Ημερομηνία: ( 17-07-2005 )
Μη φοβάστε! Ούτε λέξη δε πρόκειται να πω (πια) για το «φονικό» πέταλο του Μαλιακού, το εγκληματικό τετράγωνο του Παγασητικού και το παρανοϊκό τρίγωνο των Βερμούδων. «Έφαγα» τη ζωή μου να γράφω και να μιλάω για την οδική ασφάλεια αλλά, οι «αρμόδιοι» (όλων των κυβερνήσεων και όλων των χρωμάτων του ουρανίου τόξου) δε με κάλεσαν ποτέ στην Επιτροπή που συντάσσει τον ΚΟΚ, επομένως γιατί να επανέλθω με τα χιλιοειπωμένα. Μετά, δε πρέπει να ξεχνάμε ότι δηλώνω ανίσχυρος μπροστά στους εισαγωγείς-αντιπροσώπους συστημάτων C4I, καμερών CCVT, συσκευών ραντάρ (για τη σύλληψη των παραβατών του ορίου ταχύτητας), εργολάβων εθνικών οδών και οδοστρωμάτων που, όπως είναι γνωστό, πρωταγωνιστούν στον αγώνα για την Οδική Ασφάλεια. Πιο απλά τα λεφτά από τις κάμερες και τις διαπλατύνσεις είναι τόσο πολλά ώστε κανείς δεν ακούει εκείνον που λεει ότι, για να βελτιώσεις την οδική ασφάλεια κάνεις 2-3 Κέντρα Οδικής Ασφάλειας και εκεί δίνουν εξετάσεις όσοι θέλουν να πάρουν «δίπλωμα» οδήγησης. Αν είναι άσχετοι δε το παίρνουν, πάνε με τα ΜΜΜ και γλιτώνουν τη ζωή τους 25-30 κάθε εβδομάδα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να φτιάχνει δρόμος σαν τις καρμανιόλες Κορίνθου-Πατρών και Κορίνθου-Τριπόλεως αλλά και αυτό είναι ένα άλλο, επίσης χιλιογραμμένο και χιλιοειπωμένο θέμα που δε νομίζω ότι αξίζει να επαναλάβουμε.
Το περιεχόμενο του σημερινού πονήματος έχει σχέση με όσα είδα και άκουσα σε «πρωινάδικο» όπου, καμιά 15αριά κουτσούβελα από 6 ως 12 ετών λάβαιναν μέρος σε σχολικά «προγράμματα». Ένα από τα «προγράμματα» ήταν εκείνο της «χαλάρωσης», ένα άλλο ήταν εκείνο της τραμπάλας, ενώ ένα τρίτο ήταν το «έλα μπάλα». Όλα αυτά τα «προγράμματα» γίνονταν με βάση κάποιο πρόγραμμα που είχε, προφανώς, εκπονηθεί από κάποια υπηρεσία (του Υπουργείου Παιδείας;) ή, το πιθανότερο, από μία Μη Κυβερνητική Οργάνωση («Το Χαλάρωμα του Παιδιού», «Συνεργασία για την Απίσχνανση των Κρατικών Κονδυλίων στη Νοτιανατολική Ευρώπη», ίσως μία ΜΚΟ που ανήκει σε άλλη ΜΚΟ, κανείς δεν είναι βέβαιος.
«Τι κάνεις εδώ Κωστάκη» ετέθη καίριο το ερώτημα της ρεπόρτερ. «Να, εδώ κάνω χαλαααρωση, ζωωωγραφικηηή, παίζω μπααααλα…». «Εσύ Γιαννάκη»; «Κι’ εγώ χαλαααρωση, τραμπάλα, κούνια…»
Έβλεπα και δε πίστευα. Δέκα κουτσούβελα και 5 «ειδικοί» να διδάσκουν «προγράμματα» …χαλάρωσης, τραμπάλας και μπάααλας. Λυπόμουν για τα παιδιά που μεγάλωναν στο άνευρο, άοσμο και αποστειρωμένο περιβάλλον. Τα περισσότερα ψεύδιζαν, μπεμπέδιζαν, έδειχναν να τα ’χουν χαμένα και πως να μη όταν μεγαλώνουν σε σπίτια με μητέρες-γύπες και πατέρες-κότες.
«Φύγε βρομόσκυλο» τσίριζε υστερικά η μητέρα-γύπας στο πάρκο της ρεματιάς στο Χαλάνδρι όταν ένα σκελετωμένο, άρρωστο ζώο πλησίασε το κλώνο της. «Μηχανάκι!!!! Ούτε ζωγραφιστό» λεει ο πατέρας-κότα στο παιδί του που ζητάει να του πάρει ένα 50άρι. Που να σκεφτεί ο συγκαμένος ότι όχι μόνο πρέπει να πάρει «μηχανάκι» ή αυτοκίνητο στο γιο του αλλά να τον μάθει να το οδηγεί υπεύθυνα και με ασφάλεια. Πως να το κάνει όμως όταν ο ίδιος έχει μεγαλώσει από μητέρες-γύπες και πατέρες-κότες;
Είναι όλα τα παιδιά έτσι; Αν ήταν η χώρα δεν θα υπήρχε ούτε σαν όνομα. Χαίρομαι όταν συναντάω γονείς που μιλάνε σε παιδιά ενός έτους με τον ίδιο τρόπο που μιλάνε ή συμπεριφέρονται στους μεγάλους. Γονείς που δεν αποκαλούν το γιο τους «μπέμπη» στα 13, που δεν κάνουν τεμενάδες για «να φαει το φαί του» ο μαντράχαλος ή η μπάρμπι που μεγαλώνουν. Θαυμάζω τους γονείς που στέλνουν τα παιδιά τους σε κατασκηνώσεις που τα παιδιά μαθαίνουν να ζουν στη φύση, να αναγνωρίζουν και προστατεύουν τα ζώα, να δοκιμάζονται στην ορειβασία, στο καγιάκ ή, κάνοντας ένα βήμα μπροστά, να πετάνε παραπέντε, να κάνουν trial και motto cross, υποβρύχιο ψάρεμα, ιστιοπλοία ότι, τέλος πάντων, κάνει ένα νέο να δοκιμάζει τις δυνάμεις του και να παίρνει αποφάσεις. Θαυμάζω τους γονείς που, ακόμα και στο άκουσμα της λέξης «πρόγραμμα» παθαίνουν εγκεφαλικό και τη βρίσκω με τους πιτσιρικάδες (και τις πιτσιρίκες) που έχουν χεσμένους τους θηλυκούς γύπες και τις αρσενικές κότες.
Και ενώ παρακολουθώ το «προγράμματα» χαλάρωσης των φωτοαντιγράφων (των γονιών τους) στη τηλεόραση θυμάμαι τα δικά μου (δικά μας;) παιδικά χρόνια και αναρωτιέμαι πως καταφέραμε να επιζήσουμε χωρίς πρόγραμμα χαλάρωσης. Και όχι μόνο αυτό αλλά πως γλιτώσαμε από τον (πετρο)πόλεμο με τη συμμορίες της Λεύκας, τις επιδρομές των ορδών από τον Άγιο Δημήτριο (ή τη Νεάπολη, τη Γαργαρέττα, το Κουκάκι, τα Σεπόλια, τη Κυψέλη,,, Τι σημασία έχει το όνομα της συνοικία, της πόλης όταν οι πιτσιρικάδες όλης της χώρας βρίσκονταν σε πόλεμο;)
Φεύγαμε το πρωί, πηγαίνοντας σχολείο με τα πόδια, το τραμ ή το λεωφορείο και επιστρέφαμε νύχτα! Άλλοι (γονείς) ανησυχούσαν οι περισσότεροι όχι αφού ήξεραν ότι, κάποια στιγμή οι κανακάρηδες θα επιστρέψουν. Με ανοιγμένα (από το πετροπόλεμο) κεφάλια, με πρησμένα (από τις μπουνιές) μάτια, με κάρκαλα στα γόνατα από τις πτώσεις στους χωματόδρομους του Νέου Κόσμου (ή όποιας γειτονιάς), πρώτα με νοικιασμένα ποδήλατα μετά με «μηχανάκια», κάτι 6τάχυτα με clip ons που «χτυπούσαν» 100 (χιλιόμετρα) και βαριά Zundapp με «λουρί» που πήγαιναν δε πήγαιναν με 50.
Χτυπάγαμε και χτυπούσαμε, πίναμε νερό απ’ το ίδιο κύπελλο, τρώγαμε με το ίδιο κουτάλι, αναπνέαμε χώμα καταπίναμε πέτρες αφήστε που μαζεύαμε κάλυκες από σφαίρες και οβίδες και βγάζαμε το μπαρούτι και φτιάχναμε κάτι τρίγωνα που, τη νύχτα της Ανάστασης, ανατινάζαμε τον Άγιο Παντελεήμονα Ιλισού στον ..αέρα.
Και να ήταν μόνο αυτά… Βόμβες ασετιλίνης, σπάγκοι (βουτηγμένοι σε κάποια υγρό του οποίου η σύσταση μου …διαφεύγει) που χρησιμοποιούσαμε σα φυτίλια για να στείλουμε τους ντενεκέδες σε ύψος 30 και βάλε μέτρων. Μια ζωή στους δρόμους. Κολύμπι στη γούρνα που σχημάτιζε ο Ιλισός στην Αγία Φωτεινή. Και το πατίνι-σταυρός; Με τα τρία ρουλεμάν, δύο στο οριζόντιο και ένα στο κάθετο ξύλο. Ξαπλώναμε σαν τον Χριστό στο σταυρό, ξεκινάγαμε από τη πύλη του 1ου Νεκροταφείου στο Μετς και κατεβαίναμε με χίλια την Αναπαύσεως για να ξεχυθούμε, χωρίς ίχνος φρένων, στη γέφυρα του Ιλισού εκεί που η Αναπαύσεως συναντούσε την Καλλιρρόης. Πόσες φορές πέρασα κάτω από (κινούμενα) φορτηγά; Δύο! Τη μία μπροστά στα μάτια του μακαρίτη του παππού που με είχαν παραδώσει οι γονείς για να με «φυλάει». Πως δε πέθανε απ’ τη καρδιά του ο άγιος αυτός παλαιός.
Το σπίτι μας; Τη μία νύχτα πολυβολείο του ΕΛΑΣ που χτυπούσε από τη ταράτσα μας το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, την άλλη αρχηγείο των Άγγλων (ναι, τόσο παλιός!) μέχρι που ένα εγγλέζικο τανκ έριξε δύο βολές και ο μισός δεύτερος όροφος έγινε καλοκαιρινός με αποτέλεσμα ο πατέρας να πει στη μητέρα (μου): Ερασμία… Το σπίτι μας έχει πλέον ένα όροφο.
Όταν τέλειωσε ο Εμφύλιος αποφασίσαμε να …φύγουμε από την Ελλάδα. Επί ένα χρόνο12 παιδιά από τη γειτονιά του Νέου Κόσμου μαζεύαμε λεφτά για να αγοράσουμε «προμήθειες» για το ταξίδι και μία ναυαγοσωστική (φουσκωτή) βάρκα που είχαμε ανακαλύψει στο Μοναστηράκι. Τη πήραμε, τη μεταφέραμε σε ένα οικόπεδο, την ετοιμάσαμε και, μια Κυριακή, τη βάλαμε ανάποδα στο κεφάλι και τη μεταφέραμε (και οι 12) στο Καλαμάκι. Τη ρίξαμε στη θάλασσα, μπήκαμε μέσα και αρχίσαμε το κουπί με κατεύθυνση την …Αίγυπτο! Ένα μίλι αργότερα, μία τρύπα που είχαμε βουλώσει με «σολουσιόν» άνοιξε, η βάρκα άρχισε να παίρνει νερά και οι 12 αρχίσαμε να φωνάζουμε βοήθεια. Κάτι ψαράδες μας έβγαλαν στη παραλία. Βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο γυρίσαμε με τα πόδια στην Αθήνα, με το όνειρο της Μέσης Ανατολής να έχει σκάσει στα μούτρα μας. Η γειτονιά ξεσηκώθηκε από τις γοερές κραυγές των ταξιδιωτών καθώς οι γονείς μας «μαύριζαν» στο ξύλο.
Έτσι λοιπόν. Ναυαγήσαμε, κατάπιαμε πρόκες, βίδες, ξύλα, αναπνεύσαμε ασετόν (όταν λιώναμε τις τσατσάρες από ταρταρούγα για να φτιάξουμε κόλα για τα μοντέλα που κατασκευάζαμε), κάναμε αυτά και άλλα χίλια και όχι μόνο επιζήσαμε αλλά καταφέραμε να κάνουμε και πράγματα.
Μπορεί να μην είναι ή να μη φαίνονται σπουδαία αλλά ότι κάναμε το κάναμε μόνοι μας. Χωρίς «προγράμματα» χαλαααρωσης», μπάαααλας» και «ζωωωγραφικής» σε αποστειρωμένα περιβάλλοντα και σχολεία με δασκάλους που μυρίζουν φορμόλη από ένα χιλιόμετρο.
Γι’ αυτό μία συμβουλή (ίδια με εκείνη της ταινίας). Αδράξτε τη μέρα. Ματώστε, πονέστε, ναυαγήστε, πέσετε, σηκωθείτε, περάστε απέναντι αλλά, αφήστε τα «προγράμματα» για τους κρυόκωλους και τους δυσκοίλιους.