Από το ιστολόγιο http://themotorcycleboy.blogspot.com
Θα πρέπει να παραδεχτώ οτι τον ξαναθυμήθηκα για χάρη της κόρης μου. Βλέπεις, είναι ατέλειωτες οι ώρες στο μποτιλιαρισμένο αυτοκίνητο όταν πρέπει να μεταφέρεις ένα παιδί από τη μια άκρη της Αθήνας στην άλλη (άκρη του Πειραιά) και η μουσική σπρώχνει κάπως τον χρόνο να περάσει. Μη έχοντας σε υπόληψη το ραδιόφωνο (μόνο ειδήσεις και αθλητικά ακούω –εφόσον εκεί πέρα έχουν σταματήσει να βάζουν κανονική μουσική), αναγκάστηκα να ψαχουλέψω τα σιντί μου πριν 3 χρόνια. Μετά από μπόλικα αποτυχημένα πειράματα καταλήξαμε οτι, πατέρας και κόρη, θα μπορούσαμε να συμβιβάσουμε τα μουσικά μας ακούσματα μονάχα σε έναν καλλιτέχνη κι έτσι ο Λουκιανός Κηλαηδόνης απέκτησε μια από τις νεαρότερες φανατικές του θαυμάστριες. Η μικρή έμαθε κάμποσα τραγούδια του απέξω κι ακόμα και σήμερα (που τα αγγλικά τής επιτρέπουν να διευρύνει τη γκάμα ακουσμάτων της) είναι κάμποσες οι φορές που μου προτείνει μέσα στο μποτιλιάρισμα: «βάλε λίγο Λουκιανό να τραγουδήσουμε μαζί!» Δυστυχώς, με το «μαζί» δεν εννοεί εκείνη και τον Λουκιανό…
Εν ολίγοις ο Κηλαηδόνης περνάει ακόμα άνετα στα πιτσιρίκια –μεγάλη του μαγκιά, όσο να πεις! Επειδή νομίζω οτι ο Κηλαηδόνης περνάει σχεδόν σε όλους! Αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να διασκευαστεί -κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος ύπαρξης του παρόντος κειμένου. Γίνομαι συγκεκριμένος.
Πριν κάτι χρόνια πήγα να δω τον Φοίβο Δεληβοριά στο ΖΟΟΜ. Καταλαβαίνεις τώρα οτι για να μπω εγώ σε αυτό το άνδρο της μελό φιοριτούρας με τα πανάκριβα ποτά σημαίνει πως έχω σε κάποια εκτίμηση τον Δεληβοριά (και όντως, έτσι είναι). Δημιούργησε αυτό το ατομάκι πολλά ωραία τραγούδια και δυο-τρία καταπληκτικά, εντάξει, δεν είναι κοντά στο δικό μου αγαπημένο στυλ μουσικής (έχω κάπως πιο κλασσική παιδεία –αυστηρά δωδεκάμετρη και με απαραίτητη τη χρήση ντιστόρσιον) αλλά τέλος πάντων είναι ωραίος ο Φοίβος. Πιάνει λοιπόν σε μια στιγμή να διασκευάσει το «Ένα γουρούνι λιγότερο» του Κηλαηδόνη! Μετά το τέλος της (κυριολεκτικής) εκτέλεσης του τραγουδιού σηκωθήκαμε και φύγαμε κακήν κακώς –προσωπικά, βλαστημούσα την ώρα και τη στιγμή που έσκασα τα ωραία μου λεφτά για να δω αυτό το πράγμα. Από τότε δεν ξαναπήγα στον Δεληβοριά…
Πριν κάτι μέρες πετύχαμε, μαζί με την κόρη μου, τη διασκευή του «Ύμνου των μαύρων σκυλιών» από τους ΟΝΕΙΡΑΜΑ –ξεράσαμε αμφότεροι. Κάτι ιδέες που είχε η κόρη μου να δει το συγκεκριμένο συγκρότημα (αν το πετυχαίναμε πουθενά δωρεάν) της γύρισαν σε πλήρη απαξίωση.
Γιατί λοιπόν δεν διασκευάζεται με τίποτα αυτός ο άτιμος ο Κηλαηδόνης; Η εύκολη απάντηση είναι οτι όσοι το προσπάθησαν διακατέχονταν από καλλιτεχνική υπεροψία, αντιμετώπισαν το όλο θέμα με στυλ «έλα μωρέ, δυο συγχορδίες είναι εκεί πέρα και κάτι στιχάκια –εμείς έχουμε παίξει παπάδες!» Και λόγω αυτής τους της υπεροψίας επέλεξαν δυο από τα τραγούδια στα οποία ο Κηλαηδόνης στριφογυρίζει ύπουλα τη φαλτσέτα της απαξιωτικής ειρωνείας –όσο νομίζεις οτι ανταλλάσσετε χειραψία, εκείνος σου έχει ήδη κόψει τις φλέβες. Σαν τους ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού που μπήκαν χτες βράδυ να πατήσουν τους κουρελιασμένους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού κι αγχώνονταν όσο πέρναγε η ώρα και το ταμπλό δεν έγραφε 3-4 γκολάκια, έτσι και οι παραπάνω διασκευαστές. Δεν καταδέχτηκαν μια αξιοπρεπή διασκευή σε κάποια νοσταλγική ευκολούρα του Λουκιανού –πήγαν κατευθείαν για θρίαμβο, με αποτέλεσμα να την πατήσουν άσχημα. Επειδή, αντί για 4-0 το ταμπλό έγραψε στο τέλος 0-1 κι αντί για την καλλιτεχνική αποθέωση των διασκευαστών, το ταμπλό έγραψε «είσαστε τυχεροί που δεν έχουν ωριμάσει ακόμα οι ντομάτες!»
Η πρώτη μου επαφή με τον Κηλαηδόνη ήταν από σπόντα –εκεί κάπου στις αρχές του ’80 όταν ο Ράλλης παραληρούσε στη Βουλή: «δεν είναι δυνατόν να χρηματοδοτούμε τα πανεπιστήμια για ν΄ακούνε εκεί μέσα οι φοιτητές Κηλαηδόνη!» Τον Ράλλη τον έκοβα για εντελώς γελοίο άτομο, άρα αυτός ο Κηλαηδόνης θα πρέπει να ήταν, εκ προοιμίου, σωστός! Όταν έβγαλα την Τρίτη Λυκείου (έχοντας ακούσει όλα κι όλα δυο –τρία τραγούδια του) κανόνισα να κοιμηθώ στο σπίτι κάποιου κολλητού μου κι έτσι βρέθηκα στο Πάρτυ της Βουλιαγμένης. Ήταν όλα εκεί πέρα πολύ εντυπωσιακά, μυθικά –μη φανταστείς τίποτα Γούντστοκ ή παρόμοιες παπαριές που γράφτηκαν από τότε κατά κόρον! Το ανεπανάληπτο της νύχτας εκείνης ήταν η διάθεση για σκανταλιές –πολύς κόσμος και πολλοί μουσικοί στην πλωτή εξέδρα, όλοι τους πρόθυμοι να κάνουν σκανταλιές! Πολλά παιδιά που το είχαν σκάσει από τα σπίτια τους, πολλά συνωμοτικά κλεισίματα ματιών, κάτι ξέραμε όλοι μας, αυτό που δεν ξέραμε (και δεν μας ένοιαζε κιόλας) είναι αν το «κάτι» ήταν ίδιο για όλους. Μια όμορφη νύχτα που ακολουθήθηκε από πολλές «Νύχτες καταστροφής».
Ο Κηλαηδόνης ανήκει στην καταραμένη γενιά του ’50 –τη μοναδική, κατά τη γνώμη μου, τραγική γενιά του σύγχρονου κόσμου. Πρόκειται για παιδιά που μεγάλωσαν κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, έπαιξαν μπάλα σε ναρκοθετημένες γειτονιές, είχαν για ρουτίνα τις αντιαεροπορικές σειρήνες και ήξεραν να ξεχωρίζουν τον ήχο του πολυβόλου Μπρεν. Λοιπόν νομίζω οτι από τη στιγμή που θα μάθεις να παίζεις μπάλα δίπλα στους σκοτωμένους τίποτα δεν είναι ικανό να σου σκοτώσει την παιδικότητα. Ο άνθρωπος αντιδρά στη φρίκη σκάβοντας χαρακώματα –στις πρώτες γραμμές οι στενοί φίλοι, όλοι εκείνοι στους οποίους βασίζεται, στο κέντρο μέσα στο βαθύτερο όρυγμα ο ίδιος του ο εαυτός, ερμητικά προφυλαγμένος. Σαν εκείνη την ταινία με τον κυνηγημένο εβραίο που κρύβεται στο υπόγειο για χρόνια πολλά κι όταν βγαίνει έξω έχει τελειώσει ο πόλεμος αλλά εκείνος έχει μείνει πίσω –κάπως έτσι βγήκαν στον μεταπολεμικό κόσμο οι νέοι της δεκαετίας του ’50. Στην Αμερική εμφανίστηκε το κίνημα των μπήτνικ, στην Ευρώπη μεσουράνησαν οι υπαρξιστές και στην Ελλάδα…
Στην Ελλάδα έπεφτε το ξύλο αβέρτα από τους αστυνόμους κι αυτό οδήγησε πολλούς από εκείνη τη γενιά σε μια ιδιότυπη παρανομία. Έγραφε κάπου ο Χάντερ Τόμσον πως «στις εποχές όπου σχεδόν τα πάντα απαγορεύονται, το πέρασμα στην παρανομία είναι μοιραίο για πολύ κόσμο και οι παράνομοι μοιάζουν όλο και περισσότερο γοητευτικοί για τους υπόλοιπους». Αυτό ακριβώς συνέβη στη γενιά του ’50. Ο Κηλαηδόνης ήταν από τα «παιδιά της Κυψέλης», ο Νικολαϊδης ανήκε στην «παρέα του Γκριν Παρκ», μαζί με τη Γώγου και άλλους πολλούς –η Αθήνα ήταν μικρή και έβραζε κατά τόπους. Οι τεντυμπόηδες του κέντρου αρνούνταν να συρθούν στις διαδικασίες παραγωγής, θεωρούσαν (και με το δίκιο τους) οτι ο κόσμος τους χρωστάει τη χαμένη παιδικότητά τους, συνέπλεαν με την Αριστερά ευκαιριακά (όταν η κατάσταση πήγαινε για χοντρό χαβαλέ) και έφευγαν γρήγορα όταν τα πράγματα γίνονταν δυσκοίλια. Με αποτέλεσμα να βρεθούν απέναντι κι από τους καθεστωτικούς χωροφύλακες και από τους ημιπαράνομους του ΚΚΕ.
Να σου δώσω ένα απλοϊκό παράδειγμα –κατέβασα τις προάλλες τα επεισόδια ενός σήριαλ που έβλεπα πιτσιρικάς μετά μανίας. Για όποιον το θυμάται, μιλάω για το θρυλικό Happy Days όπου κυκλοφορούσε ο γίγαντας Φόνζι Φονζαρέλι. Εντάξει, «το σήριαλ αμερικάνικο και πολύ προπαγανδιστικό του εκεί τρόπου ζωής» (θα έλεγε κάποιος οπαδός του Λαξατόλ και του Αντόρνο). Όμως κάθε καλόπιστος θεατής εύκολα θα διακρίνει, ακόμα κι εκεί μέσα δυο, μουσειακά πλέον, χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το πρώτο ονομάζεται αθωότητα και το δεύτερο παιδικότητα. Η δική μου γενιά, του ’80, είχε παρόμοιες κατευθύνσεις δράσης με τη γενιά του ’50 αλλά η αθωότητα και η παιδικότητα δεν υπήρχαν πλέον. Με αποτέλεσμα να μην είμαστε καταραμένη και τραγική γενιά σαν εκείνους –εμείς ήμασταν απλώς γελοία και γραφική γενιά. Οι μικρές διαφορές κάνουν τις μεγάλες διαφοροποιήσεις –σωστά;
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ήταν ένα από τα «Κουρέλια που τραγουδάνε ακόμα» -απλά, έτυχε να ανήκει σε παρέα άλλης γειτονιάς, γι΄αυτό και δεν εμφανίστηκε στον επιτάφιο της συγκεκριμένης γενιάς που έβγαλε το 1979 ο Νίκος Νικολαϊδης. Άλλωστε, εκείνη ακριβώς τη χρονιά ο Λουκιανός συνιστούσε «Ψυχραιμία παιδιά!» και υπερασπιζόταν τον δικό του αποκλεισμό με την «Παρέα»: «Σήμερα όπως κάθε βράδυ είπα στους δικούς μου ΄γεια’/ κι έφυγα μες το σκοτάδι για να συναντήσω τα παιδιά/ ήταν όλοι μαζεμένοι και γελούσαν από χτες/ που ΄γινε ξανά ληστεία και την κοπανίσαν οι ληστές». (Περιέργως, αυτό είναι και το αγαπημένο τραγούδι της κόρης μου –κάποια σύνδεση πρέπει να υπάρχει αλλά μου διαφεύγει).
Θες και μια ακόμα περίεργη σύμπτωση; Το 1975, ο Νικολαϊδης σκηνοθετεί την «Ευριδίκη ΒΑ 2037» χρησιμοποιώντας στον τίτλο, τον αριθμό του αυτοκινήτου του. Το 1986 ο Κηλαηδόνης κυκλοφορεί τον δίσκο «Τραγούδια για κακά παιδιά» και βάζει μέσα το κομμάτι «ΒΗ 4530»:
«Σάββατο βράδυ, μόλις έχει συμβεί/ Το νιώθεις, το ξέρεις, αλλά δε το ‘χεις δει/ Τ’ αμάξι κομμάτια και ‘συ προσπαθείς/ Πως έγινε, να φανταστείς/ Και γύρω σου, κόσμος που μαζεύεται αργά/ Σε δείχνουν και μιλάνε σιγά/ Και μες στο σκοτάδι, μια λάμψη θαλασσιά/ Απίστευτη, τόση μοναξιά/ Ο ήχος από τα φρένα και ένα χτύπημα μετά/ Μικρές σταγόνες αίμα και σπασμένα γυαλιά/ Τα φώτα αναμμένα, η μποτίλια σου πιο ‘κει/ Στο ράδιο, απαλή μουσική/ Απέραντοι κύκλοι και λόφοι από ψηλά/ Έρχονται και φεύγουν απαλά/ Ζεστά μεσημέρια, σε μιαν ακρογιαλιά/ Σκοτάδι, λαμαρίνες και γυαλιά/ Σάββατο βράδυ, μόλις έχει συμβεί/ Το νιώθεις, το ξέρεις, αλλά δε το ‘χεις δει/ Απλώνει η βενζίνη, τη γλυκιά της μυρωδιά/ Αλλιώς φανταζόμουν τη βραδιά…»
Εντάξει, εύκολο είναι να εντοπίσεις κάποιον συνωμοτικό διάλογο ανάμεσα στους δυο τους, με αυτούς τους αριθμούς αυτοκινήτων. Άλλωστε, το 1986 ήταν ζόρικη χρονιά και για τον Νικολαϊδη. Ήταν τότε που αποφάσισε οτι κάποια παγίδα υπήρχε στην τόσο ευρεία αποδοχή της «Γλυκιάς Συμμορίας» και αντέδρασε βίαια φτιάχνοντας ένα από τα αριστουργήματα του κινηματογράφου, την «Πρωινή Περίολο». Κοντολογίς, το 1986 ήταν μια σπουδαία χρονιά!
Πολλοί ασυμβίβαστοι διανοούμενοι μπορεί να χαμογελάνε στραβά μπροστά στην απλότητα, πολλοί μουσικοί χαμένοι στη βιρτουοζιτέ τους μπορεί να στραβομουτσουνιάζουν μπροστά στις κλασσικές μουσικές φόρμες, πολλοί πούροι Αριστεροί μπορεί να εξεγείρονται με την αγάπη των παιδιών της γενιάς του ’50 για την Αμερική («πώς γράφω τραγούδια ρωτούν μερικοί/ και τι σχέση έχω με την Αμερική/ δεν έχω καμμία, τη γνώρισ’ απλά/ από κάποιες ταινίες σε κάποια σινεμά»).
Άκου όμως το «Δελτίο Ταυτότητας»:
Στοιχεία ταυτότητος:/ επώνυμον Φιλίππου,/ όνομα Παναγιώτης, Πάνος,/ γεννηθείς την 20-4-1960, εις Αθήνας,/ κατοικία Χελμού 35, Αθήναι,/ Κυψέλη, Παγκράτι, Πατήσια, Ηλύσια,/ Σεπόλια, Εξάρχεια, Τέρμα Ιπποκράτους,/ Γκύζη, Περιστέρι, Κολωνός./ Ανάστημα 1,76,/ σχήμα προσώπου ωοειδές,/ χρώμα οφθαλμών καστανόν,/ όνομα πατρός Ιωάννης,/ αντίσταση κατά της αρχής,/ όνομα μητρός Μαργαρίτα,/ το γένος Πετραλιά,/ όνομα συζύγου, κενόν,/ ληστεία,/ το γένος, κενόν./ Επάγγελμα μαθητής,/ υπηκοότης Ελληνική,/ σωματεμπορία,/ θρήσκευμα Χριστιανός Ορθόδοξος,/ δημότης Αθηναίων,/ μητρώα αρρένων Αθηναίων 520-8,/ χρήση-κατοχή ναρκωτικών,/ το παρόν δελτίον εξεδόθη την 20-7-74,/ ένοπλος επίθεσις,/ ΑΒΤ 902523,/ ΙΣΤ παράρτημα ασφαλείας Αθηνών,/ αναρχοκομμουνιστής,/ ο διοικητής Παναγιώτης Σαρρής».
“Άκου πτώμα να μαθαίνεις”.
Μετά πήγαινε να ψάξεις τα υπόλοιπα τραγούδια του Κηλαηδόνη κι έλα να μου πεις πως γίνεται κάποιος τόσο παιδικά τρυφερός να στραβώνει τα χείλη και να σου καρφώνει το στυλάκι του τόσο θανατερά, όταν σε πετύχει χαλαρό. Με την αυθάδεια μικρού παιδιού, με την ειρωνεία ανθρώπου καταδικασμένου σε ισόβια ζωή. «Κοριός με στιλέτο στην πλάτη», όπως θα έγραφε ο Νικολαϊδης.
Τον Ιούλιο του 1983 πήγα, σχεδόν μαθητής ακόμα, στο Πάρτι της Βουλιαγμένης και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, σχεδόν φοιτητής πλέον, πήγα στη «Γλυκιά Συμμορία». Ήταν μια άγρια χρονιά που σημάδεψε την υπόλοιπη ζωή μου, έγιναν πολλά άσχημα πράγματα από τότε και πολύ λιγότερα καλά –όμως ο Νικολαϊδης με τον Κηλαηδόνη ήταν οι δυο ρακέτες του φλίπερ που με τίναξαν βίαια στο καντράν και με άφησαν μετά να σπάω τα μούτρα μου στα εμπόδια, κοπανώντας ανεξέλεγκτα.
Ευτυχώς που δεν τίλταρε το μηχάνημα!
0 Comments
Ο τονισμός της παραγράφου για την “καταραμέν γενιά του ’50” είναι δικός μου.
Η Καίτη η Γώγου ήταν συμμαθήτριά μου (στη Σχολή Γκιζελή) μια τάξη πάνω απο μένα. Ακόμα έχω σε ένα από τα τετράδιά μου ένα μικρό της σχόλιο για τον νεοανικό έρωτα στην αξέχαστη “καταραμένη” της νιότης μου. Ακόμα θυμάμαι τα πάρτι που πηγαίναμε με τον Κώστα Γούναρη (γιό του Νίκου) και άλλους “ινδιάνους” του “κολεγίου Γκιζελή”.
Έπαιξα μπάλα σε ναρκοθετημένες γειτονιές, μάζευα τους κάλυκες που έπεφταν απ’ το Μπρεν όταν οι Ελασίτες χτυπούσαν, απ’ τη ταράτσα του σπιτιού μου στο Νέο Κόσμο, το Σύνταγμα Χωροφυλακής μακρυγιάννη και ήμουν στο ισόγειο με την οικογένειά μου όταν, ένα εγγλέζικο τάνκ, έριξε δύο οβίδες και γκρέμισε τον δεύτερο όροφο του σπιτιού μας.
Α… Μετά το τέλος του Εμφυλίου νοπίκιαζα ποδήλατα “{κούρσα” και μηχανάκια Cimatti με clip ons και Zundapp με λουρί
Περισσότερα στο γαμημένο βιβλίο που όλο απειλώ να τελειώσω και όλο δεν το κάνω αφήνωνοντας το δρόμνο ελεύθερο σε κάτι “συγγραφείς” τύπου Χαμενίδη, Ψωνίδη και Κομπλεξιδάκη…
Μετά είχα Bultaco, Montesa H6, Moto Guzzi 850 Le Mans, Honda CB500, Yamaha XT, BMW 650, R1200R και K1200S
Ο Νικολαϊδης με είχε τιμήσει με τη φιλία του, Ο Λουκανός το ίδιο (από μακρυά) εγώ δεν τον πλησίασα γιατί είμαι μουστρούφης και μονόχνωτος και δεν αισθάνομαι καλά όταν η χώρα μου πάει κατά διαβόλου..,
Περισσότερα για αυτοκίνητα, μοτοσικλκέτεςβ και ιπτάμενες μηχανές σε άλλη ανάρτηση ή, αν δεν βαριέστε στο http://www.kavathas.gr