Χωρίς να έχω την παραμικρή ελπίδα ότι οι έλληνες γραφειοκράτες (στην πλειονότητά τους με έλλειμμα φαντασίας και πλεόνασμα κοινωνικών συμπλεγμάτων) θα καταλάβουν το παραμικρό, θα ήθελα να επαναλάβω (για χιλιοστή φορά;) μερικές προτάσεις για την «εξυγίανση» της μεγάλης αμαρτωλής που λέγεται ελληνική αγορά αυτοκινήτου. Μια αγορά που από τη στιγμή που στη χώρα έφθασε το πρώτο επιβατικό αυτοκίνητο (το βαρβαριστί αποκαλούμενο και «γιωταχί») δεν λειτούργησε με βάση το συμφέρον του πολίτη και της χώρας, αλλά για να ικανοποιήσει τα ανομολόγητα κοινωνικά (και ενίοτε… σεξουαλικά) συμπλέγματα (κόμπλεξ) της κρατικής γραφειοκρατίας. Μόλις οι χαρτογιακάδες αντίκρισαν το πρώτο επιβατικό αυτοκίνητο υπέστησαν τέτοιο σοκ (επειδή δεν μπορούσαν να αποκτήσουν ένα οι ίδιοι) ώστε αποφάσισαν να τιμωρήσουν σκληρά όσους είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν «κούρσα».
Η κατάσταση πήρε την κάτω βόλτα στα ύστερα φιλελευθεροσοσιαλιστικά χρόνια, όταν αποκαλύφθηκε ότι το «κράτος» βάσιζε (και χρωστούσε) τη λειτουργία του στη βαριά φορολογία του «γιωταχί». Η Ελλάδα ήταν ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο που είχε εφεύρει τον παρακάτω δαιμόνιο τρόπο για να λειτουργεί τις υπηρεσίες της: δανειζόταν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια από τις ξένες τράπεζες για να αγοράζει και να εισάγει αυτοκίνητα από τις χώρες του πρώτου, δεύτερου και τρίτου κόσμου, τα οποία και πουλούσε (μέσω αντιπροσώπων) στους υπηκόους της. Στη συνέχεια (η Ελλάδα) τους φορολογούσε βαριά ώστε να συγκεντρώνει τα χρήματα που της ήταν απαραίτητα για να φτιάξει σχολεία, νοσοκομεία, δρόμους και γέφυρες, αλλά και για να πληρώσει τις δόσεις και τους τόκους των δανείων που έπαιρνε προκειμένου να αγοράσει «γιωταχί».
Με δεδομένο λοιπόν ότι το σημερινό σύστημα (πέρα από το γεγονός ότι είναι ως και… βλακώδες) διαστρεβλώνει τις πραγματικές αξίες των αυτοκινήτων μεταξύ τους, παρακολουθείται με δυσκολία, δυσκολεύει την όποια πολιτική ανανέωσης του στόλου και επιβαρύνει το περιβάλλον και επειδή η φορολογία των «γιωταχί» δεν είχε ποτέ καμία σχέση με τη λογική (ούτε σήμερα έχει), η στήλη (ξανα)προτείνει στους γραφειοκράτες να εφαρμόσουν σύστημα με το οποίο η φορολογία να γίνεται ανάλογα με τα κυβικά εκατοστά.
Να υπάρχουν, για παράδειγμα, τρεις κατηγορίες: ως 1.400 κ. εκ., 1.401 – 2.000 κ. εκ. και 2.000+ κ. εκ. Κάθε κατηγορία θα μπορούσε να έχει φόρο, π.χ., 250, 500 και 1.000 δρχ. ανά κυβικό. Με τον τρόπο αυτόν, πέρα από τον θρίαμβο της λογικής, δεν θα υπήρχε διαφορά στη φορολογία ανάμεσα σε ένα καινούργιο και ένα «χιλιοεξακοσάρι» δεύτερο χέρι και έτσι η χώρα δεν θα κινδύνευε να «γεμίσει» με μεταχειρισμένα. Ενα ακόμη πράγμα που υπαγορεύεται αφενός από το ότι κάθε χρόνο στην εσωτερική αγορά μεταβιβάζονται περίπου 150.000 αυτοκίνητα και αφετέρου από την κοινή λογική είναι η φορολόγηση της μεταπώλησης του μεταχειρισμένου (που σήμερα ελάχιστα επιβαρύνεται).
Πιο απλά θα μπορούσε να ορισθεί ένας «φόρος μεταβίβασης» πάλι με βάση τον κυβισμό, π.χ.:
ως 1.400 κ. εκ.: 150 δρχ. / κυβικό = 205.000 δρχ.
1.400 – 2.000 κ. εκ.: 175 δρχ. / κυβικό = 350.000 δρχ.
2.000+ κ. εκ.: 200 δρχ. / κυβικό = 400.000 δρχ.
Με τον τρόπο αυτόν η φαγάνα θα εξασφάλιζε τουλάχιστον 30 δισ., με τα οποία θα «ρύθμιζε» πιο εύκολα τα χρέη της Ολυμπιακής, της ΕΑΣ, των αγροτικών συνεταιρισμών αλλά και των εκτροφέων χελιών.
Στο σημείο αυτό όμως οι γραφειοκράτες θα έπρεπε να προσέξουν γιατί, αν ο φόρος μεταβίβασης είναι μεγάλος, μπορεί να νεκρώσει την αγορά του μεταχειρισμένου και, εμμέσως, του καινούργιου!
Και τώρα η τελευταία και πιο ριζοσπαστική πρόταση: αν οι γραφειοκράτες επιθυμούν να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά το πρόβλημα της ρύπανσης μπορούν να δώσουν ένα ακόμη κίνητρο (όπως έδωσαν οι Ιταλοί). Να ανακοινώσουν ότι η (παραπάνω) φορολογία των κυβικών εκατοστών θα μειώνεται όσο μειώνεται η κατανάλωση!
Πιο απλά, αν ένα αυτοκίνητο με κινητήρα (ας πούμε) 2.000 κ. εκ. καταναλώνει όσο ένα αυτοκίνητο με κινητήρα 1.400 κ. εκ., τότε αυτή η φιλική προς το περιβάλλον πράξη να ανταμείβεται με ακόμη μικρότερη φορολογία.
Αυτά λοιπόν είχε να προτείνει (για χιλιοστή φορά) η στήλη, αλλά να δείτε ότι κανένας δεν πρόκειται να τα ακούσει ή να τα υιοθετήσει.
Τις πταίει;
Ετσι γενικώς και (εσκεμμένα) αορίστως θα έλεγα ότι πταίει το μεταπρατικόν της κακούργας κενωνίας μας.