ΛΙΓΕΣ φορές πήρα την απόφαση ν’ ακολουθήσω τη Μεγάλη Έξοδο του Πάσχα με το αυτοκίνητό μου. Μια − δυο φορές, και μάλιστα τα παλιά, καλά χρόνια. Το 1963 ή 1964, τότε που δεν είχαμε γίνει τόσοι πολλοί! Το είχα μετανοιώσει κι είχα κάνει όρκο στα κόκκινα αυγά να μην ξαναφύγω απ’ την Αθήνα τις ημέρες των μεγάλων εορτών. Οι δρόμοι, που οδηγούσαν μακριά απ’ την Αθήνα, ήταν αληθινά φρενοκομεία, αλλά είχαν και μια κρυφή ομορφιά, που λίγοι μπορούσαν ή μπορούν να την διακρίνουν. Από το 1964 μέχρι το 1973, η κατάσταση χειροτέρεψε. Θυμάμαι ότι, τότε, οι εφημερίδες έγραψαν: 100.000 αυτοκίνητα έφυγαν από την πρωτεύουσα. Και τώρα γράφουν: 250.000 αυτοκίνητα έφυγαν από την πρωτεύουσα. Πράγμα που σημαίνει ότι η ομορφιά που έβλεπα τότε πρέπει να υπάρχη και σήμερα, βελτιωμένη και επηυξημένη.

Μέσα στ’ αυτοκίνητα, αυτά τα σατανικά μηχανήματα του 20ού αιώνα, κλεισμένοι οι άνθρωποι φεύγουν για τα χωριά, τα βουνά, τα ποτάμια, τις παραλίες. Φεύγουν από το μπετόν και την άσφαλτο για να γυρίσουν πίσω στη φύση που εγκατέλειψαν πριν από χρόνια, επειδή δεν τους άρεσε ο τρόπος που ζούσαν. Μέσα στο Σλομπμομπίλ είναι ο Μιχάλης και η Οικογένειά του. Ταξίδευε και ταξιδεύει και τώρα δίπλα μου. Τον έβλεπα και τον βλέπω και τώρα, καλά. Έφυγε πριν από χρόνια απ’ το χωριό του. Μικρός, άπειρος, βρώμικος απ’ τις λάσπες του μοναδικού δρόμου. Με τα μάτια του συνηθισμένα στη λάμπα του πετρελαίου, με κακαρίσματα από τις κότες στ’ αυτιά και αναμνήσεις απ’ το ποτάμι με τις νεροφίδες που περνούσε πιο κάτω. Και ήλθε στο μπετόν και την άσφαλτο. Εργάστηκε, σπούδασε, αποκαταστάθηκε, απέκτησε ψυγείο ηλεκτρικό, τηλεόραση, διαμέρισμα. Κάποια μέρα, απέκτησε αυτοκίνητο. Πέρασαν τα χρόνια στη μεγαλούπολη και ο άνθρωπός μας κουράστηκε. Απηύδησε. Έχασε κι ένα του παιδί σ’ ένα αυτοκινητικό δυστύχημα. Τρακάρισε άσχημα κανα- δυο φορές. Πήγε στο ΚΑΤ. Κρεμάστηκε το πόδι του ψηλά στο γύψο κι ήλθε η γυναίκα του με σοκολατάκια και λουλούδια.

Και επαναστάτησε.

Η πόλη δεν του άρεσε πια. Τ’ αυτοκίνητα τον ενοχλούσαν. Τα μισούσε. Ονειρευόταν το χωριό που είχε αφήσει. Και εκεί, δίπλα μου στην εθνική οδό, το έβλεπα στα μάτια του. Οδηγούσε και σκεπτόταν το ποτάμι με τις νεροφίδες, τη λάμπα του πετρελαίου, τα πλατάνια, την ησυχία, τις κότες. Δεν έβλεπε τίποτα άλλο εμπρός του, παρά μόνο μια ξεθωριασμένη εικόνα ενός χωριού και δεν άκουγε παρά ήχους από νερά που τρέχουν ανάκατους με γαυγίσματα από σκυλιά και καμπάνες που χτυπούσαν κάθε Κυριακή.

Ο κύριος Μιχαλάκης, γύριζε στο σημείο που ξεκίνησε. Αποφασισμένος να ρουφήξη και την τελευταία σταγόνα μιας ζωής που είχε φύγει οριστικά απ’ τη ζωή του.

Μια- δυο φορές την ακολούθησα. Είχα κι εγώ τις δικές μου ξεθωριασμένες εικόνες. Από ένα χωριό σ’ ένα λόφο κάπου στην Ηλεία. Μ’ ένα λιοτριβιό κι ένα μαγγανοπήγαδο, μ’ ένα τελείως στραβό μουλάρι που γύριζε γύρω- γύρω. Με μια χαγιάτα που στεκόταν ψηλά, πάνω σε τέσσερις γυμνούς κορμούς κυπαρισσιών. Μ’ ένα άλογο που μ’ έρριξε και μούσπασε και τα δυο μου χέρια στους καρπούς. Με τον «βλάχο», όπου με πήγε ένας παλιός του χωριού και που χτύπησε αυγά με γύψο και χόρτα, και τάβαλε γύρω στα σπασμένα μου χέρια. Μ’ ένα ποτάμι που είχε νεροφίδες και κολυμπούσαν με το κεφάλι έξω κι ήταν πράσινες και κίτρινες. Μ’ ένα γκρα που είχα φτιάξει με μια σωλήνα του νερού, κλεισμένη στο ένα μέρος. Με την τσέπη γεμάτη σακκουλάκια με μπαρούτι και σκάγια, και κόκκινα, χάρτινα φιτίλια. Με τις καρακάξες που ήταν πέντε δραχμές το κεφάλι και που δεν μπορούσες να τις πλησιάσης λιγότερο από 50 μέτρα…

Την ακολούθησα την ομορφιά τα παλιά, καλά χρόνια και την ακολούθησα και τώρα τελευταία. Μαζί με τον κύριο Μιχαλάκη και την Οικογένειά του.

Και φθάσαμε στο χωριό. Στην ξεθωριασμένη εικόνα. Σταματήσαμε. Βγήκαμε απ’ τ’ αυτοκίνητα. Πατήσαμε σε άσφαλτο. Περπατήσαμε στα σπίτια των πατέρων μας. Στη θέση τους ήταν διώροφα. Άσπρα. Μ’ ένα παράθυρο δεξιά, ένα αριστερά και μια πόρτα στη μέση. Η πλατεία είχε καφενείο. Με τηλεόραση που έπαιζε. Και τζουκ μποξ που επίσης έπαιζε. Και ηλεκτρικό. Και ξενοδοχείο, διότι η περιοχή ήταν τουριστική. Περπατήσαμε στο δρόμο που πήγαινε στα κτήματα. Ήταν άσφαλτος μέχρι ένα σημείο. Πενήντα αυτοκίνητα παρκαρισμένα δεξιά κι αριστερά. Ένα πήγε να μας πατήση. Το ποτάμι είχε χρώμα καφέ σκούρο. Και «σαπουνάδες» στις άκρες. Σ’ άλλα μέρη ήταν πράσινο κι ακίνητο. Στις όχθες είχε μπετόν. Και δεν υπήρχε ούτε μια νεροφίδα.

Κοιταχτήκαμε. Εμείς το θυμόμαστε διάφανο. Με μπλε σκούρα νερά στις άκρες.

– Πρέπει να φταίη το εργοστάσιο.


Κάθε 7 μέρες

Ας κάνουμε μια αγωνιστική ανακεφαλαίωση! Έτσι ξαφνικά. Όχι όμως στους αγώνες, αλλά στους υποστηρικτάς αγωνιστικών εκδηλώσεων! Ή αγωνιστικών αυτοκινήτων. Λοιπόν: Ο Άσσος- Παπαστράτος υποστηρίζει τον «Σιρόκο» που τρέχει με την «Άσσος- Αλπίν» και το «Άσσος- Ρενώ». Το Άσσος- Ρενώ είναι ένα Γκρανκ του οποίου δημοσιεύσαμε και φωτογραφία. Η ίδια εταιρία υποστηρίζει το τημ της Γιάβα- CZ στους αγώνες μοτοσυκλέττας. Μόνο που εκεί τρέχουν σαν «Ρήγας- Παπαστράτος- Γιάβα CZ». Η κολώνια IRISH MOSS υποστηρίζει την Άλφα Ρομέο του Μιχάλη Μοσχού. Η Μπρίτζστον το NSU της στήλης (έχουμε κι εμείς τα… τυχερά μας!). Και τώρα… Το μπράντυ Μεταξά υποστηρίζει την καινούργια Πόρσε RSR του «Λεωνίδα» που ήλθε στην Αθήνα πριν από λίγες μέρες και παρουσιάστηκε στους δημοσιογράφους τη Δευτέρα, 16 Απριλίου. Στα πλαϊνά της Πόρσε υπάρχουν και τα σήματα της ΒΡ, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει υποστήριξη κι απ’ αυτή την εταιρία. Αυτά προς το παρόν. Ενθαρρυντικά και ελπίζουμε να έλθουν κι άλλοι στο σπορ.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ

Μοιραστείτε το Άρθρο

Facebook
Twitter
LinkedIn
Email
Print

Απάντηση

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
Εγγραφή στο Ιστολόγιο μέσω Email

Εισάγετε το email σας για εγγραφή στην υπηρεσία αποστολής ειδοποιήσεων μέσω email για νέες δημοσιεύσεις.