Αναμνήσεις από την Κουφάλα
Ημερομηνία: (21-07-2008)
Δεν νομίζω ότι υπάρχει καλύτερη εποχή από αυτή για να γράψω για τις εμπειρίες από τις διακοπές μου. Το κίνητρο γι’ αυτό το άρθρο δεν είναι μόνο το μακρύ σαββατοκύριακο που γεννιέται από τη θρησκευτικό συναίσθημα του λαού μας (που τιμάει την εορτή της Θεοτόκου) αλλά το άρθρο που διάβασα τη περασμένη Κυριακή στο «1ο ΘΕΜΑ». Εκεί που έβλεπα στη τηλεόραση τις εικόνες νεκρών παιδιών με τα χεράκια τους να ξεπροβάλουν απ’ τα ερείπια, αθώων πολιτών και λοιπών ανόητων που έκαναν την απρονοησία να γεννηθούν στο Λίβανο, ανοίγω το «1ο ΘΕΜΑ» και διαβάζω το ρεπορτάζ για την αξία μιας ξαπλώστρας στη παραλία της Ψαρούς στο «νησί των ανέμων». Τρεις χιλιάδες ευρώ για πρώτο τραπέζι πίστα, 2000 λίγο πιο μέσα και από 500 ως 100 για τη πλέμπα. Δεν είναι δυνατόν, είπα στον εαυτό μου, να αφήσεις αναπάντητη και αυτή τη πρόκληση. Τι επώνυμος δημοσιογράφος και εκδότης είσαι. Πρέπει να μιλήσεις για τις δικές σου διακοπές. Τις περισσότερες φορές ο άλλος μου εαυτός έχει δίκιο και αυτή ήταν μία από αυτές. Στο κάτω-κάτω τι με νοιάζει εμένα αν, στο Λίβανο λειτουργεί η τρίτη μεγαλύτερη κρεατομηχανή στην ιστορία μετά το Άουσβιτς, το Νταχάου και το Ματχάουζεν. Εγώ να ’μαι καλά, να πληρώνω 3.000 για ξαπλώστρα και 250.000 για «πορσικό» ή ML και οι άλλοι να πάνε να κουρεύονται.
Αυτό το άρθρο λοιπόν γράφτηκε στις παραλίες της Σουβάλας, του Ζούμπερι, της Λούτσας, αλλά και στο «νησί των αυθαιρέτων», τη Σαλαμίνα στις πλαζ του οποίου, σε αντίθεση με εκείνες του «νησιού των ανέμων», η ξαπλώστρα κοστίζει 6 ευρώ.
Στο σημείο αυτό οφείλω να προειδοποιήσω τους αναγνώστες που επιθυμούν να ακολουθήσουν το παράδειγμά μου ότι, ο 15αύγουστος στη πλαζ της Λούτσας δεν παρουσιάζει τον ίδιο βαθμό βλαχογκλαμουριάς με εκείνο στη Ψαρού ή στο Parasite Beach, αλλά δεν μπορεί να τα ’χουν όλα. Στη Λούτσα κάνουν μπάνιο υδραυλικοί, ξυλουργοί, μπακάληδες, μανάβηδες, ταβερνιάρηδες, μαγαζάτορες και λοιποί μεροκαματιάρηδες ενώ στο Parasite Beach και στη Ψαρού συχνάζουν εργολάβοι δημοσίων έργων, προμηθευτές του δημοσίου, καναλάρχες, τραπεζίτες, κοσμικοί δημοσιογράφοι, εκδότες, κατασκευαστές εξοχικών κατοικιών, ιδιοκτήτες υπεραγορών, ταχυφαγείων, νυχτερινών κέντρων, αντιπρόσωποι οπλικών συστημάτων και λοιπά επιφανή μέλη της παραγωγικής διαδικασίας.
Οι ωραιότερες μου αναμνήσεις είναι από τη δεκαετία του ’60 τότε που, στο ταβερνάκι του κυρ Νίκου, στη πλαζ «Κουτσή Κατσίκα» συχνάζαμε οι λίγοι αλλά εκλεκτοί εκπρόσωποι της γενιάς της αλλαγής και της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Με συγκίνηση θυμάμαι τις πρώτες μας αγάπες. Του Τάκη με τη Μαρία, της Νίκης με τον Λουκιανό, του Φοίβου με τη Σοφία αλλά και του Βαγγέλη με τον Κώστα, του Θόδωρου με τη κατσίκα του κυρ Νίκου και του Αλέκου με τον εαυτό του, που τελικά τον οδήγησε φυματικό στη «Σωτηρία».
Πιο ωραίες όμως είναι οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας από τις σχολικές κατασκηνώσεις στο Ζούμπερι. Εκεί πήγαιναν τα παιδιά τους οι γονείς που δούλευαν απ’ το ξημέρωμα μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα. Κοιμόμαστε σε σκηνές με 24 ράντζα, καθόμαστε στη σειρά για το συσσίτιο και, το χειρότερο απ’ όλα και αυτό που μου δημιούργησε τεράστια ψυχολογικά προβλήματα ήταν ότι, οι γονείς μου δεν μου είχαν πάρει φιλιπινέζα. Παρ’ όλο ότι έχουν περάσει 50 χρόνια τα ψυχικά τραύματα από την έλλειψη οικιακών βοηθών είναι φανερά. Αρκεί να πω ότι όταν βρέθηκα στο Parasite χωρίς τη «φιλιπινέζα» μου (που μπορεί να κατάγεται από το Άργος, τα Τρίκαλα, τη Θεσσαλονίκη ή το Κολωνάκι) έχασα τις αισθήσεις μου. Από τη δύσκολη θέση με έβγαλε ο εφοπλιστής Νίκος Παπάρας (που είναι 1.10 με τα χέρια στην ανάταση) αλλά επειδή έχει αναλάβει τη πετρελαίωση 12 λιμανιών έχει σκάφος μήκους 115 ποδών, με 16 φιλιπινέζες, τρεις Σριλανκέζες και τέσσερις ελληνίδες από το Κουσάντασι.
Θα μπορούσα να παραθέσω πολλές ιστορίες από τις διακοπές μου στις παραλίες και στις κατασκηνώσεις της δεκαετίας του ’60 αλλά, δυστυχώς, πρέπει να σας αφήσω. Αν θέλετε να με βρείτε δεν έχετε παρά να έλθετε στο Βρωμοπούσι Κερατέας._Κ.Κ.