, πολλά τζούκ μπόξ, λίγα και μάλλον πρωτόγονα εστιατόρια, όπου τρως μπριζόλες, ντομάτες γεμιστές, πατάτες τηγανητές, σαλάτα ντομάτα και ψωμί, και, αν είσαι τυχερός, και κανένα ψάρι, τα νερά απ’ τα σπίτια και το ξενοδοχείο τρέχουν στη θάλασσα δίπλα στα πόδια σου και γενικά είναι ένας τόπος που θα πρέπει να κάνη πολλά πράγματα πριν αποφασίσει να δεχτή επισκέπτες, που υποτίθεται ότι πάνε εκεί για να ξεκουραστούν.
Το τρομερότερο απ’ όλα είναι ο θόρυβος απ’ τα φορτηγά, τα μηχανάκια και τα τζούκ μπόξ, που δεν σταματά από τις 6 το πρωί μέχρι τις δύο μετά τα μεσάνυχτα.
Το «ξενοδοχείο» που έμεινα ήταν ένα ακόμη κακό αστείο. Μόλις έφτασα μ’ έβαλε σε μια τεράστια αίθουσα στο ισόγειο, πλάι στο δρόμο, που προοριζόταν για μπακάλικο, και είχε 30 τετραγωνικά μέτρα τζάμι και ένα μαύρο πανί κρεμασμένο από πάνω για να μη μπαίνη ο ήλιος.
Η ζέστη, μέσα σ’ αυτόν το θάλαμο των βασανιστηρίων, ήταν αφόρητη, γιατί απ’ τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 7 το βράδυ ο ήλιος χτυπούσε την τεράστια επιφάνεια του τζαμιού και έκανε το «δωμάτιο» χαμάμ.
Μέσα στο δωμάτιο ήταν δυο απαράδεκτα στενά κρεβάτια, με δυο απαράδεκτα στρώματα γεμάτα κόμπους, και το χώρισμα με το επόμενο δωμάτιο ήταν… άβαφτο ξυλοτέξ! Μπορούσε ν’ ακούσης τα πάντα από δίπλα και πιστεύω ότι από δίπλα μπορούσαν ν’ ακούσουν ακόμη περισσότερα απ’ τα πάντα! Το απαίσιο αυτό κατασκεύασμα στοίχιζε 100 δραχμές την ημέρα, διότι ήταν «50 το κρεβάτι»! Θυμάμαι τις 30 που είχα πληρώσει κάποτε στην παραλία της Σκύρου και το σπίτι που έμενα και τα ψάρια που έπιανα και μου σηκώνεται η τρίχα.
Το ντους ήταν έξω στο διάδρομο, το μέρος το ίδιο και κάθε απόγευμα μια συμπαθητική γριούλα έριχνε πετρέλαιο και στα τρία για να τα απολυμαίνη!
Αλλά, επαναλαμβάνω, τίποτα δεν θα μ’ ένοιαζε αν δεν υπήρχαν αυτές οι τρομερές μύγες, τα κουνούπια, τα φορτηγά, τα μηχανάκια και τα τζούκ μπόξ.
Άκουσα ότι υπήρχαν καλά δωμάτια σε σπίτια, πάλι προς 50 το κρεβάτι, αλλά δεν είχα το κουράγιο να μεταφέρω ούτε και τις δυο τσάντες που είχα μαζί μου.
Το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να φύγω. Και το έκανα τρεις μέρες και πολλά μίλια μετά στη θάλασσα, ψάχνοντας μήπως βρω κανένα σαργό. Ο δρόμος της επιστροφής ήταν πιο εύκολος, εκτός απ’ το ότι κόπηκε το σύρμα της μπαταρίας στο αυτοκίνητο και αναγκάστηκα να κάνω λίγο το μηχανικό. Στο Αντίρριο έστριψα ανατολικά για να πάω προς την Ερατινή, αλλά στη Ναύπακτο έκανα στροφή 180ο κι επέστρεψα στο φέρρυ και στην Αθήνα.
Ποια ήταν τα διδάγματα του ταξιδιού;
Αμέσως να σας τα πω:
1ο. Μην αγοράσετε βάρκα με τρέϊλερ, αν έχετε μικρό αυτοκίνητο. Είναι τρομερά δύσκολο να ταξιδέψετε σαν άνθρωπος.
2ο. Μην πάτε στο Νυδρί, έστω κι αν απέναντι μένη ο Άρης και βλέπετε κάθε απόγευμα την «Χριστίνα» και σας ανοίγει η καρδιά. Εκτός αν οι κάτοικοι κάνουν κάτι για τις μύγες, τον θόρυβο- που οι ίδιοι προκαλούν- και το «ξενοδοχείο» που έμενα.
3ο. Μην πάτε, αν ψαρεύετε, ψαροντούφεκο.
4ο. Αγοράστε μια φουσκωτή βάρκα, ένα C-CRAFT, π.χ., απ’ τον κ. Ζαίμη και την κ. Εσκιτζόγλου στο Πασαλιμάνι, και τοποθετήστε το στη σχάρα, φουσκωμένο ή ξεφούσκωτο, και την εξωλέμβιο στο πόρτ μπαγκάζ.
5ο. Αυτό δεν είναι «δίδαγμα», αλλά παρατήρηση… Σ’ όλο το ταξίδι δεν με πέρασαν παρά μόνο δυο αυτοκίνητα! Μια Τζάγκουαρ XJ6 και μια Άλφα Σούπερ! Όλα τ’ άλλα τα… πέρασα ταξιδεύοντας με 80-90, και καμιά φορά 100 χιλιόμετρα! Γρήγοροι οδηγοί οι Έλληνες, σκέφθηκα. Γι’ αυτό γίνονται και τόσα δυστυχήματα…
Την επόμενη εβδομάδα συνεχίζουμε τα ταξίδια του Άρη, της Μπούμπυ Γκαλόρ και του ΤΤ με τις εντυπώσεις μας απ’ την Άφισσο, στον Παγασητικό… Περιμένετε με αγωνία.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ