Ημερομηνία: ( 15-05-2005 )
Το άρθρο της περασμένης Κυριακής για τα monorail έκανε πολλούς αναγνώστες να αναρωτηθούν πως γίνεται και ο γράφων «ασχολείται με τόσο πολλά πράγματα». Η απάντηση είναι απλή: ας είναι καλά (εκεί που βρίσκεται) ο Δημήτριος Κ. Καββαθάς, δικηγόρος, πατέρας και, χωρίς να το θέλει, οδηγός στις αναζητήσεις του μικρού Κώστα Καββαθά. Πως; Με το να αγοράζει, κάθε εβδομάδα, τα τεύχη «Εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου» που, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, δεν έλειπε από κανένα μικροαστικό σπίτι!
Επειδή τα ραδιόφωνα ήταν για τους λίγους τυχερούς και η τηλεόραση δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή της, τα παιδιά συγκεντρώνονταν στα σπίτια και διάβαζαν ότι έπεφτε στα χέρια τους, από τα τεύχη της εγκυκλοπαίδειας μέχρι τους «Αδελφούς Καραμαζόφ», το «Κάστρο» και το «Από τη Γη στη Σελήνη» και το «20.000 Λεύγες υπό τη Θάλασσα». Όπως ήταν αναμενόμενο, τον κάθε βιβλίο επηρέαζε τον κάθε πιτσιρικά ανάλογα με τις επιθυμίες και τα όνειρα που είχε. Έτσι, ο ένας ήθελε να γίνει καπετάνιος του εμπορικού ναυτικού, ο άλλος καθηγητής πανεπιστημίου ή αξιωματικός και η άλλη ποιήτρια. Ένας ήθελε να γίνει σχεδιαστής αγωνιστικών αυτοκινήτων, πιλότος και, γιατί όχι, αστροναύτης.
Τελικά κατάφερε να γίνει το δεύτερο και κατέληξε δημοσιογράφος και (μικρός) εκδότης, αλλά λόγω της ανεκτίμητης γνώσης που απέκτησε, ξεκοκκαλίζοντας τα τεύχη της εγκυκλοπαίδειας απόκτησε και αυτό που, τα παλιά χρόνια αποκαλούσαν, «εγκυκλοπαιδική μόρφωση»! Έτσι, ό,τι πετούσε, έτρεχε στη ξηρά ή στη θάλασσα ή και κάτω απ’ αυτή, τον ενδιέφερε και τον συγκινούσε με αποτέλεσμα να μπορεί να προτείνει (και να γράφει) και για τα monorail.
Ήταν λοιπόν μία εποχή, που ο μόνος χώρος για να δεις από κοντά αγωνιστικούς κινητήρες ήταν στις εκκινήσεις των ράλι Ακρόπολις και στα γκαράζ κάποιων, οικονομικά ισχυρών αθηναίων. Θυμάμαι την παρέα του Νέου Κόσμου να ανακαλύπτει Alfa Romeo Zagato και Bugatti στη Κηφισιά, Jaguar XK στο Κολωνάκι, Aston Martin BB6 στην Ακρόπολη, και Dussenberg στην Τατοΐου. Έτσι ήταν οι νέοι την παλιά, «καλή» εποχή. Μεγάλωναν χωρίς τηλεόραση, χωρίς Play Station Nintendo, και Motorola τρίτης γενιάς. Η διαφορετικότητα περιορίζονταν στα blue jeans, στα ναυτικά αμπέχωνα και στις στρατιωτικές μπότες από το Μοναστηράκι και την «Αμερικάνικη Αγορά» και στην τρέλα που κουβαλούσε η κάθε «φυλή» της Αθήνας.
Η συμμορία της Λεύκας είχε τον πετροπόλεμο, της Γαργαρέττας τα μηχανάκια, οι πιτσιρικάδες στον Άγιο Δημήτριο μάζευαν όπλα (ήταν χωράφια του ΕΛΑΣ), η δική μου μάζευε σφαίρες και μπαρούτι και χάζευε αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες στις αντιπροσωπείες της Συγγρού. Οι ρίζες. Η αρχή της ενασχόλησης πρώτα με τα αεροπλάνα (πέταξα σόλο με ανεμόπτερο σε ηλικία 15 ετών χωρίς να το ξέρουν οι γονείς μου). Φανταστείτε την παρέα να βγάζει τα βλήματα από τις οβίδες που έβρισκε στα χωράφια και να συγκεντρώνει το …μπαρούτι για να το χρησιμοποιήσει σε ένα παιχνίδι που δεν ήταν άλλο από την …ανατίναξη βράχων. Τα πάντα είχε το «οπλοστάσιό» μας από Luger,και Bren μέχριThomson! Άγρια πράγματα που θα έκαναν μια politically correct μητέρα της εποχής μας να κάνει χαρακίρι την ώρα που ψωνίζει τα Prada της.
Όχι πως οι μανάδες του ‘50 και του ’60 δεν νοιάζονταν για τα παιδιά τους. Νοιάζονταν, αλλά «έτρεχαν σαν τις άδικες κατάρες» για να γλιτώσουν από τις σφαίρες και να εξασφαλίσουν το καθημερινό φαγητό. Πεινούσε τότε ο κόσμος. Όχι οι κάτοχοι των Zagato και των Bugatti. Οι περισσότεροι τα είχαν πάει καλά με τους κατακτητές και τους νικητές του εμφύλιου και τα παιδιά τους δεν είχαν ανάγκη. Για τους άλλους μιλάω, που τα σπίτια τους καταστράφηκαν, που άφησαν τη τελευταία τους πνοή στην Αλβανία και στο Γράμμο.
Για τις οικογένειες που οι πατεράδες πολέμησαν τους ναζί και τους φασίστες και μετά βάλθηκαν να πολεμάνε μεταξύ τους, πιόνια σ’ ένα από τα πιο άγρια πολιτικά παιχνίδια στην ιστορία της ανθρωπότητας (δείτε το ντοκιμαντέρ του Channel Four «Απ’ τη δικτατορία του Μεταξά στην δικτατορία του Παπαδόπουλου» και θα καταλάβετε το ρόλο των «μεγάλων δυνάμεων» στον Εμφύλιο –που οι περισσότεροι σημερινοί κανακάρηδες δεν ξέρουν).
Το πέρασμα των χρόνων και η ασθένεια της νοσταλγίας επηρεάζουν την κρίση, αλλά έχω την εντύπωση ότι αυτή η γενιά ήταν η τελευταία που είχε κάτι να πει. Θυμάμαι και είναι σα να βλέπω κάτι ανάμεσα στο «Cinema Paradiso», στη «Milena», στο «Sorpasso» και τις ταινίες του Κατσουρίδη. Αν ήμουν (καλός) σκηνοθέτης θα έκανα μία ταινία για να δείξω τις διαφορές ανάμεσα στη χυδαιότητα των νεότερων χρόνων και στην ευγένεια που ανέδιδαν του «’60 οι εκδρομείς». Οι νοσταλγοί αναφέρονται στη «παλιά, καλή εποχή» της αυτοκίνησης και οι νέοι ρωτάνε αν πράγματι υπήρχε. Και βέβαια υπήρχε αλλά σε δύο μόνο τομείς: στους αγώνες και στους δρόμους (ιδιαίτερα τους επαρχιακούς).
Η σύγκριση ανάμεσα στο θέαμα που παρουσιάζει ένας αγώνας του πρωταθλήματος ταχύτητας στα σιρκουί των Μεγάρων ή των Σερρών με ένα στους δρόμους της Κέρκυρας, της Ρόδου και του Τατοΐου είναι συντριπτική υπέρ της παλιάς εποχής. Γιατί: Διότι η πλειοψηφία των πολιτικών που κυβέρνησαν τη χώρα, διακρίνονταν από ανοργασμική νοοτροπία και αισθάνονταν φόβο και δέος όταν κάποιος τους μιλούσε για πίστες, φόρμουλες και αγώνες.
Η «παλιά καλή εποχή» ήταν καλή και στους δρόμους, ιδιαίτερα τους επαρχιακούς. Μπορεί η διαδρομή για τους Δελφούς να μην είχε τέσσερις λωρίδες και μπαριέρες αλλά λίγο απείχε απ’ το όνειρο. Ελάχιστη κίνηση, χωριά γεμάτα χαμογελαστά πρόσωπα, ανθρώπινες φιγούρες στα χωράφια (αντί στις καφετέριες), σπίτια χτισμένα με μεράκι και αγάπη (αντί με αλουμίνια, ελενίτ και τσιμεντόλιθους).
Τι αξία όμως έχουν αυτά; Ο κόσμος άλλαξε άλλαξαν οι καιροί, τα cinema paradisο χάθηκαν εκτός απ’ λίγα στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, τις ανατολικές της Θεσσαλονίκης και κάποιες που δε γνωρίζω και που, ίσως, δεν έχει ακόμα φτάσει ο «πολιτισμός» της χυδαίας γκλαμουριάς